Ήταν νωρίς το πρωί της 29ης Οκτωβρίου 1941, όταν οι ναζιστικές δυνάμεις περικύκλωσαν τη γειτονιά Μαρίνκοβα Μπάβα που ζούσαν οι Ρομά στο Βελιγράδι. Περίπου στις 5 το πρωί, δυνάμεις της αστυνομίας και της χωροφυλακής της δωσίλογης σερβικής κυβέρνησης εισέβαλαν στον οικισμό των Ρομά, συλλαμβάνοντας όλους τους άντρες. Στους συλληφθέντες και στις οικογένειές τους, οι αρχές είπαν πως θα επέστρεφαν σύντομα, μετά από έναν τυπικό έλεγχο στοιχείων. Κανένας όμως δεν επέστρεψε.
Ο σύζυγος της Milena Stankovic, τα αδέρφια και ο γαμπρός της, ήταν μεταξύ εκείνων που συνελήφθησαν. Σε κατάθεση που έδωσε στην Επιτροπή για τον Καθορισμό των Εγκλημάτων των Δυνάμεων Κατοχής και των Συνεργατών τους στις 26 Ιουνίου 1945 αναφέρει: «Τους άρπαξαν από το διαμέρισμα και τους πήγαν στο στρατόπεδο στην Οτοκομάντα (στρατόπεδο συγκέντρωσης Τοπόφσκε Σούπε). Μετά από δύο μέρες που παρέμειναν εκεί, μεταφέρθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν έχω ξανακούσει τίποτα για αυτούς μέχρι σήμερα».
Η Επιτροπή, η οποία αναζήτησε στοιχεία σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία, ιδρύθηκε για να καταγράψει τα εγκλήματα και τις άλλες θηριωδίες που διαπράχθηκαν από τους Ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους, αλλά και να προβεί σε έναν υπολογισμό των θυμάτων. Οι μαρτυρίες της Milena Stankovic και πολλών άλλων φυλάσσονται σήμερα στα Γιουγκοσλαβικά Αρχεία στο Βελιγράδι.
Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 60.000 Ρομά κατοικούσαν στη Σερβία και 300.000 στη Γιουγκοσλαβία συνολικά. Ερευνητές και ειδικοί λένε ότι δεν υπάρχουν ακόμα τα ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των Ρομά που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπολογίζεται πως ανάμεσα σε 12.000 έως 20.000 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στην Σερβία.
Οι θάνατοι τους ήταν η άμεση ή η έμμεση συνέπεια των σκληρών νόμων κατά των Ρομά, οι οποίοι θεσπίστηκαν από τους Ναζί κατακτητές. Εφαρμόστηκαν από το συνεργατικό καθεστώς της Σερβίας υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Milan Denic και της κυβέρνησης μαριονέτας της περιόδου, που αναφέρονταν ως Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.
Από τον Οκτώβριο του 1941 έως τις αρχές του 1942 σε αρκετές πόλεις και χωριά της κατεχόμενης Σερβίας, οι άνδρες Ρομά συνελήφθησαν, κλείστηκαν σε στρατόπεδα και εκτελέστηκαν μαζί με τους άνδρες Εβραίους. Γυναίκες και παιδιά Ρομά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στάρο Σαμίστε στο Βελιγράδι, μαζί με τους Εβραίους. Περίπου το ένα τρίτο από αυτούς πέθαναν, αν και οι περισσότεροι κατάφεραν να επιβιώσουν – τόσο λόγω της χαλάρωσης των κανονισμών, όσο επειδή σταμάτησαν να είναι ψηλά στις προτεραιότητες των Ναζί.
Κάθε χρόνο στα μέσα Δεκεμβρίου πραγματοποιείται μνημόσυνο στο μνημείο του Στράτιτσε κοντά στη σερβική πόλη Πάντσεβο για την καθιερωμένη Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα Ρομά του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας, Απασχόλησης, Βετεράνων και Κοινωνικών Υποθέσεων της Σερβίας.
«Είναι καθήκον μας να θυμόμαστε όλους όσοι σκοτώθηκαν εδώ. Δεν επιτρέπουμε στα θύματα να ξεχαστούν και να σχετικοποιηθούν. Πρέπει να καταθέσουμε τη μαρτυρία μας για αυτό το φρικτό έγκλημα και να προειδοποιήσουμε την ανθρωπότητα, ώστε αυτές οι φρικαλεότητες να μην συμβούν σε κανένα έθνος και σε κανένα ανθρώπινο ον οπουδήποτε ξανά», είπε στη διάρκεια της παλαιότερης τελετής ο Dalibor Nokic, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ρομά της Σερβίας.
Ακτιβιστές, συγγενείς των θυμάτων και ειδικοί λένε πως το «Samudaripen» (Σαμουνταρίπεν) ή «Porajmos» (Ποϊράμος) – οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι Ρομά για το Ολοκαύτωμα – είναι ένα σχεδόν ξεχασμένο έγκλημα στη Σερβία και πως ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει για τη διατήρηση της μνήμης αυτών που σκοτώθηκαν ή διώχθηκαν.
«Υπάρχει ένα ερώτημα, γιατί δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις διώξεις και δολοφονίες των Ρομά. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά», δήλωσε στο BIRN ο Dragoljub Ackovic, μέλος του Παγκόσμιου Κοινοβουλίου Ρομά, ο οποίος έχει κάνει εκτενή έρευνα για το Ολοκαύτωμα των Ρομά στη Γιουγκοσλαβία. «Έτσι φαίνεται πως οι Ρομά δεν υπέφεραν καθόλου».
Ζήτημα Ευθύνης
Οι άμεσες διώξεις των Ρομά στη Σερβία ξεκίνησαν στα τέλη του Μαΐου του 1941, όταν εφαρμόστηκαν και σε εκείνους οι νόμοι που έφεραν τους διωγμούς των Εβραίων. Από εκείνη τη στιγμή, οι Ρομά ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν καταναγκαστική εργασία και να φορούν κίτρινο περιβραχιόνιο με τη λέξη «Zigeuner» (Τσιγγάνος στα γερμανικά), απαγορεύονταν να εργάζονται σε κρατικές υπηρεσίες, να πηγαίνουν σε νοσοκομεία και άλλα δημόσια ιδρύματα και να χρησιμοποιούν τη δημόσια συγκοινωνία. Έπρεπε να παρουσιάζονται στην αστυνομία και σε μερικές περιπτώσεις απαγορεύονταν ακόμη και να βγουν από τα σπίτια τους.
Ο Milovan Pisarri, ιστορικός από το Κέντρο Δημόσιας Ιστορίας με έδρα το Βελιγράδι και ειδικός στο Ολοκαύτωμα των Ρομά, υποστήριξε ότι παρόλο που οι Γερμανοί ήταν υπεύθυνοι, είχαν σημαντική βοήθεια από τις δωσιλογικές αρχές της Σερβίας.
«Οι δωσιλογικές αρχές της Σερβίας διατάχτηκαν να παρακολουθούν τους Εβραίους και τους Ρομά και να διασφαλίζουν ότι τηρούνται όλοι οι επιβαλλόμενοι κανονισμοί. Και το έκαναν καλά».
Τον Ιούνιο του 1941, οι δωσιλογικές αρχές υιοθέτησαν αρκετές διατάξεις που στοχοποιούσαν τους Ρομά και τους Εβραίους. Μια διάταξη από αυτές εκδόθηκε προς την Ένωση Μουσικών της Σερβίας, ενημερώνοντας τους μουσικούς εβραϊκής και τσιγγάνικης καταγωγής πως τους απαγορεύεται να εργάζονται στο μέλλον. Πολλοί Ρομά στη Σερβία, όπως και σε όλη την Ευρώπη, παραδοσιακά βγάζουν τα προς το ζην παίζοντας μουσική και τραγούδια. «Με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο εκτός από το να μείνουν στα σπίτια τους και στα μέρη της πόλης στην οποία ζούσαν», εξηγεί ο Pisarri.
Ωστόσο, το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμη – από τα μέσα Οκτωβρίου του 1941 και μετά, οι άνδρες Ρόμα συλλαμβάνονταν, κρατούνταν όμηροι και δολοφονούνταν σε ολόκληρη την κατεχόμενη Σερβία.
Περίπου 1.500 άνδρες κλείστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τοπόφσκε Σούπε και σύντομα εκτελέστηκαν στη Γιαμπούκα κοντά στο Πάντσεβο. Άλλοι 200 Ρομά σκοτώθηκαν στη δυτική πόλη Σαμπάτς μαζί με Εβραίους, ενώ αρκετές εκατοντάδες σκοτώθηκαν στις πόλεις Κραγκούγεβατς και Λέσκοβατς.
«Γίνονταν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο: οι Ναζί θα διέταζαν τις συλλήψεις των Ρομά, οι δυνάμεις τους θα περικύκλωναν τις γειτονιές και στη συνέχεια η σερβική αστυνομία, μαζί με την χωροφυλακή θα εισβάλλουν στα σπίτια στις 4 με 5 το ξημέρωμα, ξυπνώντας τους και λέγοντας τους πως οι άνδρες πρέπει να τους ακολουθήσουν, επικαλούμενοι την αναγκαστική εργασία ή τον τυπικό έλεγχο», δήλωσε ο Pisarri.
Οι συλληφθέντες περνούσαν πρώτα από τα τοπικά αστυνομικά τμήματα και στη συνέχεια η σερβική αστυνομία τους μετέφερε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Οι Γερμανοί διέταξαν συλλήψεις, όλα όμως έγιναν από τις Σερβικές δωσιλογικές αρχές», δήλωσε ο Pisarri. «Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις στις οποίες οι τοπικοί συνεργάτες των Ναζί διαπραγματεύονταν τους Ρομά για συλληφθέντες Σέρβους, κυρίως στη νότια πόλη Λέσκοβατς τον Δεκέμβριο του 1941», πρόσθεσε. «Οι Γερμανοί συνέλαβαν τους Σέρβους πρώτα, με τις τοπικές αρχές να παρεμβαίνουν ζητώντας τους Σέρβους με αντάλλαγμα τους Ρομά.»
Αίμα Παντού
Μετά τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις των ανδρών Ρομά, οι Ναζί άρχισαν να στρέφουν τη προσοχή τους στις γυναίκες και τα παιδιά Ρομά από το Βελιγράδι. Από τις 8 Δεκεμβρίου 1941 συλλαμβάνονταν και μεταφέρονταν στο στρατόπεδο Στάρο Σαμίστε. Μερικοί πέθαναν εκεί, ενώ πολλοί από αυτούς που απελευθερώθηκαν αργότερα πέθαναν ως συνέπεια της βάναυσης μεταχείρισης και κακών συνθηκών στο στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένου του κρύου και της πείνας.
Εκείνοι που επέζησαν έδωσαν λεπτομερείς περιγραφές της ζωής μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ένας από αυτούς ήταν ο Milorad Dekic, ο οποίος φυλακίστηκε όταν ήταν 14 ετών.
«Μας πήγαν σε ένα τεράστιο υπόστεγο, σαν αποθήκη. Υπήρχαν κρεβάτια από ξύλινες σανίδες τοποθετημένες σε κύκλο και τίποτα περισσότερο. Δεν υπήρχε φούρνος, δεν υπήρχε σόμπα και το υπόστεγο ήταν γεμάτο μόνο από Ρομά. Νομίζω ήμασταν 700 με 800», έλεγε η μαρτυρία του Dekic όπως καταγράφεται στο Κέντρο Έρευνας και Μελέτης του Ολοκαυτώματος στο Βελιγράδι.
«Έφερναν φαγητό και το μοίραζαν στο υπόστεγο μας, αλλά αν δεν ήσουν εκεί, σε περίμεναν μετά με ένα ξύλο, σε χτυπούσαν στο κεφάλι και γέμιζε ο τόπος αίμα. Γιατρός πουθενά.», ανέφερε ο Dekic. «Και τότε ήρθε ο τύφος, οι ψείρες, κάθε βράδυ πέθαναν δέκα έως δεκαπέντε άτομα».
Παρόλο που το λεγόμενο «Τσιγγάνικο ζήτημα» ήταν υψηλά στην ατζέντα των Ναζί, τον Ιούλιο του 1941 υιοθέτησαν μια διάταξη που ανέφερε ότι όλοι όσοι μπορούσαν να αποδείξουν τη διαμονή τους στη Σερβία πριν από το 1850 θα εξαιρούνταν προσωρινά από τους νόμους κατά των Ρομά.
Υπήρχαν πολλοί λόγοι για αυτήν την απόφαση, εξήγησε ο Pisarri. «Έχει σχέση με άλλες προτεραιότητες εκείνη την εποχή, όπως ο πόλεμος με τους Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές, τους Παρτιζάνους και το γεγονός ότι οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν πως υπήρχαν πολλοί Ρομά που ζούσαν στη Σερβία και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει η επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος».
«Έτσι, οι Ρομά που μπορούσαν να αποδείξουν το παραπάνω αντιμετωπίστηκαν σαν Σέρβοι, γι’ αυτό πολλές γυναίκες και παιδιά Ρομά απελευθερώθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Στάρο Σαμίστε στο διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1941 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1942», πρόσθεσε.
Αν και οι Ναζί είχαν την πρόθεση να συνεχίσουν εκτελώντας όλους τους Ρομά, από το 1943 και μετά έστρεψαν τη προσοχή τους στο πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, με αποτέλεσμα να μην συνεχιστεί η θηριωδία.
Καμία ενσυναίσθηση για το μαρτύριο των Ρομά
Μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, τα δικαστήρια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας κατηγόρησαν πολλές δεκάδες άτομα για εγκλήματα πολέμου, αλλά το Ολοκαύτωμα των Ρομά δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στα κατηγορητήρια. Οι δολοφονίες και οι διωγμοί των Ρομά μνημονεύονταν μόνο σποραδικά σε ετυμηγορίες, ενώ η κύρια προσοχή εστιάστηκε στα θύματα σερβικής και εβραϊκής καταγωγής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Ολοκαύτωμα των Ρομά έλαβε ελάχιστη προσοχή από το ευρύ κοινό και τους ερευνητές και δεν έχει διδαχθεί ποτέ σε πανεπιστημιακές σχολές ή στα σχολεία, δήλωσε ο Nikola Radic Lucati από το Κέντρο Έρευνας και Μελέτης του Ολοκαυτώματος, το οποίο σύντομα θα δημοσιεύσει την πρώτη βάση δεδομένων με μαρτυρίες για το Ολοκαύτωμα των Ρομά, έναν κατάλογο των δολοφονημένων και ένα διαδραστικό χάρτη της κατεχόμενης Σερβίας.
Ο Radic Lucati δήλωσε στο BIRN ότι «απλώς δεν υπάρχει ενσυναίσθηση προς τα δεινά των Ρομά, όπως υπάρχει προς το Ολοκαύτωμα των Εβραίων». «Αυτό είναι είτε ζήτημα άγνοιας, είτε προκατάληψης ή απλά δεν αναγνωρίζεται από το ευρύτερο κοινό», συμπληρώνει.
Ο Radic Lucati υποστήριξε επίσης ότι η δίωξη των Ρομά στη Σερβία δεν τελείωσε ποτέ στη πραγματικότητα και συνεχίζεται και σήμερα με την οικονομική και κοινωνική τους περιθωριοποίηση: «Συνεχίστηκε με τον σοσιαλισμό και μετά από αυτόν και οι Ρομά αποτελούν ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα για το πώς ορισμένες μεθοδολογίες του φασισμού δεν εξαλείφθηκαν ποτέ».
Η Marija Mitrovic από το Συνασπισμό Νεολαίας Ρομά της Σερβίας, συμφώνησε ότι οι μαθητές στη Σερβία «δεν έχουν την ευκαιρία να μάθουν την ιστορία των Ρομά στην επίσημη εκπαίδευση ως κομμάτι της θεματικής ιστορίας».
Η Mitrovic είπε επίσης ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων στη Σερβία – συμπεριλαμβανομένων των Ρομά – δεν γνωρίζουν για τη δίωξη και τη δολοφονία των Ρομά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Συνασπισμός Νεολαίας Ρομά θα προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει ξεκινώντας μια σειρά διαλέξεων σχετικά με το Σαμουνταρίπεν, τις σύγχρονες διακρίσεις κατά των Ρομά καθώς και όσα πέρασαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων της δεκαετίας του ’90.
Ο Ackovic υποστήριξε, ωστόσο, ότι τα μέλη της κοινότητας των Ρομά γνωρίζουν για τις διώξεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά όσα γνωρίζουν μεταφέρονται μόνο μέσω αφηγήσεων και μαρτυριών: «Δεν υπάρχει συλλογική μνήμη», πρόσθεσε, τονίζοντας πως η σημερινή κατάσταση αναφορικά με την τύχη των Ρομά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βολεύει τις σερβικές αρχές.
Ο Ackovic, ο οποίος συμμετείχε σε μια νομική διαδικασία που επέβαλλε το 2002 στο Γερμανικό κράτος να καταβάλει αποζημίωση σε άτομα που αναγκάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία στη Σερβία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δήλωσε ότι εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι κρατικές αρχές θα εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους να μετατρέψουν τον Στάρο Σαμίστε σε κέντρο μνήμης, συμπεριλαμβάνοντας κι ένα μουσείο Ρομά.
Μέχρι να συμβεί αυτό, το κτίριο στο οποίο κρατήθηκαν και κακοποιήθηκαν οι συγγενείς του στο Βελιγράδι παραμένει ως έχει – ως εστιατόριο που ειδικεύεται στη σερβική κουζίνα.