Σινεμά

Όχι πια τρικ: «Ο Δικαστής» του Ντέιβιντ Ντόμπκιν

By N.

November 19, 2014

 

Mε αφορμή το «Ο Δικαστής» του Ντέιβιντ Ντόμπκιν

του Old Boy

Size matters: Εν αρχή ην η διάρκεια: πριν πάω να δω τον «Δικαστή» τσεκάρω, όπως κάνω πάντα, πόσο κρατάει: είναι 141 λεπτά και φτιάχνομαι. Aπό παιδί είχα αυτό το βίτσιο με τη διάρκεια των ταινιών, όταν ήταν κάτω από εκατό λεπτά χαλιόμουν, ένιωθα εξαπατημένος, στερημένος, γιατί τοσο λίγο, οι ταινίες είναι για να κρατάνε πολύ, όσο περισσότερο κρατάνε τόσο περισσότερο σε κρατάνε στον κόσμο τους, τόσο πιο γεμάτος είσαι μετά, άλλο τρεις ώρες κι εντελώς άλλο μιάμιση, η διαφορά είναι ποιοτική κι όχι ποσοτική. Μεγαλώνοντας βέβαια ξέρεις πως καλή ταινία είναι αυτή που κρατάει όσο πρέπει να κρατήσει, είτε πολύ είναι αυτό είτε λίγο, ξέρεις πως το κρίσιμο δεν είναι η μιάμιση ή οι τρεις ώρες του αρχικού ταξιδιού, αλλά το πού σε πηγαίνει και το πόσο θα συνεχίσει να κρατάει μέσα σου, όταν ξανανάψουν τα φώτα, όταν βγεις έξω από το σινεμά, όταν επιστρέψεις στην εκτός σινεμά ζωή, όταν καταλάβει μια θέση στο μυαλό και την καρδιά σου δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα της εκτός σινεμά ζωής, δίπλα σε όλες τις άλλες ταινίες που έχεις αληθινά αγαπήσει.

Αυτά σου συμβαίνουν μεγαλώνοντας, ωστόσο κάτι από το παιδικό βίτσιο μένει ακόμα ζωντανό. Κι έτσι φτιάχνεσαι με τα 141 λεπτά. Με τον εξής σημαντικό αστερίσκο: ξέρεις πως θα είναι 141 λεπτά σιγουριάς. Μέινστριμ αμερικάνικη ταινία από στούντιο, ό,τι δεις θα σου είναι αισθητικά οικείο, όπου πας θα είναι ένας χώρος που έχεις επισκεφθεί αμέτρητες φορές, ένας χώρος που σε γνωρίζει και τον γνωρίζεις. Να βαρεθείς δεν παίζει. Να κοιτάξεις το ρολόι σου δεν παίζει. Καλά θα είναι. Από την άλλη όποιος ποντάρει στη σιγουριά, ξέρει επίσης εκ των προτέρων ότι εκπλήξεις κι αναστατώσεις δεν θα βρει. Μπορεί να μην κοιτάξει το ρολόι του, αλλά θα βγει από το σινεμά ο εντελώς ίδιος κινηματογραφικός θεατής, ο εντελώς ίδιος άνθρωπος που μπήκε. Κι ένας αστερίσκος μέσα στον αστερίσκο: όταν πρόκειται για δικαστικό, προσωπικά μπορώ να δω οτιδήποτε, μπορώ να καταναλώσω οτιδήποτε στο σινεμά ή την τηλεόραση, από αριστούργημα ως σκουπίδι, δείξε μου δικαστές, δικηγόρους και ενόρκους και την ψυχή μου πάρε, βάλε με μέσα σε αυτή την αίθουσα ως θεατή και ζήτα μου ό,τι θες, πάρε μου ό,τι θες, εσύ, ζωή μισή, δεν θέλω πια να ζω.

Άλλα τα μάτια του Σικάγο κι άλλα της πατρικής, γραφικής κωμόπολης: Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είναι ο απόλυτα πετυχημένος και κυνικός ως εκεί που δεν πάει μεγαλοδικηγόρος. Πώς μαθαίνουμε ότι είναι κυνικός; Όχι βλέποντας τον να κάνει στην πράξη κάτι. Η κυνικότητά του παρέχεται ως σεναριακό δεδομένο. Ο ίδιος το λέει σε μια σειρά από φράσεις όπως το «Υπερασπίζομαι τους ενόχους επειδή είμαι πολύ ακριβός για το πορτοφόλι των αθώων». Γενικά στην αρχή είναι σαν να βρισκόμαστε σε δικαστικό της δεκαετίας του 80 ή του 90. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος, ο ίδιος ο Ντάουνι ρωτάει τον εισαγγελέα, «Θα με ρωτήσεις τώρα και πώς μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια; Μια χαρά μπορώ να κοιμάμαι στη βίλα μου, δίπλα στη γυναίκα μου που έχει κώλο βολεϊμπολίστριας».

Η με τον κώλο βολεϊμπολίστριας βέβαια είναι έτοιμη να τον χωρίσει και φυσικά να του πάρει και την κόρη (ξέρεις στα αλήθεια τίποτα για τη ζωή της, τον ρωτάει, τίποτα δεν ξέρεις, λείπεις όλη μέρα). Γενικά και σε όλα δηλαδή πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, Κούλα, αλλοτριωμένος, μακριά από μας. Αλλά λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη δίκη και το δικαστικό του 80 ή του 90, έχει μήνυμα στο κινητό του. Μόλις πέθανε η μητέρα του. Αρχίζει λοιπόν η αληθινή ταινία που τελικά δεν είναι τόσο δικαστική, όσο πολύ περισσότερο είναι ταινία επιστροφής από την μεγαλόπολη στην γενέτειρα, ταινία σύγκρισης και σύγκρουσης των αξιών της μιας με την άλλη, ταινία κυρίως αντιμετώπισης των πολλαπλών οικογενειακών τραυμάτων, κλεισίματος λογαριασμών, συμφιλίωσης με το παρελθόν και όλης αυτής της τζαζ.

Επιστροφή λοιπόν σε μια κωμόπολη της Ιντιάνα, έχει να γυρίσει δεκαετίες, γιατί έχει αποξενωθεί εντελώς από τον πατέρα του, τον Ρόμπερτ Ντιβάλ, που είναι μια ζωή ο δικαστής της περιοχής, αποπνέει ηθική υπεροχή από τα μπούνια του, είναι στυλοβάτης της κοινότητας, είναι η ζωντανή της ιστορία. Αλλά με το γιο του δεν μιλιούνται, δεν θα μιλήσουν σχεδόν καθόλου και τώρα, μέχρι που ο μια ζωή δικαστής θα βρεθεί ξαφνικά κατηγορούμενος για φόνο και φυσικά όλα θα αρχίσουν να αλλάζουν, καθώς ο αποξενωμένος γιος θα γίνει ο υπερασπιστής. Σε μια σκηνή θα συζητήσουν για το ποιός ήταν ο καλύτερος δικηγόρος που έχουν δει ποτέ τους. Ο γιος θα αναφέρει κάποιον στο Σικάγο που δεν χάνει ποτέ, ο πατέρας θα μιλήσει για κάποιον ντόπιο που υπερασπίστηκε αξιοπρεπώς ένα δολοφόνο, την έχασε τη δίκη και ο δολοφόνος εκτελέστηκε, εκείνος όμως ήξερε ότι θα συνέχιζε να ζει στην κοινότητά τους και μετά τη δίκη, για αυτό προσπάθησε μόνο να υπερασπιστεί τον πελάτη του με τον ευθύ τρόπο, χωρίς κόλπα και παραθυράκια.

Η αίσθηση της κοινότητας, ο τόπος και η συνάφεια των ανθρώπων ως ηθικός κώδικας, αν στο χάσιμο της μεγαλούπολης η ανωνυμία σου επιτρέπει να κοιμάσαι τα βράδια, αν στην μεγαλούπολη το ιδανικό είναι η με κάθε τίμημα επιτυχία, εδώ στην κωμόπολη το ιδανικό είναι το να είσαι εντάξει. Και κάπως έτσι, στη δίκη του πατέρα δεν θα δούμε μια δίκη μεγαλούπολης, μια δίκη του 80 και του 90, με μεγάλα τρικ, αλλά μάλλον μια δίκη της «αγνής» «παραδοσιακής» Αμερικής, όπου αντί για τη συνήθη προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας, έχουμε μια προσπάθεια αναζήτησής της, εν ανάγκη και πιθανολόγησής της.

Σε ευχαριστούμε Τamara Ηickey: Σε ένα σωρό αμερικάνικες ταινίες όπου οι βασικοί ήρωες είναι και οικογενειάρχες, θα δούμε στο πλευρό τους τις γυναίκες τους σε ρόλο εντελώς διακοσμητικό. Θα πούνε μια ατάκα εδώ, μια πιο πέρα, να δικαιολογηθεί στοιχειωδώς η παρουσία τους, ενώ η πλοκή θα εξελίσσεται μακριά από αυτές, επικεντρωμένη στον άντρά τους και όσα του συμβαίνουν στην εκτός οικογένειας ζωή του. Εδώ η γυναίκα του Βίνσεντ Ντ’ Ονόφριο, που είναι ο μεγάλος αδελφός του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, απαλλάσσεται τελείως από αυτή την υποχρέωση και δεν θα ανοίξει ποτέ το στόμα της, δεν θα της χαριστεί μισή ατάκα, ενώ θα την δούμε να στέκεται σαν ίση προς ίσους δίπλα στους πρωταγωνιστές, ως ζωντανό ντεκόρ. Ψάχνω στα κρέντιτ και λέγεται Tamara Ηickey.  Μπράβο Ταμάρα, η παρουσία σου ήταν καταλυτική, μένοντας αμίλητη έδειξες πόσο αχρείαστο ήταν να μιλούν όλες οι πριν από σένα γλάστρες στο ανδροκρατούμενο κινηματογραφικό χόλιγουντ.

Η απρόσμενη εμφάνιση δυο ταμπού: «Ο Δικαστής» δεν διαψεύδει τις προσδοκίες. Τις σχεδόν δυόμιση ώρες του δεν θα βαρεθείς, δεν θα κοιτάξεις το ρολόι σου. Κι ενώ είναι μια ταινία τελικά μάλλον μέτρια, είναι ακριβώς αυτή η αισθητική οικειότητα για την οποία μιλήσαμε παραπάνω που την κάνει να βλέπεται ευχάριστα. Κι ωστόσο μέσα σε όλα αυτά που ξέρεις ότι θα δεις και βλέπεις, χωράνε απρόσμενα δυο φάσεις που δεν περιμένεις να δεις. Το ταμπού της ανθρώπινης φθοράς και σωματικής παρακμής, καθώς σε μια σκηνή ο Ρόμπερντ Ντιβάλ κυριολεκτικά τα κάνει πάνω του. Βλέπουμε καφέ πράγματα να φεύγουν απο το σώμα του και να πέφτουν στο πάτωμα κι απορείς πώς γίνεται να τα βλέπουμε, κι όμως τα βλέπουμε. Και το ταμπού της αιμομιξίας, καθώς σε μια στιγμή που η κόρη του Ρόμπερτ Ντάουνι τρώει παιχνιδιάρικα τα μαλλιά της δημιουργούνται συνειρμοί περίεργοι, όχι για την ίδια, αλλά πάντως ναι, για αιμομιξία. Μπορεί οι σκηνές αυτές εκτός από απρόσμενες να είναι και αταίριαστες με το όλο στυλ της ταινίας, αλλά έστω κι έτσι γίνεται εναργές ότι στο σινεμά και γενικότερα στην τέχνη είναι αυτό που ξεφεύγει από την πεπατημένη που μας εντυπώνεται.

Και τέλος ο νόμος: «Το 90% των Αμερικανών πιστεύει στα φαντάσματα και το λιγότερο απο το ⅓ στην θεωρία της εξέλιξης, αλλά όταν δώδεκα άνθρωποι συγκροτούν ένα σώμα ενόρκων συνήθως αποδίδουν δικαιοσύνη» λέει ο Ντάουνι. «Ο νόμος είναι το μόνο πράγμα που έχει ακόμη τη δύναμη να μας κάνει ίσους» θα πει κι ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον. Ωραίες οι θεωρίες, αλλά..  Πέραν από τα αλλά, μερικές θεωρίες είναι αυτοτελώς ωραίες.

Πηγή