By Plasticobilism
Σαν σήμερα πριν από 55 χρόνια ακριβώς, στις 26 Οκτωβρίου 1961, δολοφονήθηκε ο Στέφανος Βελδεμίρης από όπλο χωροφύλακα.
Πρόκειται για έναν από τους αφανείς ήρωες, που πλήρωσαν με τη ζωή τους τα πιστεύω, την ιδεολογία και τη στάση ζωής τους, αλλά σήμερα τα ονόματά τους είναι παντελώς άγνωστα και ξεχασμένα.
Όχι, όμως, απ’ όλους.
Και να ήθελα να ξεχάσω τον Βελδεμίρη και την ιστορία του δεν μπορώ, αφού το σημείο όπου δολοφονήθηκε απέχει μόλις ένα λεπτό από το σπίτι μου.
Πριν από τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο “Περικλής”, δηλαδή το σχέδιο με στόχο την άσκηση συστηματικής βίας για τη μείωση της επιρροής της ΕΔΑ και την συνακόλουθη αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος προς όφελος της ΕΡΕ, σχέδιο το οποίο είχαν καταρτίσει κρατικές υπηρεσίες και παρακρατικοί μηχανισμοί.
Με την προκήρυξη των εκλογών, στις 20 Σεπτεμβρίου 1961, άρχισαν οργανωμένα επεισόδια εναντίον της ΕΔΑ, τα οποία έλαβαν τεράστια έκταση και κορυφώθηκαν με τις δολοφονίες των δύο στελεχών της Νεολαίας της ΕΔΑ.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1961, ο Βελδεμίρης μαζί με τον στενό του φίλο και σύντροφό του στη Νεολαία της ΕΔΑ, Μόρφη Στεφούδη, μπαίνουν σε ένα ταξί και σπορπούν προκηρύξεις της αριστεράς στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, καλώντας το λαό να αντισταθεί στις εκλογές της βίας και νοθείας της 29ης του μηνός.
Οι δύο σύντροφοι περνούν από διάφορες συνοικίες και όταν φτάνουν στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης, ο δολοφόνος αστυνομικός πυροβολεί κατά του αυτοκινήτου. Δυο σφαίρες βρίσκουν το Βελδεμίρη στο πίσω μέρος του κεφαλιού και πέφτει νεκρός στην αγκαλιά του συντρόφου του Μ. Στεφούδη. Η κηδεία του δολοφονημένου αγωνιστή γίνεται σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας, νύχτα κατά παράβαση κάθε θρησκευτικού κανόνα και ενώ η αστυνομία αρνείται στους γονείς του νεκρού να παρευρεθούν. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες οργισμένου λαού έξω από το νεκροταφείο φωνάζουν επί ώρες και επαναλαμβανόμενα: “Δολοφόνοι”.
Ο Στέφανος Βελδεμίρης ήταν μόλις 24 ετών.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για την οικογένεια του εκλιπόντος το ποίημα: “Ωδή στον Στέφανο Βελδεμίρη”.
Το ποίημα αυτό του Ρίτσου ήταν ανέκδοτο.
“Στέφανε, αγκαθοστέφανε,
το αγκάθινο στέφανο
στο μέτωπό σου
πελώριο φωτοστέφανο
στους κροτάφους του σύμπαντος.
Στέφανε, αιματοστέφανε,
τα ματωμένα 24 χρόνια σου,
24 απέραντα χρώματα
στον ορίζοντα.
Στέφανε, αστεροστέφανε,
έκλαψε η νύχτα όλα τα αστέρια της στο γυμνό σώμα σου.
ενώ μεσ’ απ’ τα σταυρωμένα χέρια σου το περιστέρι της νεότητάς σου
έφευγε μεταφέροντας
τ’ άσπρο και ρόδινο στέφανο
για της αυγής το μέτωπο.
Στέφανε, αστέφανε,
στεφανωμένε της αιωνιότητας,
επάνω στο μικρό τραπέζι σου
με το σφυρί, την πένσα και το κατσαβίδι σου
μαδάνε τα πορτοκαλάνθια τους οι μέρες μας.
Στέφανε, εργατοστέφανε,
η πέτσινη τσάντα σου
με τα εργαλεία της δουλειάς σου
και με το περιγιάλι της Θεσσαλονίκης σου
σα μια κουλούρα συρματόσκοινο
στου φεγγαριού το χέρι απόψε κρέμεται.
Και δε φοβόμαστε πια, Στέφανε
μη και κοπεί το φως
μη κι απομείνουμε στη μέση
καθώς διαβάζουμε τον ύμνο της ελευθερίας
που υπέγραψες με το αίμα σου.
Στέφανε, φωτοστέφανε,
με τη γαλάζια φόρμα σου
τη σκάλα της αθανασίας ανέβηκες
και ορθός με το λαμπρό ατσαλινό σου μεσ’ απ’ τις σιωπηλές πληγές μας πέρασες
το ασύντριφτο καλώδιο
για το μεθαυριανό
ηλεκτροφωτισμό του Κόσμου Στέφανε”.