Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης – όπως ήταν το πραγματικό του όνομα – γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα, όπου το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής μέσω του περιοδικού «Νέα Γράμματα» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, παρά τις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε.
Ο Ελύτης κατόρθωσε ωστόσο να τις υπερνικήσει και να συμβάλλει αποτελεσματικά στην ποιητική αναμόρφωση της χώρας, από τις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τις μέρες μας.
Το 1937, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Με το ξέσπασμα του πολέμου υπηρέτησε ως υπολοχαγός, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας παρέμεινε ενεργός, εκδίδοντας επιτυχημένες ποιητικές συλλογές και δοκίμια για τη σύγχρονη ποίηση και άλλα καλλιτεχνικά ζητήματα.
Το Νοέμβριο του 1943, εκδίδεται η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης διετέλεσε δύο φορές Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1945-46 και 1953-54), ύστερα από σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Τις περιόδους 1948-1952 και 1969-1972 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε διαλέξεις φιλολογίας και λογοτεχνίας στη Σορβόννη. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες όπως οι Reverdy, Breton, Tzara, Ungaretti, Matisse, Picasso, Chagall, Giacometti. Το 1948 αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στις Παγκόσμιες Συναντήσεις της Γενεύης, το 1949 στο Ιδρυτικό Συνέδριο της Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Τέχνης στο Παρίσι και το 1962 στο Incontro Romano della Cultura στη Ρώμη.
Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1979 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία», ανέφερε η απόφαση της απονομής του βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία. Τον επόμενο χρόνο, ο Ελύτης καταθέτει το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ ακολουθούν τιμητικές διακρίσεις όπως η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσι και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη εκφράζει ένα ευρύ φάσμα. Σε αντίθεση με άλλους, δεν στράφηκε προς την αρχαία Ελλάδα ή το Βυζάντιο, αλλά αφιερώθηκε στο σύγχρονο ελληνισμό, πάνω στον οποίο επιχείρησε να καταστήσει σημαντική τη μυθολογία και τους θεσμούς. Βασικός του στόχος ήταν να απαλλάξει τη συνείδηση των ανθρώπων από αδικαιολόγητες μεταμέλειες, να συμπληρώσει τα φυσικά στοιχεία μέσω ηθικών δυνάμεων, να πετύχει τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην έκφραση και να κατορθώσει τελικώς να προσεγγίσει το μυστήριο, «τη μεταφυσική του φωτός», σύμφωνα με το δικό του ορισμό. Ο Οδυσσέας Ελύτης πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς.
Ο Ελύτης διαβάζει το Άξιον Εστί
«Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου, έδωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ’αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί», είχε πει ο μεγάλος ποιητής για το έργο του που σημάδεψε την ελληνική και παγκόσμια ποίηση.