Οι Απεργίες της Σύρου το 1879 ήταν οι πρώτες κινητοποιήσεις εργατών στην ιστορία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 1879 και έληξαν με την ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών από την εργοδοσία.
Η Σύρος, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ήταν πρωτοπόρα στην εμπορική και στη ναυτιλιακή ανάπτυξη. Αποτελεί και πρωτοπόρο στην αφετηρία των εργατικών αγώνων στην Ελλάδα. Οι απεργίες του 1879, είναι οι πρώτες στην χώρα μας και στο εξωτερικό. Οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες του Σικάγο που είναι οι γνωστότεροι και αυτούς γνωρίζει ο κόσμος καταγράφονται το 1881. Και όμως, η Σύρος πρωτοπορούσε και στους εργατικούς αγώνες για τα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα των εργαζόμενων. Ο λόγος είναι ότι η Σύρος ήταν η μοναδική ελληνική πόλη της εποχής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργατούπολη γνώστη σε όλο τον κόσμο ως κύριο εμπορο-ναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο της Μεσογείου.
Κατά τη δεκαετία του 1870 διέθετε ήδη οργανωμένο ναυπηγείο στο οποίο απασχολούνταν 1.500 εργάτες, όπως και βυρσοδεψεία, με 500 εργαζόμενους. Μάλιστα στην Ερμούπολη, στις 14 Φεβρουαρίου του 1879, ημέρα Τετάρτη, 400 με 500 εργάτες του Ναυπηγείου της Σύρου, ύστερα από πολυήμερες συζητήσεις και ζυμώσεις ίδρυσαν, ενώπιον συμβολαιογράφου, το πρώτο εργατικό σωματείο στα χρονικά, με την επωνυμία «Αδελφικός Σύλλογος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου».
Οι οικονομικές συνθήκες της εποχής είχαν επιδεινωθεί μετά το ξέσπασμα της νομισματικής κρίσης που εξανέμισε σχεδόν ολοκληρωτικά την αξία των ήδη εξευτελιστικών ημερομισθίων με τα οποία αμείβονταν οι εργάτες του νησιού. Επιπλέον οι συνθήκες εργασίας ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικές για αυτούς, καθώς υποχρεώνονταν να εργάζονται περισσότερο από 12 ώρες ημερησίως, ενώ υπήρχε και η λεγόμενη «αγγαρεία» της Κυριακής, βάσει της οποίας αναγκάζονταν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους επί 2ωρο και μάλιστα αμισθί.
Κατά την περίοδο αυτή οι συναλλαγές στη Σύρα γίνονταν με ξένα νομίσματα, κυρίως ρωσικά αλλά και τουρκικά. Η δραχμή, όπου έκανε την εμφάνισή της, κυκλοφορούσε υπερτιμημένη κατά 18%. Μέχρι το 1879 υπερτιμημένα κυκλοφορούσαν και τα ξένα νομίσματα. Η υπερτιμημένη αυτή αξία των νομισμάτων με την οποία γίνονταν οι καθημερινές συναλλαγές, ονομαζόταν «αγοραία διατίμηση». Εντούτοις, το κράτος και η Εθνική Τράπεζα, στις συναλλαγές τους με τους πολίτες λάμβαναν υπόψην την πραγματική τιμή των νομισμάτων και της δραχμής κι αυτό αποκαλούνταν «βασιλική διατίμηση». Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές διατιμήσεις ήταν πριν το 1879 γύρω στο 2% με 5%.
Η νομισματική κρίση είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών και τις απεργίες. Συγκεκριμένα, η αγοραία αξία των ξένων νομισμάτων (του τουρκικού και του ρωσικού) υποτιμήθηκε μέχρι και 27%. Κι ενώ οι εργάτες συνέχισαν να πληρώνονται με βάση την αγοραία διατίμηση, οι έμποροι ήθελαν να πωλούν με βάση τη βασιλική διατίμηση, παίρνοντας δηλαδή υπόψη την πραγματική κι όχι την πλασματική αξία των νομισμάτων. Το αποτέλεσμα είναι οφθαλμοφανές. Τα μεροκάματα έχασαν μέχρι και 27% της αξίας τους, ενώ οι τιμές αυξήθηκαν κατά 27%. Στην πραγματικότητα, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 50%.
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1879 οι εργάτες του ναυπηγείου της Σύρου ξεκίνησαν απεργία, η οποία κράτησε επί μια εβδομάδα και τερματίσθηκε με την αποδοχή των αιτημάτων τους από τη διοίκηση της εταιρείας.
Τα αιτήματα των εργατών
- Τα ημερομίσθια να πληρώνονται σε νομίσματα της διατιμήσεως (δραχμή)
- Το ημερομίσθιο να μείνει ως έχει αλλά ν’ αναπληρωθεί η απώλεια του 27%, επιβαρύνοντας εξίσου τον εργοδότη και τον εργαζόμενο.
- Να καταργηθεί η λεγόμενη «κουτουράδα» (κατ’ αποκοπή συμφωνία για εργασία)
- Να διανεμηθεί η εργασία, όση και εάν είναι, με τρόπο ώστε άπαντες οι εργάτες να εργάζονται αναλόγως (με σημερινούς όρους θα λέγαμε να μην υπάρχουν εργαζόμενοι πλήρους και μερικής απασχόλησης στον ίδιο χώρο).
- Να ελαττωθούν οι ώρες εργασίας (10ωρο)
- Να καταργηθεί η δίωρη κυριακάτικη εργασία, που ονομαζόταν «αγγαρεία» διότι δεν πληρωνόταν.
Σχεδόν παράλληλα, στις 21 Φεβρουαρίου ξέσπασε απεργία και των εργατών στα βυρσοδεψεία με αιτήματα την αύξηση του μεροκάματου κατά 27%, τη μείωση των καθημερινών ωρών εργασίας και την κατάργηση της «αγγαρείας».
Η κινητοποίηση οδήγησε γρήγορα σε αιματηρά επεισόδια, που άρχισαν με συγκρούσεις μεταξύ απεργών και απεργοσπαστών και κατέληξαν στο θάνατο ενός αστυνομικού, που κτυπήθηκε από πέτρα στο κεφάλι. Η σύρραξη τερματίσθηκε με την επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων που κλήθηκαν με παράκληση του νομάρχη απ’ την Αθήνα, αλλά η απεργία δεν διακόπηκε, έως ότου, μια εβδομάδα αργότερα, ύστερα από συμβιβαστική λύση.
Οι εργάτες, έγραφε η «Πατρίς»19, «επανήλθον εις τα έργα των, με μικράν αύξησιν των ημερομισθίων, ουχί όμως εκείνην ην διά της απεργίας αυτών ήθελαν να επιβάλωσιν».
Μόλις όμως επέστρεψαν στη δουλειά τους οι ναυπηγοί άρχισαν να απολύουν τους πρωταίτιους της απεργίας και αρκετούς άλλους, κάνοντας ταυτόχρονα νέες προσλήψεις και καταπατώντας τα συμφωνηθέντα. Έτσι, στις 27 Φεβρουαρίου οι εργάτες των ναυπηγείων κατέβηκαν σε νέα απεργία που κράτησε τρεις με τέσσερις μήνες, χωρίς όμως να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα υπέρ τους.
Με τους εργάτες των βυρσοδεψείων τα πράγματα πήραν δυναμικότερη μορφή. Εκδηλώθηκε προσπάθεια να δουλέψουν τα βυρσοδεψεία με απεργοσπάστες που όμως απέτυχε, υπήρξε σύγκρουση με την αστυνομία και ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής του κράτους με μεταφορά από την Αθήνα 50 σκαπανέων, πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις, εντάθηκε η τρομοκρατία αλλά το απεργιακό κίνημα δεν υποχώρησε και μετά από μία βδομάδα αγώνων κατάφερε να επιβάλει τα αιτήματά του.
Μόλις όμως οι εργάτες σταμάτησαν την απεργία κι επέστρεψαν στη δουλειά τους, οι εργοδότες «δεχθέντες κατ’ εκλογήν τους αναγκαιούντας εργάτας, απέβαλλον τους λοιπούς. Ούτω μέγας αριθμός εργατών, μείνας άεργος, εξεπατρίσθη εις Κωστάντζαν, Οδησσόν, Χίον και Αλεξάνδρειαν».
- με πληροφορίες από 902, kar, logotypos & efsyn