του Νικήτα Φεσσά
Τι συμβαίνει στις γυναίκες όλων των μάτσο ανδρών γκάνγκστερ στις ταινίες heist όταν η ληστεία δεν πάει καλά (hint: στο Χόλιγουντ πάει σχεδόν πάντοτε καλά);
Αυτό φαίνεται να αναρωτήθηκαν αρχικά ο σκηνοθέτης του Hunger και του 12 Χρόνια Σκλάβος (πέντε χρόνια πριν), Steve McQueen, και η σεναριογράφος του Gone Girl, Gillian Flynn που προσπαθούν με τις Χήρες (μια διασκευή τηλεοπτικής σειράς της δεκαετίας του ’80 για το βρετανικό ITV, βασισμένης σε μυθιστόρημα της Lynda La Plante) να δώσουν ένα ρεαλιστικό(τερο) Ocean’s 8, με πολιτικά μηνύματα.
Το αποτέλεσμα είναι μεν στιλάτο, και η σκηνοθεσία ενίοτε ευρηματική (βλ. τη σκηνή της συνομιλίας στο αυτοκίνητο), αλλά ταυτόχρονα πλαδαρό σε διάρκεια, βεβιασμένο εκεί που δεν θα έπρεπε, επεισοδικό, αποσπασματικό και άνισο (συχνά μοιάζει με συρραφή σκηνών, κάποιες – όπως οι υπερβολικά σαδιστικές — εκ των οποίων μοιάζουν αχρείαστες, ή σαν να ανήκουν σε άλλη ταινία), επιτηδευμένο όσον αφορά τα φυλετικά και εμφύλα politics (μοιάζει σαν να ‘τικάρει’ κουτάκια για να καλύψει όλα τα ‘hot’ θέματα — έμφυλη βία: τσεκ, φυλετική βία: επίσης τσεκ, αστυνομική βία, εμπορευματοποίηση γυναικείου σώματος: τσεκ και τσεκ), με pulp λουστραρισμένη επιφάνεια και cheesy ατάκες σαπουνόπερας, και εν τέλει παραδόξως, όπως και το Shame του ίδιου σκηνοθέτη, το λιγότερο ιδεολογικά αμφιλεγόμενο και προβληματικό, αν οχι αντιδραστικό.
Επίσης, εάν κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι επίτηδες γραμμένοι να συμπεριφέρονται ανακόλουθα όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, τότε ΟΚ. Εάν όμως ο σκοπός ήταν ένα ρεαλιστικό heist φιλμ (βλ. το πρόσφατο American Animals), η εξωφρενική, όσο και κλισέ ανατροπή σχεδόν εξανεμίζει και αυτή την προοπτική.
Οι αστυνομικές, οι νουάρ και οι heist ταινίες είχαν ανέκαθεν, και ήδη από την κλασική εποχή, τα politics τους, φυλετικά, έμφυλα, κ.ό.κ. Ήταν απλώς πιο nuanced, και λιγότερο διδακτικά και «στα μούτρα σου». Επίσης εξυπηρετούσαν την ιστορία (από τα πιο ‘σύγχρονα’, βλέπε, π.χ., το Heat του Michael Mann, το The Wire, για να μην πιάσουμε Chester Himes, Walter Mosley, John Singleton, και τόσους άλλους), ενώ εδώ γίνεται το ανάποδο, πράγμα όχι απαραίτητα κακό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το είδος γίνεται ένα αδύναμο κέλυφος – ένα πρόβλημα είναι ο φιλόδοξος ευρύτερος καμβάς (όταν το είδος αυτό ευδοκιμεί στο ‘μικρό’ και πιο περιορισμένο, και στη συνεκδοχή ή τη μετωνυμία), και το πολιτικό μήνυμα που δεν είναι αρκετά δυνατό, εκεί που θα έπρεπε και θα περίμενε κανείς να είναι.
Με τη σαρωτικά και σχεδόν εφηβικά απλουστευτική ματιά στη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα (π.χ., των όπλων), κοινωνία, και πολιτική κατάσταση, Οι Χήρες μοιάζουν αφενός με τη διαμεσολαβημένη εντύπωση που έχει ένας Bρετανός – όπως είναι ο σκηνοθέτης – για την Αμερική αποκλειστικά από τα λίμπεραλ M.M.E. όπως ο Guardian, ή από τηλεοπτικές σειρές, και αφετέρου δίνουν την εντύπωση ότι πασχίζουν να είναι το ‘σκεπτόμενο’/auteur blockbuster που οι λίμπεραλ κριτικοί θα λατρέψουν (και όντως, στη συντριπτική τους πλειονότητα έγραψαν διθυράμβους), χωρίς όμως συγκεκριμένο κινηματογραφικά λόγο – ο βασικός λόγος ύπαρξης της ταινίας μοιάζει να είναι η ‘ποιοτική’/ersatz-‘κουλτουρέ’ κεφαλαιοποίηση ενός συνδυασμού της πλατφόρμας του ‘Me Too’ και του ‘Black Lives Matter’, εντελώς κενωμένων από οποιονδήποτε ριζοσπαστισμό.
Επίσης, εάν ο σκηνοθέτης και (συν)σεναριογράφος ήθελε να μας πει όχι τόσο ότι το προσωπικό είναι πολιτικό (κατά το διάσημο φεμινιστικό σύνθημα της δεκαετίας του ’60), αλλά μάλλον ότι το πολιτικό είναι προσωπικό, τότε θα έπρεπε να δώσει πολύ περισσότερο βάθος τόσο στους γυναικείους (π.χ., η Viola Davis υποδύεται μια δασκάλα που, αν και ζει σε ένα παλάτι, δεν ανακατεύεται ‘ποτέ στις τις μπίζνες του [μαφιόζου] συζύγου’ της, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και με λίμπεραλ όρους εκπροσώπησης η ταινία μάλλον υπολείπεται, καθώς για μια ακόμη φορά άνδρας σκηνοθετεί και συν-γράφει γυναικείους χαρακτήρες), όσο και στους μαύρους χαρακτήρες, τους οποίους αναπαριστά σε μεγάλο βαθμό απλώς να ‘σκοτώνονται μεταξύ τους’, όπως παρατηρεί ένας (προνομιούχος λευκός) χαρακτήρας, ή να είναι διεφθαρμένοι και κυνικοί (βλ. τον γκάνγκστερ υποψήφιο για τη δημαρχία του Σικάγο, τον πουλημένο αιδεσιμότατο, κλπ.).
Άλλες φορές η (υπό διαφορετικές συνθήκες καλοδεχούμενη) ειρωνεία του να βάζεις έναν μαύρο, μη προνομιούχο γυναικείο χαρακτήρα να λέει πικρά ότι πλέον είναι ‘ενδυναμωμένη επιχειρηματίας’ μοιάζει να υποσκάπτει ακόμη περισσότερο την όποια εν δυνάμει προοδευτική ιδεολογική ατζέντα της ταινίας.
Το (όχι και τόσο λεπτό) λίμπεραλ πατρονάρισμα ανιχνεύεται και στη σκηνή της αγοράς όπλων, με τον ανώνυμο εύπιστο γυναικείο, λευκό, butch, ‘redneck’ χαρακτήρα.
Αν και ο McQueen χειρίζεται άρτια τις σκηνές δράσης, Οι Χήρες ίσως θα δούλευαν καλύτερα ως αντι-heist ταινία, όπως αυτές που κάνουν οι αδερφοί Κοέν, και οι ηρωίδες του ως αντι-ηρωίδες, όπως ο χαρακτήρας της Frances McDormand στο περσινό Τρεις Πινακίδες Έξω Από το Έμπινγκ στο Μιζούρι ή οι πρωταγωνίστριες του Bound των αδερφών Watchowski 20 χρόνια πριν, και λιγότερο ως μπλοκμπάστερ ‘με μισή καρδιά’, που πρέπει να κρατήσει οπωσδήποτε και το mainstream ‘entertainment value’ του ανέπαφο.
O δε χαρακτήρας της ατσάλινης Viola Davis ως απρόθυμης κληρονόμου της μίνι εγκληματικής αυτοκρατορίας του μακαρίτη συζύγου της είναι η άλλη όψη του νομίσματος του χαρακτήρα που υποδύεται η Alfre Woodard στο τηλεοπτικό Luke Cage, αλλά στην πράξη είναι παρόμοια γραμμένος, και παιγμένος με μικρές διαφορές.
Στα συν της ταινίας του McQueen τα βαριά ονόματα στο καστ (εκτός από την Davis, παρελαύνουν οι: Liam Neeson, Colin Farrell, Robert Duvall, και Jacki Weaver), συν μερικά ανερχόμενα ταλέντα (Elizabeth Debicki, Daniel Kaluuya), πολλά από τα οποία όμως εδώ χαραμίζονται (μεγαλύτερες ‘χαμένες’ οι Michelle Rodriguez και Cynthia Erivo) ή περιορίζονται ουσιαστικά σε cameos (John Bernthal, Manuel Garcia-Rulfo), καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται αρκετά ή καθόλου, και άλλοι εξαφανίζονται στην πορεία, με τ@ν θεατ@ να αναρωτιέται τι απέγιναν.
Αγωνιώδης η μουσική του Hans Zimmer.
Βαθμολογια 3,5/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία