Οι ΗΠΑ αντέδρασαν (στην πανδημία) όπως το Πακιστάν και η Λευκορωσία –χώρες με διαλυμένες υποδομές και δυσλειτουργική κυβέρνηση- οι ηγέτες των οποίων είναι αρκετά διεφθαρμένοι ή ηλίθιοι για να αντιμετωπίσουν την δυστυχία του πληθυσμού.
Το σχόλιο θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια φιλοκυβερνητική εφημερίδα του Ιράν ή της Βόρειας Κορέας, αλλά δημοσιεύτηκε στο έγκριτο αμερικανικό περιοδικό The Atlantic και φέρει την υπογραφή του γνωστού αρθρογράφου και συγγραφέα, Τζορτζ Πάκερ. Και αν, το να αποκαλείς τον πρόεδρο των ΗΠΑ «διεφθαρμένο ή ηλίθιο», δεν αρκούσε, ο Πάρκερ συνέχισε, συγκρίνοντας τον Ντόναλντ Τραμπ με τον δωσίλογο Φιλίπ Πεταίν, που ηγήθηκε της φιλοναζιστικής κυβέρνησης του Βισύ στην κατεχόμενη Γαλλία. «Όπως η Γαλλία του 1940 έτσι και η Αμερική του 2020», γράφει ο Πάκερ, «παγιδεύτηκε σε μια κατάρρευση η οποία ξεπερνά σε βάθος και σε μέγεθος τον αποτυχημένο ηγέτης της».
Το Atlantic δεν είναι το μόνο έντυπο που τολμά πλέον να αποκαλεί τις ΗΠΑ failed state (αποτυχημένο κράτος) και να αμφισβητεί ευθέως τις αρχηγικές ικανότητες του προέδρου. Εδώ και αρκετές ημέρες, το CNN αρνείται να μεταδώσει απευθείας τις συνεντεύξεις Τύπου του Τραμπ, καθώς θεωρεί ότι θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Προτιμά, λοιπόν, να μεταφέρει τα λεγόμενά του με μια μικρή καθυστέρηση, ώστε οι δημοσιογράφοι να έχουν τον χρόνο να αντικρούσουν τα δεκάδες fake news. Παραδόξως, η συγκεκριμένη πρακτική ξεκίνησε από τη δημόσια ραδιοφωνία των ΗΠΑ, και, συγκεκριμένα, το ραδιοφωνικό σταθμό KUOW του Σιάτλ, ο οποίος κατηγορούσε τον πρόεδρο για «επαναλαμβανόμενες, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, η ορθότητα των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής μετάδοσης».
Όποια άποψη και αν έχει κάποιος για το δικαίωμα ή την υποχρέωση των ΜΜΕ να παρουσιάζουν τις δηλώσεις του εκλεγμένου προέδρου μιας χώρας (όταν αυτές αποδεδειγμένα μπορεί να βλάψουν το κοινωνικό σύνολο), είναι γεγονός ότι, τέτοιου είδους κινήσεις και σχόλια, φαίνεται να επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ θυμίζουν πλέον ένα failed state. Το γεγονός, λόγου χάρη, ότι Γερμανοί αξιωματούχοι έφτασαν να κατηγορούν δημοσίως την Ουάσιγκτον για «κρατική πειρατεία», ύστερα από την κλοπή υγειονομικού εξοπλισμού, αποδεικνύει, ταυτόχρονα, την στρατιωτική ισχύ της μοναδικής υπερδύναμης (με την οποία επιβάλλει τη θέλησή της), αλλά και την ηθική της κατάπτωση στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Κατάρρευση εντός και εκτός
Οι πρόσφατες καταστροφικές επιλογές του αμερικανικού κράτους έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά δεδομένων, τα οποία, άλλοτε με συμβολικό και άλλοτε με απόλυτα πρακτικό τρόπο, αποδείκνυαν ότι οι ΗΠΑ βιώνουν τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Το αστρονομικό φοιτητικό χρέος του 1,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η εξάρτηση από τα οπιούχα φάρμακα, που σκοτώνει κάθε ημέρα τουλάχιστον 200 πολίτες, η απροθυμία ή αδυναμία συντήρησης βασικών έργων υποδομής, όπως γέφυρες και φράγματα, ήταν μερικά μόνο από τα σημάδια της παρακμής. Μέχρι στιγμής, όμως, η κατάσταση στο εσωτερικό δεν επηρέαζε το κύρος της χώρας στο εξωτερικό.
Τώρα, «καθώς οι ΗΠΑ αδυνατούν να ηγηθούν στη μάχη απέναντι στην πανδημία, χάνουν το κύρος της υπερδύναμης – και αυτό ίσως να μην ανακτηθεί ποτέ», έγραφε πρόσφατα στον Independent o συγγραφέας και δημοσιογράφος, Πάτρικ Κόκμπερν. Για τον ίδιο, η αμερικανική ηγεμονία εισέρχεται σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή κάθε αυτοκρατορίας, όπου ένα περιστατικό φανερώνει σε όλους την βαθύτερη αδυναμία της να ηγηθεί – όπως παραδείγματος χάριν ήταν η Κρίση του Σουέζ για τη βρετανική αυτοκρατορία.
Ζει ο βασιλιάς δολάριο;
Σχεδόν όλοι οι αναλυτές συμφωνούν, ότι ο κόσμος που θα προκύψει μετά το τέλος της πανδημίας, θα έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά:
- σαφή περιορισμό της οικονομικής παγκοσμιοποίησης
- μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανατολή
Σε αυτές τις συνθήκες οι δομικές αδυναμίες του αμερικανικού κράτους ενδέχεται να έρθουν στην επιφάνεια με τραγικό τρόπο.
Φτάσαμε, όμως, πραγματικά, στο σημείο όπου οι ΗΠΑ αποτελούν ένα πραγματικό failed state στο εσωτερικό, αλλά και το εξωτερικό; «Όχι τόσο γρήγορα», φαίνεται να απαντά με πρόσφατη ανάλυσή του ο Άλεξ Καλίνικος, καθηγητής ευρωπαϊκών σπουδών στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ο Τραμπ, εξηγεί ο Καλίνικος, δεν θέλει να παίξει τον ηγετικό ρόλο που έπαιξε ο Τζορτζ Μπους και ο Μπαράκ Ομπάμα στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επιχειρήσεις και κράτη αναζήτησαν, για άλλη μια φορά, ασφαλές καταφύγιο στο δολάριο, το οποίο σύμφωνα με τον Καλίνικος αποτελεί έναν από τους δυο πυλώνες της αμερικανικής ισχύος, μαζί με το Πεντάγωνο.
Η αμερικανική κεντρική τράπεζα, σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, ήταν έτοιμοι να προσφέρουν την ρευστότητα σε δολάρια που ζητούσε το παγκόσμιο χρηματοποστωτικό σύστημα – κάτι που ο μεγαλύτερος αντίπαλος της αμερικανικής οικονομίας, η Κίνα, δεν μπορούσε να κάνει με το δικό του νόμισμα.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο Μάικλ Πέτις, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Πεκίνου, έβλεπε το ίδιο ακριβώς ποτήρι όχι μισογεμάτο, αλλά μισοάδειο.
«Καθώς το μερίδιο των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται» υποστήριξε σε πρόσφατη ανάλυσή του «θα είναι πολύ δύσκολο για την Αμερική να συνεχίσει να παίζει το δύσκολο ρόλο της κεντρικής τράπεζας ολόκληρου του πλανήτη».
Όπως γράψαμε και την περασμένη εβδομάδα, οι εξελίξεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν όσους υποστηρίζουν ότι μια πανδημία δεν μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση της ιστορίας, αλλά μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξή της. Η αμερικανική αυτοκρατορία βρίσκεται, εδώ και χρόνια, σε φάση οικονομικής παρακμής, την οποία αντισταθμίζει μόνο με την στρατιωτική ισχύ του Πενταγώνου. Το ερώτημα είναι εάν ο κορονοϊός θα φέρει τόσο πιο γρήγορα την πτώση, ώστε ο 21ος αιώνας να μην είναι τόσο αμερικανικός όσο ήταν ο 20ος.
Διαβάζουμε από τον Άρη Χατζηστεφάνου για το sputniknews.gr