Άγνωστες πτυχές από το κολαστήριο του Άουσβιτς συνεχίζουν να έρχονται στο φως. Η ιστορικός Λούσι Άντλινγκτον αποκαλύπτει στοιχεία για κρατούμενες που έραβαν πολυτελή ρούχα για συζύγους ναζί.
«Οι μοδίστρες του Άουσβιτς» (Τhe dressmakers of Auschwitz). Ο τίτλος του νέου βιβλίου της Βρετανίδας ιστορικού Λούσι Άντλινγκτον που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 28 Σεπτεμβρίου, προκαλεί απορία αλλά και σοκ. Η Άντλινγκτον, μιλώντας στην DW από το Λονδίνο, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι όλα ξεκίνησαν όταν άρχισε να αναζητά αρχεία για τη ζωή των γυναικών τη δεκαετία του 1930 και 1940. Κάπου έπεσε πάνω σε μια αναφορά «για ένα σαλόνι μόδας στο Άουσβιτς», χωρίς όμως παραπάνω πληροφορίες.
Κάπως έτσι άρχισε να αναζητά περισσότερα στοιχεία για τις μοδίστρες του Άουσβιτς. Στην αναζήτηση αυτή ήρθε αντιμέτωπη με σοκαριστικές μαρτυρίες ανθρώπινης εκμετάλλευσης αλλά και ιστορίες επιβίωσης και αντίστασης.
Το ναζιστικό «ανώτερο στούντιο ραπτικής»
Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, η σύζυγος του ναζί διοικητή του στρατοπέδου εξόντωσης, διηύθυνε στο Άουσβιτς «σαλόνι μόδας», στο οποίο δούλευαν κρατούμενες. Γνωστό ως «ανώτερο στούντιο ραπτικής» (Obere Nähstube), το ραφείο αυτό σχεδίαζε ρούχα υψηλής ραπτικής για την ναζιστική ελίτ. Η Λούσι Άντλινγκτον το αποκαλεί «αποτρόπαιη διαστροφή», ένα περιβάλλον που έμοιαζε φυσιολογικό περιβεβλημένο από τις θηριωδίες των ναζί.
Οι ναζί από νωρίς πίστευαν στη δύναμη των ρούχων και τους προσέδιδαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Το καταλαβαίνει κανείς αν προσέξει τις ναζιστικές στολές μέχρι την υψηλή ραπτική της εποχής, παρατηρεί η Άντλινγκτον. Η Μάγδα Γκέμπελς, σύζυγος του υπουργού Προπαγάνδας του Χίτλερ, Γιόζεφ Γκέμπελς, δεν δίσταζε μάλιστα να φορά εβραϊκές δημιουργίες. «Η απόλυτη αποσύνδεση με την πραγματικότητα. Οι σύζυγοι των μελών των SS να λένε σε βρώμικες κρατούμενες με κουρελιασμένα ρούχα: ‘Αγαπητή μου, φτιάξε μου ένα νέο φόρεμα!»
Αγώνας επιβίωσης μέσα στη θηριωδία
Η Άντλινγκτον είχε ελάχιστα στοιχεία όταν ξεκίνησε την έρευνά. Μόνο μερικά, διάσπαρτα ονόματα: Ιρένε, Ρενέ, Χουνία, Μιμή κλπ. Πολλές είχαν παρατσούκλια ή άλλαζαν τα ονόματά τους μετά τον γάμο. Ορισμένες μετά τον πόλεμο πήραν εβραϊκά ονόματα. Η Άντλινγκτον μάλιστα το 2017 έγραψε ένα σχετικό μυθιστόρημα με τίτλο «Η κόκκινη κορδέλα». Χωρίς τότε να έχει συγκεντρώσει πολλά στοιχεία, η ίδια φαντάστηκε την ιστορία με πρωταγωνίστριες τέσσερες γυναίκες, την Ρόουζ, την Έλλα, την Μάρθα και την Κάρλα. Το συγκλονιστικό όμως ήρθε λίγο μετά τη δημοσιεύση του μυθιστορήματος. Άγνωστες γυναίκες άρχισαν να έρχονται σε επαφή μαζί της, αναγνωρίζοντας στην αφήγησή της συγγενικά τους πρόσωπα. «Ήταν η γιαγιά μου, η θεία μου, η μαμά μου» έλεγαν κάποιες.
Τα τηλεφωνήματα οδήγησαν την Άντλινγκτον στο Σαν Φρανσίσκο, όπου συνάντησε μια επιζήσασα μοδίστρα του Άουσβιτς, την Μπράχα Κοχούτ, ετών 98. Για την ίδια όπως και πολλές συγκρατούμενές της, η «δουλειά» στο ραφείο του Άουβιτς ήταν ένας τρόπος επιβίωσης μέσα στην φρίκη. Το ραφείο λειτούργησε όμως και ως μοχλός αντίστασης. Πολλές κρατούμενες χρησιμοποίησαν την «προνομιούχα» θέση τους για να βοηθήσουν στην αντίσταση των κρατουμένων, ενώ άλλες έρχονταν σε επικοινωνία με ανθρώπους εκτός Άουσβιτς. «Μάζευαν φάρμακα και τα μοίραζαν. Έκλεβαν ό,τι μπορούσαν και κυρίως κρατούσαν το ηθικό τους ακμαίο» αναφέρει η Άντλινγκτον. Επίσης μπορούσαν να διαβάζουν κρυφά εφημερίδες και να ακούν ραδιόφωνο. Έτσι έμαθαν για την απόβαση στη Νορμανδία και την D-Day. Σύμφωνα με την Άντλινγκτον, η επικεφαλής μοδίστρα μάλιστα, ονόματι Μάρθα, ετοιμαζόταν να δραπετεύσει από το Άουσβιτς για να μιλήσει στον κόσμο για τα ασύλληπτα ναζιστικά εγκλήματα.
Όπως αναφέρει η Άντλινγκτον δεν έχουν διασωθεί ρούχα που είχαν φτιαχτεί από τις μοδίστρες του Άουσβιτς. «Υπήρχε, σύμφωνα με μαρτυρία, ένα βιβλίο παραγγελιών με πελάτες από το Βερολίνο, οι οποίοι αγόραζαν ρούχα από το Άουσβιτς. Αλλά δεν έχουν διασωθεί» λέει χαρακτηριστικά. Ωστόσο μια από τις μοδίστρες που επέζησαν έραψε αργότερα με ρετάλια από το ραφείο ένα κοστούμι για την ανιψιά της. «Η ανιψιά της μου το έστειλε. Έχω λοιπόν ένα κοστούμι φτιαγμένο από μια από εκείνες τις μοδίστρες. Κάθε φορά που το βλέπω κλαίω. Το κοστούμι αυτό όμως το έραψε για την ανιψιά της με αγάπη».
Μανάσι Γκομπαλακρισνάν
*Επιμέλεια για την DW: Δήμητρα Κυρανούδη