Ο γάλλος ιστορικός Μαρκ Φερό διατρέχει την ιστοριογραφία της Οκτωβριανής Επανάστασης, εστιάζοντας σε θέματα που την απασχόλησαν σοβαρά επί δεκαετίες: το ρόλο μενσεβίκων, εσέρων και αναρχικών, τις σχέσεις των μπολσεβίκων με τη Γερμανία, τις διαφορές μεταξύ Λένιν, Τρότσκι και Κάμενεφ όσον αφορά την έναρξη της εξέγερσης και την οικονομική ανάπτυξη στη Ρωσία του ΄17 |
Του Μαρκ Φερό
Ι. Αντιφάσεις του χθες και του σήμερα
Η σταλινική και η μετασταλινική ιστοριογραφία έχουν φιλοτεχνήσει από καιρό μια αφήγηση που αποδίδει καταστροφικό ρόλο σε άτομα και ομάδες ̶ ειδικά στους αναρχικούς, τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους. Σε ό, τι αφορά δε σημαντικές προσωπικότητες του μπολσεβικισμού, όπως ο Τρότσκι, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ και ο Σλιαπνίκοφ, αυτούς τους έχει απαξιώσει σε επίπεδο ηθικό, τους έχει εξαφανίσει όταν συμφωνούν με τον Λένιν και τους επανεμφανίζει όταν διαφωνούν. Με αντίστροφο τρόπο λειτουργεί βέβαια όσον αφορά τον Στάλιν.
H τροτσκιστική ιστοριογραφία είναι επίσης «ύποπτη» σκοπιμότητας, αλλά τουλάχιστον έχει δώσει αριστουργήματα, αν διαβάσει κανείς τις παρατηρήσεις του Stawar και αυτές του Bourdet.
Η ιστοριογραφία των εξορίστων, από την άλλη πλευρά, έχει διατυπώσει μια ερμηνεία της επανάστασης όπου η επιλογή (σ.σ.: η πολιτική επιλογή) ανήκει στους «συνωμότες». Πρόκειται για μια εξήγηση των γεγονότων του Φλεβάρη και του Οκτώβρη που θεωρούσαν λογική οι νοσταλγοί του παλαιού καθεστώτος (ancient regime) ή της «αστικής δημοκρατίας». H «υπερκριτική» μέθοδος των ώριμων ιστορικών όπως ο Miljokov, ο Melgunov και ο Katkov έδωσε δείγματα αναλύσεων περισσότερο πιθανών, ειδικά σε ό, τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ Γερμανών και μπολσεβίκων (βλ. παρακάτω). Διαιρεμένοι καθώς ήταν, ωστόσο, οι εξόριστοι μενσεβίκοι, οι σοσιαλεπαναστάτες και οι αναρχικοί δεν μπόρεσαν να αντιταχθούν στην πληθώρα αντιφατικών δημοσιεύσεων ή μαρτυριών, συχνά ανολοκλήρωτων ή καθυστερημένων.
Σήμερα κάποιες πολιτικές έχουν πεθάνει και κάποιες διαβεβαιώσεις έχουν διαψευστεί. Τις θυμάται κανείς μόνο για πληροφοριακούς λόγους. Αποδείχτηκε, έτσι, ψευδής η θέση ότι τις μέρες του Φεβρουαρίου υπήρχε πρόκληση ̶ κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Επρόκειτο απλά για σχέδιο του Προτοπόροφ, είτε για να οργανώσει την καταστολή είτε για να βοηθήσει σε μια χωριστή ειρήνευση με τους Γερμανούς. Επίσης ψευδής ήταν και η υπόθεση ότι οργανώθηκαν εξεγέρσεις με τη συνεργασία της Πρεσβειας της Μεγάλης Βρετανίας ή ότι υπήρξε συνωμοσία γαλλο-μασωνική. Έχει δε αποδειχθεί ότι, τόσο τον Απρίλιο όσο και τον Ιούλιο, οι μπολσεβίκοι αδυνατούσαν να προβλέψουν τη βία των διαδηλώσεων απέναντι στην κυβέρνηση ή το Σοβιέτ. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχαν πια ρητή πρόθεση να καταλάβουν την εξουσία με τον τρόπο αυτό. Τον Οκτώβρη ήταν διαφορετικά. Αποδείχθηκε, όμως, ότι δεν ήταν ούτε οι αναρχικοί, ούτε οι μπολσεβίκοι που οργάνωσαν τις πρώτες «αδελφοποιήσεις» με τις διαδηλώσεις στη Γερμανία, που ήταν πολύ απλές και αυθόρμητες και προέρχονταν από την πλευρά των Ρώσων (εξορίστων). Αυτό που τις ενθάρρυνε ήταν το ισχυρό γερμανικό κράτος.
Ελπίζουμε να καταδείξαμε ότι, μέχρι το Σεπτέμβρη, η επανάσταση κατόρθωσε να αντισταθεί, όχι απέναντι στις δύο εξουσίες, που γεννήθηκαν τον Φεβρουάριο, αλλά από τη μια πλευρά στην κυβέρνηση και τα Σοβιέτ, και από την άλλη στον κόσμο που ανυπομονούσε να δει να πραγματώνονται οι προσδοκίες του. Η εξέγερση του Οκτώβρη φάνηκε έτσι ως στόχος, και όχι μόνο ως πραξικόπημα μιας μειοψηφίας. Θα μπορούσε να ιδωθεί απλά ως ενέργεια μιας μειοψηφίας πολιτικών που δέχθηκαν να εκπροσωπήσουν τη βούληση της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
IΙ. Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων στην επανάσταση του Φεβρουαρίου
«Η επανάσταση μας ξάφνιασε, εμάς, τους άνδρες του κόμματος που κοιμόμασταν όπως οι παρθένες του Ευαγγελίου». Η φράση ανήκει στον σοσιαλιστή–επαναστάτη Mstislavski και δείχνει ότι καθώς τα κόμματα ήταν αποδιοργανωμένα και οι παράνομες οργανώσεις διαλυμένες, οι φασαρίες ξέσπασαν αυθόρμητα και σύντομα μετατράπηκαν σε ταραχές και στη συνέχεια σε επανάσταση.
Σύμφωνα με τον Τρότσκι, η επανάσταση προετοιμάστηκε από τη δράση παράνομων ή νόμιμων οργανώσεων, και στη συνέχεια πλαισιώθηκε από τους εργάτες και τους στρατιώτες της πρωτεύουσας. Δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά ανώνυμη. Στη συνέχεια, τα Σοβιέτ και η Επιτροπή της Δούμας πήραν την εξουσία από τις ζωντανές δυνάμεις που ολοκλήρωσαν την επανάσταση. Η σταλινική ιστοριογραφία απορρίπτει τη θέση του «ανωνύμου»: ήταν οι μπολσεβίκοι που υποκίνησαν την επανάσταση. Για τη ρωσική ιστοριογραφία των εξορίστω, πάλι, ούτε οι μπολσεβίκοι ούτε οι άλλες παράνομες οργανώσεις βρίσκονταν στην πηγή των συμβάντων του Φεβρουαρίου. Ήταν τα μέλη της εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ που σφετερίστηκαν την εξουσία τους. Μόνο η Δούμα διαδραμάτισε ρόλο πριν από το Φεβρουάριο, καθώς υποκίνησε την αντίδραση κατά του τσάρου Νικολάου Β’, παίρνοντας εν συνεχεία στα χέρια της το μέλλον της επανάστασης, με ένα Καταστατικό-Σύνταγμα της «Επιτροπής για τη διατήρηση της τάξης και των σχέσεων με τις οργανώσεις». Ομοίως, ο Κερένσκι επικαλείται την αδυναμία των παράνομων οργανώσεων, ενώ ο Μιλιούκοφ σχεδόν τις αποσιωπά. Στο τελευταίο έργο του Κάτκοφ, η δημιουργία των Σοβιέτ της Πετρούπολης αναφέρεται μόλις μετά την παραίτηση του τσάρου. Έπειτα από δέκα χρόνια, οι έρευνες της σοβιετικής ιστοριογραφίας προσανατολίζονται σε δύο κατευθύνσεις: 1) Στην ακριβή αποκατάσταση της χρονολογίας. Ο Burdzalov καταδεικνύει ότι η εκδήλωση των μπολσεβίκων, όπως αυτή αναπαράγεται στα «Ντοκουμέντα», συντάχθηκε μετά την επιτυχία της ανταρσίας, και όχι μετά την 26η Φεβρουαρίου, ο δε Leiborov επιβεβαιώνει τον αποφασιστικό ρόλο των μπολσεβίκων στις 25 Φεβρουαρίου. 2) Σε μια κοινωνιολογική μελέτη της «ανοιχτής τάξης» του 1917. Τα έργα εδώ έχουν ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να αναζητήσουν το λόγο που οι μπολσεβίκοι εκπροσωπούνταν σε τόσο μικρό βαθμό στο Σοβιέτ της Πετρούπολης (και όχι μόνο στο Γραφείο του, που συγκροτήθηκε από εκλογική διαδικασία που ενέκρινε η ολομέλεια της 27ης Φεβρουαρίου). Η αμφισβήτηση της ψηφοφορίας γίνεται κατά κόρον μετά τον Sljapnikov. Ο Ζlokazov εξετάζει εκ νέου τις μελέτες στην «Ιστορία της ΕΣΣΔ, 1964-1965», κι εκεί φαίνεται ότι υπήρχε υπο-εκπροσώπηση των μεγάλων έργων. Στον Αrtenev δεν δίνονται επαρκείς εξηγήσεις γιατί αυτά τα μεγάλα έργα επιλέχθηκαν από τους μενσεβίκους. Κατά τον Φερό, το κόμμα δίνει μια διφορούμενη εξήγηση για την ήττα του στις εκλογές. Οι υποκινητές του κινήματος, οι εργάτες στα περίχωρα, ήταν υπεύθυνοι για τη δημιουργία των τοπικών Σοβιέτ. Όμως, το απόγευμα της 27ης Φεβρουαρίου, οι μπολσεβίκοι έκλιναν προς την άμεση συγκρότηση μιας επαναστατικής κυβέρνησης. Όταν είδαν ότι στο Γραφείο του Σοβιέτ της Πετρούπολης κυριαρχούσαν μενσεβίκοι και εσέροι., προσπάθησαν να αυξήσουν τα μέλη τους, αλλά αυτό δεν πέτυχε άμεσα, γεγονός που τους δημιούργησε απογοήτευση. Οι εργάτες δεν καταλάβαιναν τους δισταγμούς των μπολσεβίκων και ψήφισαν εκείνους τους αντιπροσώπους που, αντί να ασκούν κριτική στα Σοβιέτ, φαίνονταν να υποστηρίζουν περισσότερο το κίνημα. ΙΙΙ. Οι Μπολσεβίκοι και οι Γερμανοί
Στην αρχή της επανάστασης οι μπολσεβίκοι κατηγορήθηκαν ότι έχουν στήσει συμπαιγνία με τους Γερμανούς. Οι μπολσεβίκοι ήθελαν το τέλος του πολέμου, αλλά οι σύμμαχοι της Ρωσίας ήταν εχθρικοί σε μια ειρηνευτική συμφωνία πριν από την τελική νίκη, ενώ η επιτυχία της πολιτικής των μπολσεβίκων μπορούσε να οδηγήσει τη Ρωσία σε μια ξεχωριστή ειρηνευτική συμφωνία. Καθώς οι Γερμανοί είχαν συμφέρον να ευνοήσουν τη μπολσεβικική προπαγάνδα, οι αντίπαλοι του Λένιν θέλησαν να τον δυσφημήσουν, δείχνοντας ότι είχε ωφεληθεί από την υποστήριξη των Γερμανών – ότι ήταν ένας πράκτορας του Κάιζερ.
Δύο γεγονότα βρίσκονται στην πηγή αυτής της πολεμικής που οδήγησε, τον Ιούλιο του 1917, στη σύλληψη και την καταδίκη ενός αριθμού μπολσεβίκων ηγετών: η επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία και η επιστροφή των μεταναστών (των αποδήμων) της Ελβετίας μέσω Γερμανίας. Οι κατηγορίες συγκεντρώθηκαν από τον Perevercev, υπουργό Δικαιοσύνης της προσωρινής κυβέρνησης, ο οποίος βεβαίωσε ότι οι μπολσεβίκοι είχαν δεχθεί χρήματα από τη Γερμανία. Α) Η επιστροφή του Λένιν και των εξόριστων από την Ελβετία Την επομένη της επανάστασης του Φεβρουαρίου, οι Ρώσοι μετανάστες στην Ελβετία ήταν σαν τα λιοντάρια στο κλουβί. Οι σοσιαλπατριώτες μπορούσαν ήρεμα να επιστρέψουν μέσω Γαλλίας και Μ. Βρετανίας, σίγουρα όμως οι Σύμμαχοι θα αιχμαλώτιζαν τους διεθνιστές. Ο μενσεβίκος Μαρτόφ είχε την ιδέα της ένωσης των αποδήμων, και μολονότι φοβήθηκε ότι θα αντιμετωπιζόταν με ψυχρότητα, ο Λένιν υποστήριξε την ιδέα με ενθουσιασμό. Οι απόδημοι δέχτηκαν τελικά να διασχίσουν τη Γερμανία, αρκεί την υπόθεση να αναλάμβαναν ουδέτερα πρόσωπα που θα είχαν την έγκριση του νέου ρωσικού καθεστώτος. Στην Πετρούπολη, όμως, παρά τα διαβήματα των Sljapnikov και Kollontai, το Σοβιέτ δεν παρενέβη. Μην αντέχοντας λοιπόν άλλο, οι εξόριστοι άφησαν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ενώπιον των γερμανικών αρχών καταρχήν στον Πάρβους, που είχε την έγκριση της πλειοψηφίας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών Γερμανών, και μετά στους Γκριμ και Πλάτεν, που ήταν διεθνιστές. Αν πετύχαινε, θα ζητούσε κανείς από τους «συμμάχους» και ουδέτερους Zimmerwaldiens να τους παρέχουν την προστασία τους στο ταξίδι. Ο Guibeaux και κάποιοι άλλοι δέχτηκαν, αλλά όχι ο Ρομέν Ρολάν. H λογοκρισία των συμμάχων δεν άφησε να δημοσιευτούν ούτε οι λόγοι, ούτε οι συνθήκες του περάσματος από τη Γερμανία. Το Quai d΄ Orsay παρενέβη ακόμη και στην ίδια τη σουηδική κυβέρνηση για να σταματήσει τη διαδρομή των ρώσων εξόριστων από τη Σουηδία, αλλά ανεπιτυχώς. Αντίθετα, οι Γερμανοί δεν παρουσίασαν καμία δυσκολία στους διαπραγματευόμενους και τους έδωσαν βίζα σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε δεκατρείς ώρες. Οι όροι ήταν οι ακόλουθοι: 1. Όλοι οι Ρώσοι εξόριστοι θα μπορούσαν να διασχίσουν τη Γερμανία ακόμα κι αν ήταν φιλικοί στον πόλεμο. «Αυτοί οι όροι μαρτυρούν το πολιτικό πλεονέκτημα που είχαν οι κεντρικές δυνάμεις για να διευκολύνουν την επιστροφή των εξορίστων, που στην πλειοψηφία τους θα συνεισέφεραν στο να καμφθεί γρηγορότερα του στρατού». Την επομένη της επιστροφής του Λένιν, κανένας επαναστάτης δεν αναφέρθηκε στους όρους της συμφωνίας: οι άλλοι σοσιαλιστές δεν είχαν έρθει άραγε μαζί του με τον ίδιο τρόπο; Ήταν ο τύπος και οι συμμαχικές καγκελαρίες που δημιούργησαν το θρύλο του «σφραγισμένου βαγονιού», τον οποίο χρησιμοποίησαν τελικά οι αντίπαλοι των μπολσεβίκων. Β) Η κατηγορία της προδοσίας Την επομένη των ημερών του Ιουλίου, ο Περεβέρτσεφ, υπουργός Δικαιοσύνης της προσωρινής κυβέρνησης, αποκάλυψε ένα συγκεκριμένο πληροφορίες που του είχαν μεταφέρει οι Αλεξίνσκι και Πανκάροφ: μέσω του διαμεσολαβητή τους στη Στοκχόλμη, οι μπολσεβίκοι θα δέχονταν σημαντικά ποσά από γερμανική πηγή. Κατηγορούμενοι λοιπόν για προδοσία, ο Λένιν και οι φίλοι του καταδικάστηκαν ερήμην. Η απόφαση αποκάλυπτε την πηγή των ποσών αυτών: με τη διαμεσολάβηση των Πάρβους και Γκανέτσκι, καθώς και της κυρίας Sumenson, το κόμμα θα δεχόταν χρήματα που θα έπαιρνε στα χέρια του ο μπολσεβίκος Κοσλόφσκι, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των Σοβιέτ. Κατά τη σύλληψή του, ο Κοσλόφσκι παραδέχτηκε ότι είχε πάρει χρήματα, αλλά αυτά προορίζονταν για μια εμπορική επιχείρηση με τον Πάρβους, που είχε συμφεροντα στη Σουηδία και ήταν φίλος του Γκανέτσκι, του ανταποκριτή του Λένιν στη Στοκχόλμη. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι δεν δέχθηκε ποτέ ούτε δεκάρα, είτε για τον εαυτό του είτε για το κόμμα. Τα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν στο Rec (και αναπαρήχθησαν στα Έγγραφα Κερένσκι ή στο Schub) ήταν τελείως «καθαρά», παρόλο που υπήρχε καχυποψία. Η αλληλογραφία του Λένιν περιείχε ένα κείμενο του Ιουνίου του 1917 που δημοσιεύτηκε το 1923. Εκεί ο ηγέτης των μπολσεβίκων έγραφε: «Έλαβα χρήματα (2000) από τον Κοσλόφσκι»). Επί τριάντα χρόνια, το πρόβλημα των «γερμανικών χρημάτων παρέμενε μυστήριο. Στην «Ιστορία της Επανάστασης» που έγραψε ο Τρότσκι, επιχείρησε να αποδείξει την αθωότητα των μπολσεβίκων. Αλλά πώς θα μπορούσε αυτό να συμβεί, αφού τον Ιούνιο του 1917 δεν ήταν ακόμα μέλος του κόμματος, άρα δεν διέθετε παρά μόνο λίγες πληροφορίες; Θα μπορούσε να έχει πληροφορίες αργότερα; Στο άλλο στρατόπεδο, ο Melgunov ανέλυσε πλήρως τις αποδείξεις του χρηματισμού των μπολσεβίκων. Μόνο το άνοιγμα των γερμανικών αρχείων, την επομένη του τέλους του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, επιτρέπει την πρόσβαση σε κρίσιμα στοιχεία. Υπό την καθοδήγηση του Κατκόφ, μια ομάδα ερευνητών εκκαθάρισε όλα τα έγγραφα για να ανακαλύψει τις «αποδείξεις» της ενοχής των μπολσεβίκων. Στη συνέχεια ο Μπόνιν ξαναδιάβασε τα κείμενα και διαπίστωσε άλλα. Από την αντιπαραβολή αυτή γίνεται φανερό ότι: – Ο Πάρβους, παλιός διεθνιστής, που πριν το 1912 τοποθετούνταν στην άκρα αριστερά της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας και μετά το 1914 συντάχθηκε με τη γερμανική πλειοψηφία, θέλησε να συνεισφέρει στην επιτυχία μιας επανάστασης στη Ρωσία και μετά στο θρίαμβο των μπολσεβίκων. Συνέδεσε την επιτυχία του σοσιαλισμού με τη νίκη του Κάιζερ και για το λόγο αυτό απέκρυψε τα κρυφά κονδύλια. Αυτό έγινε χωρίς τη συμφωνία των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα ο Λένιν ήταν πολύ εχθρικός απέναντί του μετά τη στράτευσή του στον σοσιαλσωβινισμό. – Οι φίλοι του Λένιν στη Σουηδία που εμπιστεύτηκαν τον Parvus, όπως ο Γκανέτσκι, χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες του ψευδοεμπορικού οργανισμού που αυτός είχε δημιουργήσει μεταξύ Γερμανίας, Σουηδίας και Ρωσίας. Μπόρεσαν έτσι να εγκαθιδρύσουν σχέσεις με τις παράνομες μπολσεβίκικες οργανώσεις στη Ρωσία, ενώ και μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου το δίκτυο αυτό συνέχισε να λειτουργεί. Ο Λένιν, πάλι, ήξερε μόνο ότι σχετίζεται με τον Γκανέτσκι. – Ο Γκανέτσκι έπαιζε ρόλο ταμία των μπολσεβικικών οργανισμών σε ουδέτερο έδαφος. Εξαργύρωνε τις δωρεές, συχνά ανώνυμες, και τις προωθούσε στη Ρωσία μέσω του δικτύου του Πάρβους. Μπορούσε έτσι να επιδοτεί συγκεκριμένες ανατρεπτικές εκδόσεις (όπως συνέβαινε μετά τον Φεβρουάριο του 1917) χωρίς η προέλευση των ποσών να είναι πάντα ξεκάθαρη. Έτσι, ένα φυλλάδιο του Μπουχάριν δημοσιεύτηκε με γερμανικά χρήματα που προμήθευσε ο Parvus, χωρίς ο συγγραφέας να γνωρίζει την πηγή των χρημάτων. Μόνο ο Γκανέτσκι μπορούσε να γνωρίζει, αλλά αυτό δεν είχε πολλή σημασία. – Πράγματι, τα ποσά που διοχετεύτηκαν πριν από τον Οκτώβρη του 1917 είναι εξαιρετικά μικρά και άσχετα με τα ποσά που αναφέρουν τα έγγραφα. Κι αυτά τα τελευταία, εξάλλου, κάποιες φορές είναι φανταστικά και απλά κωδικοποιημένα μηνύματα, άλλες πάλι είναι πραγματικά, μόνο που ανταποκρίνονται σε εμπορικές συναλλαγές. Ανάμεσα λοιπόν στα 49 εκατομμύρια που υπολογίζουν ο Ζέμαν, o Κατκόφ κ.ά., και τα 2.000 ρούβλια που αναφέρει ο Λένιν (άλλο που κι αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι πρόκειται για γερμανικά χρήματα) υπάρχει σοβαρό χάσμα. Βέβαια, οι Γερμανοί ξόδεψαν πολλά εκατομμύρια για να υποστηρίξουν την ανατρεπτική τους δράση στη Ρωσία, αλλά ο Mπόνιν δείχνει ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι ήταν οι μπολσεβίκοι που έλαβαν τα ποσά. Αυτά που αναφέρονται στα γερμανικά αρχεία θα βοηθούσαν τους μπολσεβίκους να διατηρηθούν στην εξουσία, αλλά μετά την επιτυχία της επανάστασης. Πολλά φαινόμενα έπαιξαν, όμως, ρόλο εις βάρος των μπολσεβίκων, και δεν θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Perevercev ήταν κακόπιστος που πρώτος διατύπωσε αυτές τις κατηγορίες. Αυτές αποδείχθηκαν, τελικά, εν μέρει συκοφαντικές. Ο ίδιος ο Κάκτοφ έγραψε στο τελευταίο έργο του: «ο Λένιν είχε μεγάλη ανάγκη από οικονομική βοήθεια (πριν τον Οκτώβρη) και γι΄ αυτό η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να βοηθήσει, είτε το γνώριζε ο ίδιος είτε όχι» (σ. 114). IV. Η δεύτερη «κορνιλοφιάδα»
Με τον όρο αυτό αποκαλείται η προσπάθεια χιλιάδων στρατιωτών να οργανωθούν, ώστε μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ να εμποδίσουν τα Σοβιέτ και τους Μπολσεβίκους να αναλάβουν την εξουσία.
Tα έργα που αναφέρονται στο στρατό αυτό καταδεικνύουν ότι η μάχη κατά των Σοβιέτ, πριν τον Οκτώβρη, έλαβε τη μορφή που είχε αργότερα, τον καιρό δηλαδή του εμφυλίου. Οι παλιοί κορνιλοφικοί που έμειναν στον κρατικό μηχανισμό οργάνωσαν έναν «λαϊκό στρατό», και θεωρούσαν ότι έπρεπε να ανοίξουν το μέτωπο στους Γερμανούς, ώστε να προκαλέσουν μια επέμβαση των συμμάχων και να τους εξαναγκάσουν να αναλάβουν την αντεπανάσταση. Η εφαρμογή του σχεδίου αυτού θα ξεκινούσε όταν η οικονομική βοήθεια των συμμάχων θα αυξανόταν ξαφνικά στο τέλος του Σεπτεμβρίου, καθώς είχε ήδη υπολογισθεί το μερίδιο της Ρωσίας στις «ζώνες βοήθειας». Οι ΗΠΑ, που στην αρχή ήταν απρόθυμες, θα δένονταν σε αυτή την πολιτική που, αν πετύχαινε, θα είχε ως συντονιστή τον Τσώρτσιλ V. Ο ρόλος του Τρότσκι τις μέρες του Οκτώβρη
Υπάρχει μια παλιά πολεμική που αντιτίθεται στην τροτσκιστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Τρότσκι προετοίμασε την εξέγερση του Οκτώβρη σε πλήρη συμφωνία με τον Λενιν – αντιτίθεται όμως και στην σταλινική ιστοριογραφία, σύμφωνα με την οποία οι μενσεβίκοι είχαν εξουδετερώσει τα σχέδιά τους, αν και λιγότερο ανοιχτά από τους Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ. Η δημοσίευση, από τους Σοβιετικούς, των αρχείων της στρατιωτικής επαναστατικής Επιτροπής της Πετρούπολης, όπως και οι αναλύσεις του Ρόμπερτ Ντάνιελς στον «Κόκκινο Οκτώβρη», επέτρεψαν να τεθεί το ερώτημα αυτό. Το πρόβλημα, όπως θα δούμε, έχει περισσότερες πλευρές.
Αν και υποστηρικτές της έναρξης της εξέγερσης, οι δυο συνεργάτες δεν την αντιλήφθηκαν με τον ίδιο τρόπο, όπως φαίνεται. Συμφωνούσαν να προχωρήσουν έτσι ώστε η πρωτοβουλία της ρήξης να ανήκει στην κυβέρνηση, φαίνεται όμως ότι μόνο ο Λένιν ήθελε να προκαλέσει, με ό,τι αυτό θα σήμαινε, μία ένοπλη εξέγερση. Από την άλλη, τίποτε δεν αποδεικνύει ότι ο Τρότσκι δεν ήθελε την αναταραχή αν η κυβέρνηση παραχωρούσε την εξουσία στο Συμβούλιο των Σοβιέτ χωρίς αντίσταση. Προφανώς κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Θα μπορούσε, έτσι, κάποιος να θεωρήσει ότι για τον μεν Τρότσκι η εξέγερση ήταν μοιραία, για τον δε Λένιν αναγκαία. Τεχνικά αυτό είναι το ίδιο, πολιτικά όμως όχι. Η ερμηνεία αυτή μαρτυρά κάτι που υπογραμμίζει η τροτσκιστική ιστοριογραφία: ότι το PVRK θα μπορούσε να γίνει στις 9 Οκτώβρη, μια μέρα προτού το κόμμα των μπολσεβίκων θέσει την εξέγερση στην «ημερήσια διάταξη». Αντανακλά επίσης κάτι που επισημαίνει η σταλινική ιστοριογραφία: ότι αντίθετα με τον Τρότσκι, ο Λένιν ήθελε να ορίσει για την εξέγερση μια ημερομηνία: σε κάθε περίπτωση, πριν την επανένωση του Συμβουλίου των Σοβιέτ. H απόκλιση μεταξύ των δύο υπονοεί μια άλλη διαφορά. Κατά την αντίληψη του Τρότσκι, ήταν τα Σοβιέτ, καθοδηγούμενα από τους μπολσεβίκους, εκείνα που έπρεπε να πάρουν την εξουσία. Κατά πνεύμα του Λένιν, αντίθετα, την εξουσία έπρεπε να την πάρουν οι μπολσεβίκοι στο όνομα των Σοβιέτ. VI. Δύο αντιλήψεις του μπολσεβικισμού: Λένιν και Κάμενεφ
Κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών μέχρι τη επανάσταση του Οκτώβρη, Λένιν και Κάμενεφ είχαν διαφορετικές και συχνά αντίθετες θέσεις όσον αφορά την κατεύθυνση του κόμματος,. Κανένας από τους άλλους πρωταγωνιστές δεν άσκησε μια ιδεολογική επίδραση στον ίδιο βαθμό: ούτε ο Στάλιν, ούτε ο Σβερτλόφ, ούτε ο Τρότσκι.
Χρονολογικά, οι πρώτες αποκλίσεις εμφανίστηκαν επί της τακτικής όσον αφορά τη δυαδική εξουσία. Οι πιο σοβαρές αντιθέσεις γεννήθηκαν τον Απρίλη αναφορικά με το ρόλο των Σοβιέτ. Τείνοντας να θεωρεί τους Σοβιετικούς εργάτες, στρατιώτες και χωρικούς ως κοινοβούλιο της δημοκρατίας, ο Κάμενεφ ήθελε να γίνεται σεβαστός ο νόμος της πλειοψηφίας. Ο Λένιν ασκούσε κριτική σε αυτόν τον «επαναστατικό λεγκαλισμό». Η προσφυγή στη βία απέναντι στην πλειοψηφία του Σοβιέτ της Πετρούπολης του φαινόταν νόμιμη αν έπρεπε να βοηθήσει στην τελική νίκη του μπολσεβίκικου κόμματος. Υιοθέτησε την ίδια συμπεριφορά στο πρώτο συνέδριο των Σοβιέτ και πρέπει να σημειωθεί ότι δεν άλλαξε θέση ούτε μετά την εκλογική επιτυχία των μπολσεβίκων στο Σοβιέτ της Πετρούπολης. Τον Οκτώβρη, λοιπόν, ο Λένιν θέλει να επιβληθεί στα Σοβιέτ, όπου την πλειοψηφία έχουν σύντροφοι του κόμματός του, διότι αυτό θα βοηθούσε στην ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα και τον ίδιο. Ο Κάμενεφ δεν επικρίνει μόνο την διακινδυνευμένη εξέγερση. Οι αντιλήψεις του Λένιν σοκάρουν τη δημοκρατική του ευαισθησία. Κατά βάθος είναι εχθρικός στη δικτατορία ενός κόμματος και δείχνει να βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις του Μαρτόφ και του Σουχάνοφ, παρά σε αυτές του Λένιν. Όπως οι Ζηνόβιεφ, Λατσίς και Καλίνιν, παραμένει πάντα μπολσεβίκος λόγω της αντίληψης του για την οργάνωση του κόμματος και για τον ριζοσπαστισμό. Στα επόμενα χρόνια, και μένοντας στης διαμάχη μεταξύ τροτσκιστών και σταλινικών όσον αφορά την εξέλιξη της ρωσικής επανάστασης, οι ιστορικοί έχουν την τάση να υποτιμούν τη σύγκρουση Κάμενεφ και Λένιν. H εμβέλειά της όμως είναι σημαντική και θα ήταν ενδιαφέρον να επιβεβαιωθεί αν κάποιες ιδεες της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν πολύ κοντά, ως ένα σημείο, με αυτές του Κάμενεφ. VII. Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας και το γεγονός του μπολσεβικισμού
Το θέμα αυτό σχετίζεται με μια ανοιχτή διαμάχη και προκαλεί αντιδράσεις, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση τον απολογισμό ενός καθεστώτος 50 ετών (σ.σ.: το βιβλίο εκδόθηκε το 1967). Οι Σοβιετικοί θα προσπαθούσαν να δείξουν τις καθυστερημένες πλευρές της ρωσικής οικονομίας το 1913, με τους αντιπάλους τους να επιμένουν στο προχώρημα του εκσυγχρονισμού τις παραμονές της επανάστασης.
Όπως το έχει δείξει o Gershenkron στο περιοδικό Journal of Economic Ηistory (1947), ο βαθμός της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν εξαιρετικός μεταξύ 1885 και 1914, ξεπερνώντας τα αντίστοιχα μεγέθη. Δεδομένου ότι η ρωσική οικονομία ξεκινούσε από εξαιρετικά χαμηλή βάση, το να εκτιμήσει κανείς την πρόοδό της σε ποσοστά θα οδηγούσε σε σφάλματα. Σε μια μελέτη του για τις δέκα μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, ο P. Bairoch δείχνει ότι στους περισσότερους δείκτες (μέσος όρος αύξησης της αγροτικής παραγωγικής, ανάπτυξη των μεταφορών κ.ά.), η Ρωσία ήταν στην τελευταία θέση, έχοντας μισό αιώνα καθυστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Θα μπορούσε να τις φτάσει; Φαίνεται ότι η ρωσική οικονομία ήταν πιο ισχυρή λόγω κάποιων δομικών χαρακτηριστικών (βαθμός συγκέντρωσης, ρόλος του κράτους κ.α.), παρά λόγων του επιπέδου της τεχνολογικής ανάπτυξης. Παρατηρεί δε κανείς ότι στις χημικές βιομηχανίες και τις εκδόσεις η Ρωσία ήταν στην πρωτοπορία. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική και νομισματική της εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο καθιστούσε τη ρωσική οικονομία ημι-αποικιακή. Στον αγροτικό τομέα η καθυστέρηση των Ρώσων ήταν χαρακτηριστική. Λιγότερο ξεκάθαρη ήταν στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης, που ήταν πιο διαδεδομένη από ό, τι γενικά πίστευε κανείς. Απόσπασμα από το βιβλίο La revolution Russe de 1917 (Flammarion, Παρίσι 1967, σ. 155-169). Μετάφραση: Ελένη Καλαμπάκου |