Σε καιρούς χαλεπούς και σε τόπους άνυνδρους, ο Νίκος Γκάτσος, έχοντας στερνή ελπίδα και παρηγοριά την γλώσσα, βάλθηκε να γράψει την ιστορία ενός μικρού πρίγκιπα που νόμισε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο….
Με οδηγό ένα άστρο, ανέβηκε σε ένα «φιλντισένιο καράβι», ξανοίχτηκε κατά το βοριά, φούσκωσε με αέρηδες άσπιλους και τρυφερούς τα πανιά και ξημερώθηκε σε άλλη γη , ψάχνοντας να βρει πού κρύβεται η αγάπη. Χάθηκε στης Ανατολής τα μέρη, γύρισε σε πολιτείες και λιμάνια πολυσύχναστα και κάθε που συναντούσε ανθρώπους, ήρωες και νικημένους, τούς ρωτούσε ξανά και ξανά πού βρίσκεται το χάδι και η πνοή του πρώτου παράδεισου, πού χάθηκε η βασίλισσα Περσεφόνη .
Στις γειτονιές του κόσμου αφουγκράστηκε ιστορίες και όνειρα παιδικά, μοιράστηκε πόθους και καημούς, ένιωσε όλα όσα κρατούν δέσμιους τούς ανθρώπους στη γη και πόνεσε με το παράπονό τους, για τη ζωή που γλιστρά και χάνεται στην κλεψύδρα τού χρόνου .
Στο ταξίδι τού νόστου για τη δικιά του αληθινή πατρίδα, κράτησε βαθιά στη μνήμη όλες τις ιστορίες που του εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και, κάθε φορά που επέστρεφε στον κήπο της καρδιάς τους, θυμόταν πάντα να τους αφήνει για φυλαχτό κι από ένα παραμύθι, για να το ψιθυρίζουν όποτε η νύχτα πάγωνε στο μπαλκόνι του ουρανού.
Στα παραμύθια του, τούς μίλησε για τις βροχές που χειμωνιάσαν τις ψυχές τους, με τους στίχους του καταπράυνε την πληγή που άφησε στο κορμί η φωτιά και το μαχαίρι, με τις εικόνες του έφερε πίσω τον ήλιο τής θάλασσας στα παιδικά τους όνειρα και με τα τραγούδια του τούς θύμισε πόσο όμορφο είναι να ερωτεύονται. Και όταν φτερούγισε η ελπίδα στα μάτια τους τούς κάλεσε σαν αυλητής του ουρανού να προσέλθουν στου ήλιου τα σκαλιά και τούς ζήτησε, κάθε που νυχτώνει να στρέφονται εκεί ψηλά στον έναστρο μακρινό φίλο τους και να ζητούν τη στοργή και την αγκαλιά του.
Από τότε , όσοι τον άκουσαν , ακόμη και αν είχαν ενδώσει στο ξανθό φως της γης δεν έπαψαν ποτέ να νοσταλγούν το σκίρτημα της πρώτης αιθέριας πτήσης και να αναζητούν κάθε νύχτα τη θαλπωρή τού ουράνιου θόλου.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που πονούσαν στην ανάμνηση αυτού του αλαργινού έρωτα , στρέφονταν εκεί που τους οδηγούσε η φωνή τους και έκαναν σαν ξόρκι μία παιδική ευχή : «Χάρτινο το φεγγαράκι ψεύτικη η ακρογιαλιά αν με πίστευες λιγάκι θά ’ ταν όλα αληθινά . Δίχως τη δική σου αγάπη γρήγορα περνάει ο καιρός δίχως τη δική σου αγάπη είναι ο κόσμος πιο μικρός»
Γιάννης Δημογιάννης, για το Νόστιμον ήμαρ.