Από τον Μιχάλη Καλούπη
Αυτό που κατάφερε η παρέα του Ρανιέρι και των λοιπών αντιστάρ της μέχρι πρότινος ποδοσφαιρικής κουκίδας του Λέστερ, ήταν μία ένεση αναζωπύρωσης για την αγάπη προς το ποδόσφαιρο η οποία έμοιαζε να φθίνει τα τελευταία χρόνια στο βωμό της γκλαμουριάς, της φιγούρας και των παχυλών συμβολαίων. Ήταν ένα έπος ίσως μεγαλύτερο από αυτό της Εθνικής Ελλάδος του 2004, καθώς μιλάμε για μία ολόκληρη σεζόν κόντρα σε μερικές από τις μεγαλύτερες ομάδες του πλανήτη, τόσο από πλευράς budget όσο και από πλευράς ποδοσφαιρικής ποιότητας. Εύκολα μπορούμε να μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά θαύματα όλων των εποχών.
Οι ποδοσφαιριστές του Ρανιέρι είναι τόσο αγαπητοί πλέον σε όλους τους ποδοσφαιρόφιλους επειδή κουβαλούσαν τον τίτλο του outsider καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν, δεν ήταν οι χαρακτηριστικοί ποδοσφαιριστές που συναντώνται στην Premier League. Χαμηλόμισθα συμβόλαια, απώτερος στόχος η παραμονή της ομάδας στην κατηγορία, βουτιά στα βαθιά και ξαφνικά η Λέστερ πρωταθλήτρια μετά από διαδοχικούς θριάμβους και γενναίες μάχες.
Αυτό που κάνει το γεγονός τόσο σπουδαίο είναι το ότι ο κόσμος έμοιαζε να θυμήθηκε εποχές που οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν κάτι απόμακρο, αλλά παιδιά της γειτονιάς, τότε που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στον κόσμο και ο θαυμασμός ξεχείλιζε, εποχές που ο Δομάζος ή ο Χατζηπαναγής δεν είχαν τατού-μανίκια ούτε φαντεζί μαλλί και υπερμεγέθεις τετρακέφαλους, αλλά έχυναν ιδρώτα, μιλούσαν στο τόπι και κατέβαιναν στο γήπεδο να μαγέψουν με την απλότητά και την παληκαριά τους, εποχές που το ποδόσφαιρο ήταν πιο ανθρώπινο και προσιτό.
Στην παρέα αυτή της Λέστερ ξεχωρίζει ο Jamie Vardy, τόσο για τα προσόντα του όσο και για την ιστορία που κουβαλάει: Παίχτης ερασιτεχνικής κατηγορίας, εργάτης φάμπρικας στα νιάτα του και ξαφνικά στην κορυφή του κόσμου. Μία σύγχρονη σταχτοπούτα κι αυτό είναι που εξιτάρει τον κόσμο, αυτή η αίσθηση ότι θα μπορούσε ο κάθε ποδοσφαιριστής τοπικού να βρεθεί στη θέση του, ο Vardy δεν μοιάζει με κάποιον απόμακρο σταρ με εκατομμύρια συμβολαίου που περνάει τα βράδια του ανοίγοντας σαμπάνιες σε φαντεζί κλαμπάκια, αλλά είναι πλέον πρωταθλητής στα 29 του, ένας από τους καλύτερους επιθετικούς στον κόσμο ενώ παράλληλα σου δίνει την αίσθηση πως θα μπορούσες να πιεις δυο μπύρες μαζί του σε μία βρώμικη παμπ του Λέστερ μιλώντας για γυναίκες και ηλεκτρονικά .
Γνήσιο αγγλοαλητάκι, έχει μπλέξει σε καβγάδες σε μπαρ και έχει παίξει γι’αυτό μπάλα με «βραχιολάκι» στο πόδι, υποχρεωμένος να βγαίνει αλλαγή στο ημίχρονο ώστε να είναι σπίτι στην ώρα του για έλεγχο, λόγω αστυνομικών περιορισμών. Ήταν οι εποχές που αγωνιζόταν στο τοπικό και έβγαζε 100 λίρες την εβδομάδα, συμπλήρωμα του μεροκάματου.
Αυτή η μορφή του αντιστάρ είναι που αρέσει και θρέφει την ελπίδα για κάθε έναν που τον παρακολούθησε. Δεν ήταν ποτέ μέλος καμίας μεγάλης ακαδημίας για να τον «σπρώξει», δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί του μανατζαρέοι και μεγάλες ομάδες για να τον καθοδηγήσουν· o Vardy ήθελε απλά να παίξει μπάλα, πάλεψε γι’ αυτό, ίδρωσε και τα κατάφερε οδηγώντας την ομάδα του στην κορυφή.
Η αντίθεσή του αυτή με το μοντέρνο ποδόσφαιρο που ο κόσμος μοιάζει να σιχαίνεται σιγά-σιγά είναι αυτό που χρειαζόμασταν όλοι για να θυμηθούμε ξανά πως το ποδόσφαιρο είναι πάθος, πείσμα, παληκαριά και όχι χορηγοί, λεφτά,στοιχήματα και χλίδα. Ο Vardy ενσαρκώνει το σύγχρονο όνειρο του κάθε παιδιού που παίζει στην αλάνα και νιώθει πλέον πως μπορεί να τα καταφέρει, ή τη λαχτάρα κάθε οπαδού να καμαρώσει τη δική του μικρή ομάδα στην κορυφή.
Τα όνειρα είναι ωραία και η Λέστερ μας τα θύμισε.