Ίσως το πρόβλημα είναι νομοτελειακό και τα μεγάλα βιβλία είναι μεγάλα βιβλία, ακριβώς επειδή μπορούν να προσφέρουν όσα προσφέρουν και να σημαίνουν όσα σημαίνουν μόνο ως λογοτεχνία. Ίσως δηλαδή αν μπορούσαν να μεταφερθούν στο σινεμά χωρίς να απολέσουν αυτό που τα καθιστά μεγάλα, τότε θα ήταν απλοί κομιστές ιδεών, χαρακτήρων και δραματικών επεισοδίων. Μα δεν υπάρχουν εξαιρέσεις επιτυχημένων κινηματογραφικών μεταφορών; Υπάρχουν. Αλλά ο λόγος για τον οποίο ένα βιβλίο είναι μεγάλο και ο λόγος για τον οποίο μια ταινία είναι μεγάλη θα είναι πάντοτε δύο διαφορετικοί λόγοι. Και στην ευτυχέστερη των περιπτώσεων που αυτά τα δύο θα συμπέσουν, θα έχουμε ένα μεγάλο βιβλίο και δίπλα του μια μεγάλη ταινία, περισσότερο ως παράλληλα σύμπαντα, παρά ως καθρεφτίσματα το ένα του άλλου.
Προσπαθώ να μπω στο μυαλό της σκηνοθέτιδος και σεναριογράφου Σοφί Μπαρτ. Πίστεψε, προσεγγίζοντας ένα κεφαλαιώδες έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ότι η «Μαντάμ Μποβαρί» της έχει κάτι ουσιώδες να συνεισφέρει; Οραματίστηκε ως καλλιτέχνις πως αξίζει τον κόπο να το δοκιμάσει, ή ελαφρά τη καρδία αρκέστηκε να πει πως θα το εικονογραφήσει και αυτό από μόνο του αρκεί και περισσεύει, αφού για τα υπόλοιπα έχει φροντίσει ο Φλωμπέρ; Αλλά για τι ακριβώς φρόντισε ο Φλωμπέρ; Το τρέιλερ μιλάει για το «classic love story» του Γκιστάβ Φλωμπέρ. Πριν καγχάσει κανείς με αυτή τη θεώρηση, ας απαλλάξει τουλάχιστον την Μπαρτ από αυτήν την κατηγορία και ας την αποδώσει στη διαφημιστική προώθηση της ταινίας. Το τελευταίο πράγμα πάντως που είναι η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι ένα λαβ στόρι. Η Έμα Μποβαρύ καταναλώνει σωρό τα αισθηματικά ρομάντζα, στην πορεία αφήνεται προκειμένου να ζήσει και η ίδια όπως οι ηρωίδες τους, αλλά το βιβλίο παρουσιάζει μια κλινική και κυνική εικόνα της πραγματικότητας που αντιδιαστέλλεται εμφατικά από αυτή των ρομάντζων.
Σκέφτομαι από σχετικά πρόσφατες ανάλογες προσπάθειες την «Άννα Καρένινα», όπου ανεξαρτήτως από το πόσο τελικά πέτυχε αυτό που ήθελε, ο Τζο Ράιτ προσπάθησε με πρώτη ύλη το μυθιστόρημα του Τολστόι να κάνει σινεμά. Εδώ περιοριζόμαστε τελικά σε μια κινηματογράφηση των βασικών συμβάντων που περιγράφει το βιβλίο (με λίγες ουσιώδεις διαφορές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα). Η φωτογραφία είναι όμορφη, μερικές εικόνες (όπως αυτή με τα κορδόνια του φορέματος) κάτι λένε, η Μία Γουασικόφσκα κρατά τον ρόλο με αξιοπρέπεια και αυτοσυγκράτηση, ο Έζρα Μίλερ έχει αυτή τη φυσική λάμψη του σταρ, η μουσική είναι συμπαθητική, η ώρα θα κυλήσει, προφανώς δεν είναι και το πιο βαρετό δίωρο που μπορείς να περάσεις, αλλά αυτό είναι όλο. Και αυτό ως όλο είναι τρομακτικά λίγο όταν πρόκειται για την «Μαντάμ Μποβαρύ». Ο Ρις Ίφανς αφήνεται να υποδυθεί καραγλοιωδώς έναν τόσο γλοιώδη χαρακτήρα που καταστρέφει την αληθοφάνειά του και βλέποντάς τον είναι σαν να παρακολουθείς ηθικοπλαστικό παραμύθι για τετράχρονα. Ο Πολ Τζιαμάτι θεωρητικά θα είχε έναν ουσιαστικότατο χαρακτήρα να παίξει, τον φαρμακοποιό Ομέ, που στο βιβλίο η σημασία του είναι μεγάλη. Αλλά στη σεναριακή εκδοχή του είναι τόσο αποστεωμένος, που καταλήγει να παίζει έναν μη χαρακτήρα και να αναρωτιέσαι τι γυρεύει στην ταινία.
Διάβασα το βιβλίο αρκετά αργά, πριν από μερικά χρόνια, και με ενθουσίασε. Μου είχε γεννήσει την επιθυμία να γράψω μερικές σκέψεις. Θα επαναλάβω μερικές απ’ αυτές εδώ, ελπίζοντας ότι δεν είναι άσχετες, αλλά ότι αντίθετα καταδεικνύουν κάτι από τον τρόπο του βιβλίου, έναν τρόπο που η ταινία σε καμία περίπτωση δεν κάνει δικό της.
– Ο Σαρλ παντρεύεται την Έμα. Πρώτη φορά στη ζωή του είναι πανευτυχής. Το πέμπτο κεφάλαιο της «Μαντάμ Μποβαρύ» κλείνει με αυτές τις δύο παραγράφους:
«Δεν μπορούσε να κρατήσει τον εαυτό του και να μην αγγίζει αδιάκοπα το χτένι της, τα δαχτυλίδια της, το μαντίλι του λαιμού της. Κάποτε της έδινε στα μάγουλα δυνατά φιλιά μ΄όλο του το στόμα, ή σειρές φιλιά σ’ όλο της το χέρι, από την άκρη των δαχτύλων έως την ωμοπλάτη, κι αυτή τον έδιωχνε σιγά, μισοχαμογελώντας και βαρεμένη, όπως κάνεις μ’ ένα παιδάκι που τρέχει κατόπι σου.
Πριν παντρευτεί νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη, αλλά η ευτυχία που έπρεπε να προκύψει από αυτή την αγάπη δεν είχε φανεί. Είχε σίγουρα απατηθεί, συλλογιζόταν. Και η Έμα ζητούσε να μάθει ποια ήταν ακριβώς στη ζωή η έννοια της ευτυχίας, του πάθους, της μέθης που της είχαν φανεί πράματα τόσο ωραία μέσα στα βιβλία της».
Μέχρι το τέλος του πέμπτου κεφαλαίου δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα και ένδειξη ότι η Έμα δεν συμμερίζεται την ευτυχία και τον έρωτα του άντρα της. Ωστόσο, ξαφνικά, απότομα, χωρίς ταρατατζούμ, σαν ψυχρολουσία, ενώ έχει φιλοτεχνήσει το πορτρέτο ενός άνδρα που επιτέλους βρίσκει την απόλυτη ευτυχία, μέσα σε τρεις προτάσεις ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι ο έρωτας και η ευτυχία του είναι μονομερής.
– Έχουν περάσει χρόνια γάμου, η Έμα απατά τον Σαρλ με έναν άλλο άνδρα, με τον οποίο έχει σχεδιάσει να κλεφτεί και να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Ο Σαρλ:
«Όταν γύριζε τη νύχτα, δεν τολμούσε να την ξυπνήσει. Το γυάλινο καντήλι έκαμε στην κορυφή έναν τρεμουλιαστό φωτεινό κύκλο και, κλεισμένες οι κουρτίνες του μικρού λίκνου, έμοιαζαν με μια μικρή άσπρη καλύβα που κυρτωνόταν στο σκοτάδι, στην άκρη του κρεβατιού. Ο Κάρολος κοίταζε και τα δύο προσφιλή του πρόσωπα. Νόμιζε ότι άκουγε την ελαφριά αναπνοή του παιδιού του. Η μικρή Μπέρτα τους μεγάλωνε γρήγορα… Α, πόσο ωραία θα ‘ναι αργότερα, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, όταν, μοιάζοντας στη μητέρα της, θα φορεί όπως και κείνη, το καλοκαίρι, τα μεγάλα ψάθινα καπέλα! Από μακριά ο κόσμος θα τις περνάει για αδελφές. Τη φανταζόταν να δουλεύει το βράδυ δίπλα τους, κάτω απ’ το φως της λάμπας. Θα του κεντούσε παντούφλες, θα φρόντιζε το νοικοκυριό, θα γέμιζε το σπίτι ολόκληρο με τη χάρη και την ευθυμία της. Τέλος, θα σκεφτόταν για την αποκατάστασή της, θα της έβρισκε κάποιον καλό νέο, με περιουσία. Θα την έκανε ευτυχισμένη. Κι αυτά θα βαστούσαν για πάντα.
Η Έμα δεν κοιμότανε, έκανε ότι ήταν κοιμισμένη. Κι όταν ο Σαρλ, πλάι της, βυθιζόταν στον ύπνο, εκείνη ξυπνούσε μέσα σε όνειρα διαφορετικά.
Έβλεπε ότι τέσσερα άλογα, που έτρεχαν με καλπασμό οκτώ μέρες, την είχαν φέρει σ΄ έναν καινούριο τόπο, απ’ όπου δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ πια».
Ένα ανδρόγυνο ξαπλωμένο δίπλα – δίπλα κάνει όνειρα διαμετρικά αντίθετα. Σύμφωνοι, ο Σαρλ είναι θεμελιωδώς βλαξ και τυφλός και δεν καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του είναι αλλού. Ωστόσο, πέραν της ηλιθιότητας εκείνου και πέραν των τεχνασμάτων εκείνης, το γεγονός παραμένει ότι ένα από τα βασικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά του μοντέλου «άνθρωπος» είναι ακριβώς αυτό: το απόλυτα απρόσιτο των σκέψεών μας. Δηλαδή είναι τεχνικά δυνατό να είσαι παντρεμένος με έναν άνθρωπο τριάντα και σαράντα χρόνια και να μην μπορείς να διανοηθείς όσα ο σύντροφός σου διανοείται μια ολόκληρη ζωή. Ζω μαζί σου, ζούμε καλά, αγαπιόμαστε, κάνουμε παιδιά, γερνάμε, πεθαίνουμε, ωστόσο μπορείς ποτέ να ξέρεις με ποιoν στ’ αλήθεια έζησες, μπορείς ποτέ να ξέρεις αν ήσουν παντρεμένος με την Έμα Μποβαρύ που είχες στο μυαλό σου ή την Έμα Μποβαρύ την αληθινή, αν ήσουν παντρεμένος με την Έμα Μποβαρύ του δικού σου μυαλού ή την Έμα Μποβαρύ του δικού της μυαλού; Η απάντηση είναι όχι. Σε βλέπω, σου χαμογελάω. Σ’ αγαπάω ή σ’ απεχθάνομαι; Με βλέπεις, μου χαμογελάς. Μ’ αγαπάς ή μ΄απεχθάνεσαι; Τι σκέφτεσαι;
Τι σκέφτεσαι; Η μητέρα όλων των ερωτήσεων, η πηγή όλων των μυστηρίων. Τόσο ο Σαρλ, όσο και η Έμα, ονειρεύονται δίπλα – δίπλα την ευτυχία (για τον Σαρλ η ευτυχία συνίσταται στη διαιώνιση αυτού που ζει – για την Έμα στην καλπάζουσα απομάκρυνση από αυτό που ζει, για τον Κάρολο η ευτυχία είναι εδώ και μόνο εδώ – για την Έμα η ευτυχία είναι όσο πιο μακριά από εδώ), αλλά η πραγματικότητα τους προδίδει εν τέλει εξίσου και τους δύο, ονειροπόλους και πεζούς.