Ιάσoνας Γιαννόπουλο και Κώστας Παναγιωτόπουλος
«Η ελευθερία ασκείται κάτω από τους νόμους, στα “κατώτερα βάθη” της κοινωνίας, στον κόσμο των αλητών, των κλεφτών, των γκάνγκστερ. Αυτός ο κόσμος της νύχτας είναι ίσως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της κουλτούρας της μάζας. Καθότι ο άνθρωπος που αστυνομεύεται, που ρυθμίζεται, που υποτάσσεται στη γραφειοκρατία, ο άνθρωπος που υπακούει στα όργανα, στις απαγορευτικές πινακίδες, στα “Χτυπήστε τη πόρτα πριν μπείτε”, στα «Ποιος σας σύστησε;» απελευθερώνεται προοδευτικά μέσα από την εικόνα αυτού που τολμά να αρπάξει τα χρήματα ή τη γυναίκα, που τολμά να σκοτώσει, που τολμά να υπακούσει στην ίδια του τη βία.» (Το Πνέυμα των καιρών,” L’Esprit du temps”, Edgar Morin)
Μιλώντας για το πνεύμα και τη ψυχή του νουάρ, ο Morin συνοψίζει πολύ ουσιαστικά τον παλμό του, όπως κι αυτόν της pulp λογοτεχνίας που το συνόδευσε στον 20ο αιώνα.
Το πρώτο Blade Runner είναι καθαρόαιμο νουάρ στο πυρήνα του. Τα μέλη μιας συμμορίας από replicants που αναζητούν τρόπο να παρατείνουν την προκαθορισμένη διάρκεια ζωής τους , κινούνται παραβατικά στο Los Angeles, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να αποκτήσουν τις απαραίτητες εμπειρίες προκειμένου να διαμορφώσουν ταυτότητες. Καθώς αναζητούν τον δημιουργό τους, παίρνουν διάφορους ρόλους, περιπλανώνται στην μητρόπολη και προσπαθούν να αυτοπραγματωθούν σχηματίζοντας δικές τους προσωπικότητες.[i] Η μία δουλεύει ως εξωτική χορεύτρια, ο άλλος συλλέγει και τραβάει φωτογραφίες, ο Ρόυ μιλάει αινιγματικά με λογοτεχνικές αναφορές σε κάθε άτομο που συναντά στην διάρκεια της αναζήτησής τους, (δίνει μια σαιξπηρική παράσταση στην μάχη του με τον Deckard με ένα εξίσου σαιξπηρικό μονόλογο και θάνατο στο τέλος). Το διαρκές άγχος και ο φόβος για τον επικείμενο θάνατο τους είναι αυτό που τα καθοδηγεί και τα ενεργοποιεί. Συνειδητοποιούν ότι είναι άνθρωποι αλλά τους λείπει ο χαρακτήρας, το Εγώ, δηλαδή οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες, όλα τα χαρακτηριστικά που τον διαμορφώνουν.
Στο Blade Runner 2049 τα replicants έχουν εμφυτευμένες ταυτότητες, ζουν περισσότερα χρόνια αλλά έχουν εσωτερικεύσει και αποδεχθεί τη θέση που τους αποδίδει ο κοινωνικός περίγυρος μέσω μιας γενικευμένης ρατσιστικής ρητορικής (skinjobs). Οι ταυτότητες παράλληλα υπάρχουν σε αφθονία στον ψηφιακό κόσμο αλλά η καταπίεση και η υποταγή παραμένει. Η σκηνή με την Joi που καθώς «σερβίρει» τον Κ αλλάζει ταυτότητες από διάφορες εποχές και πολιτισμούς είναι η πιο χαρακτηριστική.
Στη ταινία του Ridley Scott και του 1983 τονίζονται στοιχεία που μόλις έχουν αρχίσει να αναδεικνύονται σαν χαρακτηριστικά της σύγχρονης μητρόπολης-όπως το μεταμοντέρνο, η πολυπολιτισμικότητα κλπ.- προσδίδοντας έτσι περισσότερη ένταση στο noir στοιχείο. Oriental bar, κινέζικες και σοβιετικές διαφημίσεις, ο λίγο τρελός, με μαθουσαλισμό, κατασκευαστής μελών για replicants που έχει παιχνίδια για φίλους και συντροφιά, ο συνάδελφος του Deckard που φτιάχνει οριγκάμι κλπ.
Στην τωρινή ταινία παρουσιάζεται μια δυστοπία από το κοντινό «μετά-μεταμοντέρνο» μέλλον – ένας απόλυτος «βιοπολιτικός καπιταλισμός» διάδοχος του ύστερου καπιταλισμού- όπου ο έλεγχος της μαζικής παραγωγής έχει συγκεντρωθεί σε πάρα πολύ λίγους, και η ανθρώπινη εργασία έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Wallace είναι ο σύγχρονος υπερκαπιταλιστής σωτήρας (π.χ. Marc Zuckerberg, Elon Musk). Ελέγχει τη διατροφή μετά από την ολική καταστροφή των οικοσυστημάτων της Γης (κάτι που φέρνει στο μυαλό την κατάσταση του πλανήτη στο Interstellar, αν και με ριζικά άλλη οπτική), παράγει μαζικά τις ρέπλικες- εργατικό δυναμικό, και διαμορφώνει μια καθολική μαζική κουλτούρα με προϊόντα όπως η ψηφιακή Joi.
Το γεγονός ότι τα replicants αποτελούν δημιουργήματα των ανθρώπων, είναι η βάση ενός θεμελιώδους «ρατσιστικού» -και κατ’ επέκταση ταξικού- διαχωρισμού τους σε σχέση με τους δεύτερους. Ο Wallace λέει πως κάθε μεγάλος πολιτισμός εξελίχθηκε στην πλάτη μιας μεγάλης, αναλώσιμης, εργατικής δύναμης κάνοντας σχεδόν ακριβή αναφορά στον Μαρξ[ii]. Οι 9 πλανήτες στους οποίους έχει επεκταθεί ο πολιτισμός, δεν αποτελούν αρκετοί γι’ αυτόν καθώς, όπως λέει στην πιστή του Luv, μπορεί να τους μετρήσει στα δάχτυλά του ένα μικρό παιδάκι. Οι πολίτες δείχνουν ξεκάθαρο ρατσιστικό μίσος προς τα “skinjobs” αντιμετωπίζοντάς τα, λόγω φόβου, ως ανθρωπόμορφα περιτυλίγματα χωρίς ψυχή, ενώ παράλληλα αποποιούνται τις ενοχές τους για την καταπίεση που ασκούν.
Η κοινωνία έχει συνείδηση πως πρόκειται για μια σχέση εκμετάλλευσης που υπηρετεί συγκεκριμένους υλικούς σκοπούς, όπως μαρτυρά η ύπαρξη ειδικής αστυνομίας που ασχολείται μόνο με την ανεύρεση και εκτέλεση των replicants. Υπάρχει ακόμα κι επίσημο ψυχομετρικό τεστ που ανιχνεύει τόσο το αν είναι ή όχι replicants, (μια αβεβαιότητα με την οποία παίζουν και οι 2 ταινίες) όσο και το κατά πόσο «λειτουργικά» είναι στην εκάστοτε υπηρεσία τους. Αυτή η σχέση έχει περάσει στο μεταφυσικό και έχει ηθικοποιηθεί προσχηματικά. Απευθύνεται στα ίδια τα replicants έτσι ώστε να μην αμφισβητήσουν την θέση τους στην κοινωνία. Είναι λοιπόν η απόλυτη εκδοχή ενός βιοπολιτικού συστήματος διακυβέρνησης, νεοφιλελεύθερου και ακραία κορπορατικού, με κεντρικό παράγοντα την ολοκληρωτική διαχείριση ενός πληθυσμού, όπως ακριβώς περιγράφεται στη Γενεαλογία του Ρατσισμού του Michel Foucault.
Οι blade runners στη δεύτερη ταινία, είναι πλέον οι ίδιοι replicants που κυνηγούν τους εξεγερμένους «όμοιούς» τους. Ο Κ λέει βέβαια στο χαρακτήρα του Dave Bautista πριν τον αποσύρει: «δεν σκοτώνω το είδος μου γιατί εμείς υπακούμε», έχοντας ενσωματώσει κι εσωτερικεύσει πλήρως την ιδέα της κατώτερης θέσης του στην κοινωνική ιεραρχία. Η κατάργηση και η «απόσυρση» των προηγούμενων «ανήσυχων» μοντέλων, αποτελεί την απτή απόδειξη αυτού του διαχωρισμού.
Ο K, όταν αρχίζει να θεωρεί τον εαυτό του ως τον πρώτο γόνο replicant αφού ανακαλύψει πως η ανάμνησή του είναι αληθινή, με τη νέα ταυτότητα που αναπτύσσει βασισμένη στο νέο αυτό στοιχείο, όχι μόνο απορρίπτει την «μεταφυσικότητα» του γεγονότος της γέννησης -ως ένα απλό ρατσιστικό και ταξικό ιδεολόγημα- αλλά τοποθετεί και τον εαυτό του ως τον υλικό φορέα αυτής εφόσον θεωρεί πως είναι η ζωντανή απόδειξη της δυνατότητας της γέννησης ανδροειδούς από ανδροειδές. Η δημιουργία αυτής της ταυτότητας έρχεται συγχρόνως σε αντίθεση και με την αντίληψη της γέννησης ως απλού μέσου αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως την αντιλαμβάνεται ο Wallace (τα replicants που μπορεί να «κατασκευάσει» μόνος του δεν αρκούν και προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της αναπαραγωγής για χυδαία υλιστικούς σκοπούς). H νέα αυτή ταυτότητα, έχει ως απώτερο σκοπό την αυτοαμφισβήτηση, όχι όμως πριν λειτουργήσει ως τελεστής για την αναζήτηση και αποδοχή μιας «πραγματικής» ταυτότητας του Εγώ. Η συγκρότησή της, περνά μέσα από υπαρξιακά ερωτήματα, διαμορφωμένα πλέον, πέρα κι εκτός από τα κατασκευασμένα ερεθίσματα που παρέχει σε αφθονία το κοινωνικοπολιτικό σύστημα του κόσμου του Blade Runner. Τα λόγια του Dave Bautista που αναρωτιέται γιατί ο Κ υπηρετεί ακόμη τους ανθρώπους, η «αληθινή» ανάμνηση από τα παιδικά χρόνια, η επαφή του με τα υπολείμματα του συστήματος στον τεράστιο σκουπιδότοπο, οι «περιττοί» πληθυσμοί που επιβιώνουν στον σκουπιδότοπο, τους οποίους εξαφανίζει με τρομερή ευκολία η Luv το φιλόδοξο και ικανό replicant δεξί χέρι του Wallace (παραπομπή στα οπλικά συστήματα του αμερικανικού στρατού και τα drone strikes[iii]), το κάτεργο-ορφανοτροφείο, εκπαιδευτήριο παιδιών, γίνονται τα νέα ερεθίσματα που σπάνε την κανονικότητα που βιώνει και σιγά σιγά τον οδηγούν να αμφισβητήσει την προηγούμενη ταυτότητά του.
Για να αποδομηθεί η εσωτερικευμένη αφήγηση περί κατωτερότητας των “skinjobs” χρειάζεται να εισβάλλει μια καινούργια αφήγηση στη συνείδηση του πρωταγωνιστή. Όπως λέει η Joi είναι «άνθρωπος γεννημένος από γυναίκα, επιθυμητός και αγαπημένος», παρά το γεγονός ότι ο Κ τελικά δεν είναι πραγματικά γεννημένος από τη Rachel, αλλά κατασκευασμένος όπως όλα τα υπόλοιπα replicants.
Η καινούργια -ψευδής κι’ αυτή- αφήγηση, εκπληρώνει τον απελευθερωτικό της ρόλο μόνο όταν αποδομηθεί και καταρριφθεί και η ίδια. Oι επαναστατημένοι replicants αποκαλύπτουν στον Κ ότι δεν είναι ο ξεχωριστός, όπως του επιβεβαίωνε η «ψεύτικη» Joi. Το ΑΙ (Artificial Inteligence) είναι εξ’ αρχής προγραμματισμένo να ικανοποιεί τις ανάγκες του replicant K. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης φαίνεται να διαμορφώνει συνείδηση. Επειδή ο Κ, ο regular Joe, αναπτύσσει έντονους προβληματισμούς για τον κοινωνικό ρόλο που επιτελεί, εκείνη , προκειμένου να τον ικανοποιήσει όπως οφείλει, εξωθείται στο να εξελίσσει τους κοινωνικούς ρόλους που επιτελεί, χωρίς να ξεφεύγει ποτέ από τον βασικό στόχο του προγραμματισμού της. Τελικά, το ότι δεν είναι ο ίδιος ο «εκλεκτός», δεν έχει σημασία. Όταν ο Κ μαθαίνει ότι δεν είναι, συνεχίζει να δρα στην κατεύθυνση της εξέλιξης της προσωπικότητας και ελέγχου της μοίρας του, άρα δεν είναι η γέννηση αυτή καθαυτή αυτό που δίνει την ανθρώπινη υπόσταση. Τα replicants είναι άνθρωποι, πιο «άνθρωποι από τους ανθρώπους», η δυνατότητα αναπαραγωγής και η επίγνωση αυτής της δυνατότητας, τα απελευθερώνει από την εσωτερίκευση της υποταγής τους. Πλέον δεν χρειάζονται τους ανθρώπους για να τους δημιουργήσουν. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν (παρά τις αλυσίδες τους).
Όλες όμως αυτές οι ταυτότητες περνούν από σχέσεις περισσότερο ή λιγότερο προκατασκευασμένες και ενσωματωμένες . Η πρώτη πραγματική σχέση που δημιουργεί δεν είναι ούτε με την ψηφιακή Joi, ούτε με την αφεντικίνα-διαχειρίστριά του, που πήγε να τον εκμεταλλευτεί σεξουαλικά, ούτε καν με τα replicants της επανάστασης που του ζητούν να απαλλαγεί από τον Deckard. Είναι μόνο η σχέση με τον ίδιο τον Deckard, που μαζί με την εμφυτευμένη μνήμη της κόρης του, τον οδηγεί στη τελική επιλογή που συνιστά και την απόλυτα ελεύθερη πράξη αυτοκαθορισμού του.
Η τελευταία ατομική αυταπάτη για την ταυτότητά του, καταρρίπτεται. O εκτονωτικός χαρακτήρας της σχέσης του με την Joi αποκαλύπτεται μπροστά του στη σκηνή με το γιγάντιο, φούξια ολόγραμμα. Τότε αποκτά πραγματικά ταξική συνείδηση, διαμορφώνει δηλαδή ένα Εγώ με πραγματική υπόσταση, που τον οδηγεί να αντιδράσει με τρόπο τόσο λογικό μέσα από τη συλλογικότητα της Αντίστασης (άλλωστε έχει ήδη αποδεχθεί τους ανατρεπτικούς σκοπούς της), όσο και συναισθηματικό λόγω της ατομικής του σχέσης με τον Deckard. «Πιο ανθρώπινο και από τους ανθρώπους» δηλαδή, στα πλαίσια της δυστοπίας των ταινιών. Τελικά, δια μέσου της αναζήτησης και της αυτοαμφισβήτησης, το ίδιο το αφήγημα του «ξεχωριστού», που του υποβάλλει η Joi -στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως την εκφράζει η μαζική κουλτούρα- ακυρώνεται.
Το σημείο που απαλλάσσεται από το ψεύτικο -και εντός κυρίαρχης αφήγησης, παρ’ όλο που περιέχει το στοιχείο της ανταρσίας- ιδεολόγημα του «εκλεκτού», και παρ’ όλα αυτά δρα και πάλι όπως του επιτάσσει η συνείδηση που διαμόρφωσε χάρις σε αυτό, είναι πολύ κρίσιμο και αξίζει περισσότερη ανάλυση. Είναι το σημείο που σπάει ο φαύλος κύκλος του «επικαθορισμού της συνείδησης από την ιδεολογία» (της επίδρασης του διαμορφωμένου και αυτονομημένου από τις υλικές σχέσεις εποικοδομήματος στην ατομική συνείδηση). Ο regular, average Joe παραμένει regular.
Εδώ δεν έχουμε μια συντηρητική αντίληψη του τι είναι πραγματικά αληθινό και τι όχι. Δεν υπάρχει η ρομαντική νοσταλγία για κάποιο παρελθόν πιο απλό. Η Joi είναι ένα ψέμα βέβαια, αλλά ακόμη και η ανάμνηση που οδήγησε τον πρωταγωνιστή στην αμφισβήτηση ήταν εμφυτευμένη, δεν την είχε βιώσει ο ίδιος. Η γόνος ρέπλικαντ που την βίωσε και την εμφύτευσε στον Κ, είναι ένα κορίτσι που δεν έζησε στον «κανονικό» κόσμο. Κλεισμένη σε μια φούσκα, έρχεται σε επαφή με τον κόσμο δια μέσω της φαντασίας της και των αναμνήσεων που κατασκευάζει ή εμφυτεύει. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει από το να επηρεάσει την πραγματικότητα με καθοριστικό τρόπο, ηθελημένα ή όχι.
Μια αναφορά αξίζει να γίνει στους θηλυκούς χαρακτήρες της ταινίας. Η lieutenant Joshi και η Luv συγκρούονται. Η Joshi εκφράζει τον θεσμικό ρόλο του νόμου, της ηθικής και της καταστολής , ενστερνιζόμενη μια συντηρητική στάση στο θέμα της αναπαραγωγής των replicants. Μόλις μαθαίνει γι’ αυτή την ενδεχόμενη δυνατότητα των replicants, απαιτεί την άμεση εξόντωση του παιδιού προκειμένου να αποκλείσει μελλοντικούς κινδύνους για το status quo. Η Luv παραπέμπει εμφανώς στο στερεότυπο της αποτελεσματικής υψηλόβαθμης executive, στις σκηνές που λαμβάνει παραγγελία για κάποιο replicant ή όταν εξολοθρεύει ψυχρά τους ρακοσυλλέκτες δεχόμενη ταυτόχρονα τις υπηρεσίες του cyberpunk μανικιουρίστα της. Στο θέμα της αναπαραγωγής των replicants φαίνεται να έχει μια πιο (νεο)φιλελεύθερη αντίληψη, ενσωματωμένη όμως στη συστημική λογική, καθώς πρόκειται για το δεξί χέρι του Wallace στου οποίου τα σχέδια υπακούει. Λίγο πριν σκοτώσει την Joshi εξοργίζεται με την οπισθοδρομική σκέψη της αστυνομικού που φοβάται την αλλαγή και την πρόοδο.
Εδώ προκύπτει ένα ζήτημα σχετικά με το πώς παρουσιάζονται γενικά οι γυναίκες στην ταινία. Ενώ οι ρόλοι που τους έχουν αποδοθεί από τον δυστοπικό κόσμο της ταινίας σχολιάζονται και αποδομούνται, η απάντηση που δίνεται θα λέγαμε ότι δεν ξεφεύγει από μια παραδοσιακή αντίληψη περί του ρόλου της γυναίκας ως μητέρας. Στην ταινία γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε μια επερχόμενη μητριαρχία που θυμίζει τους αρχαίους πολιτισμούς που τιμούσαν θεότητες της γονιμότητας (χαρακτηρίζουν ως «θαύμα» την ύπαρξη της κόρης του Deckard). Ενώ στην διάρκεια της ταινίας το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι ο ίδιος γόνος των replicants δεν τον αποκαρδιώνει από το να συνεχίσει την αναζήτησή του προς την αυτοπραγμάτωση, ο θάνατός του και η ανάδειξη της Stelline ως της εκλεκτής, δείχνει να επαναφέρει αυτή την κάπως συντηρητική αντίληψη περί του ρόλου της γυναίκας. Βέβαια ο μάτσο πρωταγωνιστής του πρώτου blade runner έχει αντικατασταθεί από τον προβληματισμένο και μπερδεμένο Κ, ο οποίος όμως σε πολλά σημεία φαίνεται να χρειάζεται μια «νταντά» για να τον καθοδηγήσει (η αφεντικίνα του τον καλύπτει όταν αποτυγχάνει στο τεστ, αφού της έχει πει ψέματα βέβαια, η Luv τον προστατεύει όταν καταρρίπτεται το όχημά του στον σκουπιδότοπο, ασχέτως αν το κάνει για δικό της όφελος και η Stelline με την ανάμνηση που του φύτευσε, τον οδήγησε τελικά στην απελευθέρωσή του). Στο τέλος ο αντρικός πρωταγωνιστικός ρόλος παραμερίζεται αλλά η ταινία δεν αναδεικνύει -φαινομενικά- στη θέση του έναν πραγματικά ριζοσπαστικό γυναικείο ρόλο. Ενώ η πραγματικότητα είναι τελικά κάτι σχετικό και μεταβλητό που συμπεριλαμβάνει τα ανδροειδή και τις φτιαχτές αναμνήσεις/ιστορίες ως μέρη της και συγκροτητικά της χαρακτηριστικά, επί της ουσίας η βιολογική γέννηση παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο.[iv]
Καθώς όμως ολοκληρώνεται η ιστορία, ακόμη και η γέννηση -πέρα από την καθαρά συμβολική της χρήση στη διάρκεια της ταινίας ως καταλύτη της ανατροπής αλλά και ως συμβολισμού της αναγέννησης ενός άγονου πλέον τόπου- καταλήγει να σχετικοποιείται, καθώς πραγματώνεται από κατασκευασμένους ανθρώπους. Η τεχνητή απόδοση αναπαραγωγικής ικανότητας στα replicants, οδηγεί στην δημιουργία ατόμων που μπορούν να αναπαραχθούν αυτόνομα και πιθανώς σε αντίθεση με τη βούληση και τις προθέσεις του ίδιου του μηχανισμού που τα δημιούργησε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τελικά καταρρίπτονται οι κοινωνικοί ρόλοι που σχετίζονται με αυτήν ως βιολογικό και κατ’ επέκταση αδιαπραγμάτευτο όριο που βάζει η πραγματικότητα. Η ταινία δεν μένει στη γέννηση ως βιολογικό φαινόμενο αλλά κυρίως ως ιδέα, άλλωστε τα replicants που κάνουν την επανάσταση θα ήθελαν να είναι τα ίδια ο/η γόνος (στα αρχεία υπάρχουν δύο πανομοιότυπα DNA, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό) ανεξαρτήτως φύλου. Ο ρόλος της γυναίκας ως Μητέρας δεν έχει τόσο καθοριστική σημασία σε έναν κόσμο που μπορούν να κατασκευαστούν βιολογικά ανδροειδή με διάφορες δυνατότητες (φανταστείτε τον Bautista με γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα). Με τον τρόπο που γίνεται η διαχείριση της αναπαραγωγής, σε συνδυασμό με την πολλαπλότητα ταυτοτήτων που μπορούν να παραχθούν στον ψηφιακό κόσμο, σχεδόν τα πάντα καταλήγουν να είναι σχετικά. Ο αυτοκαθορισμός του ατόμου μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση δημιουργού/κατασκευαστή και το μόνο που μένει να ξεπεραστεί, είναι ο ρατσιστικός /ταξικός διαχωρισμός.
Παίρνοντας εν τέλει ξεκάθαρα θέση υπέρ της αντίστασης των replicants, ο Κ/Joe χαράζει παράλληλα τον δικό του δρόμο σώζοντας την ζωή του Deckard. Στο τέλος πεθαίνει ευχαριστημένος και ήρεμος, όπως αφήνει να εννοηθεί το χαμόγελό του προς αυτόν και το βλέμμα του στα χιονισμένα σκαλιά, έχοντας δημιουργήσει ένα δικό του δρόμο δια μέσου της συνεχόμενης αυτοαμφισβήτησης. Ολοκληρώνει λοιπόν το συλλογικό του ρόλο με εντελώς προσωπικό τρόπο κι επιλογή, με πλήρη συνείδηση, δημιουργώντας τη σύνδεση κόρης/υιού με τον πατέρα, που δεν μπορούσε να πραγματώσει ο ίδιος, αφήνοντας στον Deckard, την Stelline και τα υπόλοιπα replicants το χρέος της επανάστασης.
[i] Ramble City: Postmodernism and Blade Runner, Giuliana Bruno
[ii] «Η ιστορία κάθε κοινωνίας ήταν ως τα χρόνια μας η ιστορία των ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη καταπιεστής και καταπιεζόμενος, σε σταθερές αντιθέσεις ανάμεσά τους κάνουν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε ανοιχτό άλλοτε καλυμμένο, έναν πόλεμο που τελείωνε κάθε φορά, είτε με την επαναστατική μετατροπή ολόκληρης της κοινωνίας, είτε με την καταστροφή και των δύο τάξεων που πολεμούσαν.», Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, κεφάλαιο: Αστοί και Προλετάριοι.
[iii] AC130 Gun Run on Taliban Patrol During GWOT
[iv] Replicants and Reproduction: Blade Runner 2049 and Sci Fi’s Obsession with Motherhood, Emma Louise Backe https://thegeekanthropologist.com/2017/10/19/replicants-and-reproduction-blade-runner-2049-and-sci-fis-obsession-with-motherhood/