Είναι αλήθεια πως όταν έλαβα το μήνυμα: «Δες, το protagon», δεν κατάλαβα πολλά. Όταν άνοιξα όμως το link κι είδα τα πρόσωπα των Χίτλερ & Στάλιν, ήμουν σίγουρος πως το πλυντήριο είχε ήδη κάνει τη δουλειά του και το «παραμύθι» βρισκόταν στη φάση του στεγνώματος. Ο τίτλος δε, μυθιστορηματικός: «Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν του Στάλιν, όχι του Χίτλερ». Θεωρία των δύο άκρων, σκέφτηκα αφελώς. Μα, όχι. Στην περίπτωσή μας έχουμε ανέβει επίπεδο.
- του Δημήτρη Κούλαλη
Πρόκειται για αφιέρωμα της συντακτικής ομάδας του Protagon στον απροκάλυπτα αντικομμουνιστή Αμερικανό ιστορικό Σον ΜακΜίκεν, ο οποίος, σύμφωνα με το Protagon: «εξιστορεί την ανθρωποσφαγή του 1939-45 από μία διαφορετική οπτική: χρίζοντας για μια σειρά από λόγους τον «πατερούλη» κυρίαρχη προσωπικότητα, ερμηνεύει τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα της ισχύος του σοβιετικού ηγέτη».
Το αφιέρωμα ξεκινά με την παράθεση ενός «ιστορικού ντοκουμέντου», κατά τον Σον ΜακΜίκεν, που αποδεικνύει ότι «οι Σοβιετικοί εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτεθούν πρώτοι στη ναζιστική Γερμανία».
Εδώ, το… ντοκουμέντο:
«Είναι απαραίτητο να στερήσουμε από τη γερμανική διοίκηση κάθε πρωτοβουλία, να προλάβουμε τον εχθρό και να επιτεθούμε στον γερμανικό στρατό, όταν βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης και δεν έχει χρόνο να οργανώσει την κατανομή των δυνάμεων στο μέτωπο», επισήμαναν σε επιστολή τους προς τον Στάλιν οι σοβιετικοί στρατηγοί, είκοσι μήνες μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ομως στο εν λόγω ιστορικό ντοκουμέντο, το πιο αναπάντεχο και ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι τόσο η προειδοποίηση περί της γερμανικής απειλής, αλλά το πότε συντάχθηκε η επιστολή –την 15η Μαΐου του 1941, δηλαδή έναν μήνα και μία εβδομάδα πριν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλουν στην ΕΣΣΔ. Αυτό σημαίνει ότι οι Σοβιετικοί εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτεθούν πρώτοι στη ναζιστική Γερμανία, γράφει στο «Stalin’s War» ο Σον ΜακΜίκεν».
Πάντως, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ως βάση τεκμηρίωσης της σπουδαιότητας του πονήματος του «διακεκριμένου αμερικανού ιστορικού», το Protagon παρουσιάζει το πρόσφατο σημείωμα στον Guardian, του καθηγητή Ιστορίας στο Χάρβαρντ Σεργί Πλοχί, ο οποίος χαρακτήρισε το συγγραφικό τέκνο του ΜακΜίκεν ως «εμπεριστατωμένο και καλογραμμένο» καθώς «αναδεικνύει μερικές νέες ιδέες και επαναφέρει κάποιες παλιές, για να αμφισβητήσει τρέχουσες επικρατούσες ερμηνείες του πολέμου».
«Πρόκειται, οπότε, για μια αναθεωρητική αφήγηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», συμπεραίνουν οι συντάκτες του Protagon.
Ορθό συμπέρασμα, κατά την άποψη της στήλης. Μιας και, τόσο ο Σον ΜακΜίκεν, όσο και ο Πλόχι ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ακαδημαϊκών που συστηματικά επιχειρούν, μέσω ποικίλων δημόσιων παρεμβάσεων τους, το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, με όρους πολιτικής και ιδεολογικής σκοπιμότητας.
Ποιος θα ξεχάσει, άλλωστε, τον κύριο Πλόχι, όταν τον Απρίλιο του 2015 ύφαινε την τήβεννο της «αθώας περιστεράς» στον πραξικοπηματία Μπορίς Γιέλτσιν;
Έλεγε τότε σε συνέντευξη του, στα πλαίσια προώθησης του βιβλίου του «The Implosion of the Soviet Empire»:
«Ο Γέλτσιν, πίστευε ότι είχε αδικηθεί από τον Γκορμπατζόφ, είχε αδικηθεί από το Κόμμα.(…) Ο ίδιος και οι άνθρωποι γύρω απ’ αυτόν, ήθελαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές μεταρρυθμίσεις… Αποφάσισαν, λοιπόν, ότι αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν μέσα στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ. Η Ρωσία, ήταν για αυτούς το όχημα, για το πέρασμα σ’ αυτή τη νέα δημοκρατική και κοινωνική συνθήκη. Το όχημα για τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς».
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιο ξέπλυμα σε πραξικοπηματία, θα ζήλευαν και οι εν Ελλάδι υπέρμαχοι των… εναλλακτικών ιστορικών αφηγημάτων που, από τις στήλες δημοκρατικών, κατά τα άλλα, εφημερίδων, μα κι από τους δέκτες των τηλεοπτικών καναλιών, έχουν ξεπλύνει από τους Γερμανοτσολιάδες και τους Χουνταίους, μέχρι τους μαχαιροβγάλτες δολοφόνους του Παύλου Φύσσα. Χωρίς γάριασμα, μάλιστα. Επιστρέφοντας εκ νέου στον κύριο Plokhy, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον να ξετυλίγει την… πλοκή της σκέψης του. Δεν ξέρω αν κρίνετε συμπαθητικό το λογοπαίγνιο του γράφοντος, πιθανότατα όμως να βρίσκατε «συγκινητική» την προσπάθεια του αναθεωρητή «σοβιετολόγου» να παρουσιάσει τον Γέλτσιν ως καλοκάγαθο «Μπάρμπα Θωμά» που δεν κρατά κακία… Αυτό διαπιστώνει κανείς σε έτερο μέρος της τοποθέτησής του, στην οποία, αρχικά αναφέρεται στον «κίνδυνο» δολοφονίας του από τον «μοχθηρό» πωλητή της Pizza Hut, Γκορμπατσόφ· στη συνέχεια ωστόσο, ο Πλοχί καταλήγει να εκθειάζει τη μαριονέτα των ιμπεριαλιστών της Δύσης, υπογραμμίζοντας ότι, εν αντιθέσει με τα δολοφονικά σχέδια του Γκορμπατσόφ και της πανούργας σοβιετικής ηγεσίας, ο Γέλτσιν «στάθηκε στο ύψος του» όταν εκείνος βρέθηκε στα πράγματα και δεν σκότωσε τον πολιτικό του αντίπαλο.
Τι καλός, τι γλυκούλης… Πάμε όμως στα λιγότερο γλυκούλικα, τώρα.
Στο έκτασης 800 σελίδων βιβλίο του, ο ΜακΜίκεν υποστηρίζει ότι ο μεγάλος (μάλλον, αρνητικός) πρωταγωνιστής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν ο ναζιστής δικτάτορας Χίτλερ, αλλά ο ηγέτης της ΕΣΣΔ, Στάλιν. Τι κι αν 20 εκατομμύρια πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης έδωσαν τη ζωή τους στην προσπάθεια απόκρουσης της φρικώδους ναζιστικής επέλασης; Όχι, για τον Αμερικανό ιστορικό παραχαράκτη, τα πράγματα δεν είναι έτσι. «Λαμβάνοντας υπόψη την κατάληξη του πολέμου αντί για την έναρξή του είναι ξεκάθαρο πως αυτός που επωφελήθηκε περισσότερο από τους δύο δικτάτορες ήταν ο Στάλιν», διαβάζουμε στο προωθητικό για το βιβλίο κείμενο του Protagon.
Κι αν υποψιάζεστε ότι κάπου εδώ θα ειπωθεί η γνωστή ανιστόρητη παπάτζα για το Σύμφωνο Μολότοφ- Ρίμπεντροπ, πολύ καλά κάνετε. Γιατί, πώς αλλιώς θα αιτιολογηθεί η θέση περί «ωμότητας» του «σοβιετικού δικτάτορα, ο οποίος ξεκίνησε τον πόλεμο στο πλευρό του Χίτλερ και τον τελείωσε με την αναγνώριση, από την πλευρά της Δύσης, της εδαφικής επέκτασης της ΕΣΣΔ», αν δεν βασιστεί στη διαχρονική διαστρέβλωση για το εν λόγω Σύμφωνο;
Α, και για να μην νομίζετε ότι οι άνθρωποι είναι τίποτα «εμμονικοί» που επιχειρούν να βγάλουν λάδι μόνο τον ναζιστικό βόρβορο των SS και της Luftwaffe , ο έγκριτος ΜακΜίκεν, για το χυδαιολόγημα του οποίου έσπευσε, το τονίζω ξανά, να γράψει σύσσωμη η συντακτική ομάδα του Protagon, ούτε λίγο, ούτε πολύ ξεπλένει και τον βασικό σύμμαχο των ναζί, την πολεμοχαρή και άκρως επιθετική εκείνο τον καιρό Ιαπωνία, λέγοντας μας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι κακώς οι Σοβιετικοί έστρεψαν τα όπλα εναντίον της. Έπρεπε να αφήσουν ανενόχλητους τους Ιάπωνες να αιματοκυλούν τον κόσμο από την Κίνα μέχρι την κορεατική χερσόνησο.
Όμως, ας είμαστε δίκαιοι: Τα βέλη του ΜακΜίκεν στρέφονται έναντι και των ιδεολογικά εγγύτερων σε αυτόν ιστορικών προσωπικοτήτων. Σύμφωνα με όσα γράφονται στο βιβλίο, ήταν ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αυτοί που μετέτρεψαν «τη σύρραξη σε πόλεμο του Στάλιν». Τα «παλιοκουμμούνια», τι πήγαν κι έκαναν; Βάσει πάντα της «πολυδαίδαλης» μεθολογικής προσέγγισης του ρεβιζιονιστή ιστορικού, ο μεν Ρούσβελτ «έδωσε προτεραιότητα στην κάλυψη των αναγκών της ΕΣΣΔ στο πλαίσιο του πολέμου, επιδιώκοντας σχεδόν αποκλειστικά την ήττα της Γερμανίας», ο δε Τσόρτσιλ ήταν «ασταθής» κατά την τέλεση των κυβερνητικών του καθηκόντων. Το ζουμί ωστόσο εδώ, βρίσκεται στο σημείο που ο ΜακΜίκεν φτάνει να ξιφουλκεί εναντίον των ΗΠΑ, καθώς εκείνες πρόσφεραν βοήθεια στους Σοβιετικούς από 50 έως 100 φορές «μεγαλύτερη από τη βοήθεια που έλαβε ο Τσιανγκ Κάι Σεκ, ο ηγέτης των εθνικιστών Κινέζων, κύριος σύμμαχος των ΗΠΑ στον πόλεμό τους με την αυτοκρατορική Ιαπωνία».
Τον καταλαβαίνουμε τον Αμερικανό. Μα, είναι δυνατόν να προσφέρουν μεγαλύτερη βοήθεια στο «σιδηρούν παραπέτασμα», απ’ ό, τι στους «συμμάχους» τους που πάλευαν να πνίξουν την επανάσταση στην Κίνα;
Όχι, την αμαρτία μου θα την πω. Τον καταλαβαίνω.
Πάντως, αν μας διαβάζει εκεί στα ξένα, είναι παρήγορο το γεγονός ότι ιδιωτικός τομέας των ΗΠΑ στάθηκε στο ύψος του, υποστηρίζοντας εν τοις πράγμασι τον αγώνα της ναζιστικής Γερμανίας για την επιβολή της «νέας τάξης πραγμάτων».
Περισσότερα εδώ.
Κλείνει η παρένθεση.
Ο ΜακΜίκεν αναγνωρίζει ότι το σύγγραμμά του δεν αποτελεί «μια περιεκτική ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Τότε, γιατί όλος αυτός ο χαμός, θα πει κάποιος;
Ίσως, γιατί βρισκόμαστε εκ νέου, μπροστά σε μια χυδαία παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας, όχι μόνο με άμεσο στόχο τη συλλογική λήθη, αλλά την ιδεολογική προάσπιση των συμφερόντων ενός συστήματος που ακόμη και τώρα, εν μέσω πανδημίας, εν μέσω οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, πετά στα μούτρα μας την απροκάλυπτη κερδοσκοπική του βουλιμία.
Όπως εύστοχα εξηγούσε παλιότερα η ομάδα του «Ιού», μ’ αφορμή τον Ακάθιστο Ύμνο των απανταχού αντικομμουνιστών, την «Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού» του Κουρτουά: «Σε περιόδους οξείας κρίσης, σε μια πληθώρα συντηρητικών και αντιδραστικών διανοουμένων εκείνο που προέχει είναι να ξαναγραφεί η ιστορία ώστε να αντιμετωπιστεί η κατ’ αυτούς «πνευματική ηγεμονία» της Αριστεράς».
Αλλά, μην πάμε μακριά. Τα ίδια, πάνω κάτω, έχει πει έχει πει κι ο ίδιος ο ΜακΜίκεν.
Στο πλαίσιο μιας σειράς δοκιμίων που αναφέρονται στην εκατονταετία της Ρωσικής Επανάστασης, οι New York Times δημοσίευσαν στις 19 Ιουνίου 2017 ένα άρθρο του ΜακΜίκεν, που έφερε τον τίτλο: «Ήταν ο Λένιν Γερμανός πράκτορας;» .
Το άρθρο βασιζόταν στο πρόσφατα τότε δημοσιευμένο βιβλίο του, με τίτλο: «Η Ρωσική Επανάσταση: Μια Νέα Ιστορία» (The Russian Revolution: A New History). Το βιβλίο, μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί ως ένα συγγραφικό πόνημα, τις σελίδες του οποίου πιθανότατα να είχε «ντύσει», αν βρίσκονταν στη ζωή, η πένα του Ισπανού δικτάτορα Φράνκο ή του Χιλιανού χουνταίου Πινοσέτ ή του μετρ στο κυνήγι των «κόκκινων», Τζ. Έντγκαρ Χούβερ. «Δεν πρόκειται για ένα ιστορικό έργο», έγραφε στη βιβλιοκριτική του μέρες αργότερα το WSWS. Κι αυτό γιατί, όπως υποστήριζε ο συντάκτης του άρθρου Ντέιβιντ Νόρθ, «ο Σον ΜακΜίκεν δεν διαθέτει το απαραίτητο επίπεδο γνώσεων, ούτε την επαγγελματική ικανότητα και την προσήλωση στα γεγονότα. Το βιβλίο του είναι απλώς μια άσκηση αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από την οποία είναι αδύνατον να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα».
Τότε, γιατί έγραψε το βιβλίο; Μα, για τον ίδιο λόγο που σήμερα βρίσκεται να υποστηρίζει ότι ο Β’ΠΠ διεξήχθη για να ανέβει η αξία του «brand name» του Στάλιν. Καταφεύγοντας εκ νέου στην ανάλυση του Ντέιβιντ Νόρθ: «Εκτός από το δέλεαρ των χρημάτων (τα αντικομουνιστικά έργα ξεκινούν συνήθως με σημαντική δημοσιότητα και εγγυώνται θετικά σχόλια στους The New York Times και σε πολλές άλλες εφημερίδες), ο Σον ΜακΜίκεν έχει και πολιτικό κίνητρο. Στις αρχές του τρέχοντος έτους- σ.σ. 2017- το WSWS έγραφε σχετικά με «ένα φάντασμα- που- στοιχειώνει τον παγκόσμιο καπιταλισμό: το φάντασμα της Ρωσικής Επανάστασης». Ο Σον ΜακΜίκεν είναι ένας από τους… στοιχειωμένους. Γράφει στον επίλογο του βιβλίου ότι ο καπιταλισμός απειλείται από την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και ότι το γόητρο του μπολσεβικισμού αυξάνεται και πάλι. «Όπως τα πυρηνικά όπλα που γεννήθηκαν από την ιδεολογική εποχή που εγκαινιάστηκε το 1917, το λυπηρό γεγονός για τον λενινισμό είναι ότι από τη στιγμή που εφευρέθηκε, δεν μπορεί να επανεφευρεθεί. Η κοινωνική ανισότητα θα είναι πάντα μαζί μας, μαζί με την καλοπροαίρετη πρόθεση των σοσιαλιστών να την εξαλείψουν». Ως εκ τούτου, «η λενινιστική τάση κρύβεται πάντα μεταξύ των φιλόδοξων και των αδίστακτων, ειδικά σε απελπισμένες περιόδους κατάθλιψης ή πολέμου που φαίνεται να απαιτούν πιο ριζοσπαστικές λύσεις». Και συνεχίζει: «Αν τα τελευταία εκατό χρόνια μας διδάσκουν κάτι, είναι ότι πρέπει να ενισχύσουμε την άμυνα μας και να αντισταθούμε στους ένοπλους προφήτες που υπόσχονται κοινωνική ευημερία» ».
Χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο; Ω, ναι! Κι γι’ αυτό, θα επανέλθουμε σύντομα.