Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Ένα κείμενο για τον έρωτα δε θα γεμίσει ζουμιά το πληκτρολόγιο, δε θα θυμίζει μπακλαβά σε ζαχαροπλαστείο στην Πόλη. Βγάλτε απ’ το μυαλό σας όλα τα κλισέ που πέρασαν απ’ τα οπισθόφυλλα των ημερολογίων τοίχου στα κοινωνικά δίκτυα, όλους τους γκόμενους που πέταξαν την ατάκα της ζωής τους ανάμεσα σε ένα Johnny κι ένα «πληρώνει ο άντρας»! Αλλάξτε το κανάλι των τούρκικων σίριαλ. Το κανάλι αντίληψής σας βασικά. Ένα κείμενο για τον έρωτα δεν είναι ραντεβουδάκια και χαζόγελα και μετά κουτσομπολιό για το πώς ήταν στο κρεβάτι. Δεν πηγαίνει περπατώντας στις παραλίες, δεν στήνει στα ραντεβού, δεν παίρνει χαρτί και φτιάχνει λίστα με τα «μην», με τα «όχι», με τα «δεν επιτρέπεται». Ένα τέτοιο κείμενο δε χαίρει υγείας. Ούτε σωματικής ούτε ψυχικής. Δε θα στήσει μεν σκηνές ζήλιας για τα χείλη της Αντέλ Εξαρχόπουλος -ούτε καν για της γειτόνισσας-, θα στήσει όμως θανάτους στην πρώτη φορά που η ματιά του δε θα ουρλιάζει, δε θα κλαίει πόθο, διάθεση για κατοχή κάθε μορίου του κορμιού της. Ολοκληρωτική κατοχή.
Ένα κείμενο για τον έρωτα θα γεμίσει τον τόπο αίματα. Θα βγάλει σε πρώτο πλάνο τις πληγές του, μην και κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι εδώ, σε ετούτες τις συντεταγμένες κάποιοι έχουν καρφώσει μια σημαία στα χρώματα του πολέμου, της διαρκούς μάχης για επικράτηση, για νίκη. Το ξανάπα: για κατοχή. Σε ένα τέτοιο κείμενο το σεξ μετατρέπεται σε άγριο σκίσιμο, τα δόντια μένουν υποθήκη για μελλοντική χρήση στην πλάτη, στο λαιμό, τα δάχτυλα βαφτίζονται υπογεγραμμένες και ψάχνουν τα ωμέγα του κορμιού για να πάρουν τη θέση τους! Οι λέξεις του δε θα είναι μεταγραφές μυθιστορημάτων της Ώστεν αλλά θα ερανιστούν και απ’ τα ανάστροφα ζαβώματα του Καββαδία, απ’ τα αλήτικα πηδήγματα του Τσαβαρία.
Καταλαβαινόμαστε; Ένα κείμενο για τον έρωτα δεν έχει φίλους, φίλες, οικογένεια, γνωστούς, σπίτι, άγκυρες. Φεύγει. Ανά πάσα στιγμή φεύγει. Κάνει βαλίτσα τα γράμματά του, τις κάλτσες του, τα σημεία στίξης του, το κόκκινο -κυρίως αυτό, το κόκκινο- χρώμα του και φεύγει. Χωρίς γεια, χωρίς σημειώματα, χωρίς πόρτες που χτυπάνε, χωρίς ενοχές, χωρίς ενδοιασμούς. Φεύγει για όπου, για όσο. Μόνο εκείνος, μόνο ο έρωτας για εκείνον θα το καθορίσουν. Όλα τα υπόλοιπα, υποσημειώσεις εκτός του κειμένου. Σκαστά φιλιά στον αέρα που άλλον αφορούσαν και σ’ άλλον κατέληξαν.
Ναι, αλλά για αυτό το κείμενο τι είναι έρωτας;
«Ο έρωτας έχει αυτό το εξωφρενικό: να μεταμορφώνει το γύρω χώρο του και να τον οικειοποιείται». Έτσι λέει ο Βασίλης Βασιλικός στον «Μονάρχη». Ψάχνει τον ορισμό σ’ ότι τον περιτριγυρίζει, σε όσα βλέπει να αλλάζουν με την παρουσία του. Στο εύπλαστο του υλικού μπροστά στο σταθερό, το απαράλλαχτο του αισθήματος. Τον καταλαβαίνει όμως ο Μπουκόφσκι; Συμφωνεί μαζί του; Το έχει δει ποτέ απ’ την οπτική του; Έστω μετά το τριακοστό κουτάκι μπύρας θα ασχοληθεί με τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα του Ζήτα;
«-Λίγο οίκτο Τζοάνα, το γαμήσι δεν είναι το παν σ’ αυτή τη ζωή.
-Γι’ αυτό ακριβώς σου πήρα τις μπογιές. Για να ζωγραφίζεις στα διαλείμματα.»
Η απάντηση του πορνόγερου έρχεται μέσα απ’ τις «Γυναίκες» του. Η τέχνη και το σεξ, η ζωγραφική και το γαμήσι είναι τα δώρα των Θεών στους ανθρώπους, οι λόγοι να ανασαίνουν, να ουρλιάζουν, να συνεχίζουν τις βολτούλες τους στον πλανήτη όσο αυτός περιστρέφεται! Είναι τα πάντα. Η τελεία και ο ουροβόρος γύρω της.
«Η ομορφιά του να ‘χεις αγαπήσει, σκεφτόμουν, βρίσκεται στο να θυμάσαι ότι έχεις αγαπήσει». Ο Ουμπέρτο Έκο, μιλώντας για κόμικς στην «Πριγκίπισσα Λοάνα», θέτει τον έρωτα από άλλη βάση: απ’ αυτήν της στροφής του κεφαλιού προς τα πίσω. Απ’ το δεδομένο του τέλους. Της λήξης του αισθήματος, των παρακάτω βημάτων, της επιβίωσης, της διατήρησης των λογικών, της αναπόλησης. Το να θυμάσαι το όμορφο επιβεβαιώνει ότι ήταν όμορφο. Είναι όμως έτσι κύριε Έκο; Μήπως μιλάτε για κάτι λιγότερο από όσα έχουμε πει ως τώρα; Δε θα σας αμφισβητήσω, απλά ρωτάω!
«Αν κάποια στιγμή δε με σκέφτεσαι, να ξέρεις πως το νιώθω. Παγώνει το σώμα μου. Παγώνει η κοιλιά μου. Πιο κάτω. Εδώ…» Τα απλοποιεί όλα η Βαμβουνάκη ή μήπως παίρνει τη Λοάνα του Έκο και την βάζει να λέει όσα θα έλεγε αν δεν ήταν χάρτινη ηρωίδα; Πόσο πιο κατανοητό να το κάνει στον πρίγκιπα ότι τον θέλει, ότι θα αυτοκτονήσει με γόμα αν της αφιερώνεται λιγότερο απ’ το όλον του; Κι ο πρίγκιπας, θα ήταν πεζός, θα γινόταν στεγνός, άντρας, γουρούνι, παοκτζής αν μόνον άνοιγε το «Είναι αργά, όλο και πιο αργά» του Ταμπούκι και της διάβαζε (από αιδώ δε θα της το έλεγε από στήθους): «Τι εκπληκτικός ο κώλος σου, είναι ολόκληρος ένα χαμόγελο, δε γίνεται ποτέ τραγικός.»; Θα ήταν έστω ένα κλικ λιγότερο ερωτευμένος αυτός απ’ τον οποιονδήποτε ερωτεύτηκε, φιλήθηκε, πρόδωσε, σκοτώθηκε ποτέ σε αυτόν τον κόσμο;
Όχι λέω. Και το όχι μου είναι τσιμενταρισμένο στο ίδιο μπετόν που πέφτει ασταμάτητο στο τέλος του Love me if you dare! Όχι λέω και ξεφυλλίζω τον Μάρκες και τον «Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας». Ήταν κάπου στην αρχή του βιβλίου* που έγραφε γι’ αυτούς που «φεύγουν», που δεν αντέχουν, που διαλέγουν άλλο δρόμο για τους απραγματοποίητους ή κακοκαταληγμένους έρωτες. Ξεφυλλίζω και σκέφτομαι τι σκατά κόσμο φτιάχνουμε, με τι ιδέες παραγεμίζουμε τα μυαλά των παιδιών, σε τι τεράστια προφυλακτικά προσπαθούμε να τα χώσουμε για να τα σώσουμε. Για να τα σώσουμε όχι απ’ τον τρόμο της αρρώστιας, του AIDS, του θανάτου. Όχι βέβαια! Για να τα σώσουμε απ’ τον τρόμο (μας) του λάθους, του αγιάτρευτου έρωτα, του μέχρις σπασμών πάθους. Απ’ το φόβο μιας διαρκούς λιακάδας στα πεντακάθαρα μυαλά τους!
—————————-
*Ναι, ήταν κάπου στην αρχή. Στη σελίδα 58, με ένα τόνο θλίψης ο μεγάλος Λατίνος γράφει: «είναι κρίμα να συναντάει ακόμη κανείς αυτοκτονίες που δε γίνονται για ερωτικούς λόγους»…