Mε αφορμή το “Foxcatcher” του Μπένετ Μίλερ…
To 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες και το μποϊκοτάζ των χωρών του ανατολικού μπλοκ, κατέκτησαν 174 μετάλλια. 83 από αυτά ήταν χρυσά. 2 από αυτά τα 83 ανήκαν στους αδελφούς Σουλτς, που τα κατέκτησαν στην ελευθέρα πάλη. Στους ίδιους αγώνες η χώρα μας κατέκτησε 2 συνολικά, κανένα χρυσό, ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο, στην πάλη πάλι, αλλά την ελληνορωμαϊκή. Η οικογένεια Σουλτς δηλαδή πήγε πολύ καλύτερα από ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά αυτό έχει και την πίσω του πλευρά: αν τα δύο μετάλλια ήταν για μας εθνική υπόθεση, τα 2 στα 174 ή τα 2 στα 83 τι να πουν στους Αμερικάνους; Μολονότι κυριαρχούν στους Ολυμπιακούς και μολονότι ο πατριωτισμός είναι τόσο ριζωμένος στο λεξιλόγιό τους, οι Αμερικάνοι δεν συνέδεσαν ποτέ ιδιαίτερα τον πατριωτισμό με τον αθλητισμό. Είναι περίεργη η σχέση τους με τα σπορ ακόμη και στα επαγγελματικά πρωταθλήματα τους, τους πρωταθλητές τους λένε παγκόσμιους πρωταθλητές. Οι Έλληνες παλαιστές γνώρισαν τότε μια κάποια δόξα, οι Αμερικάνοι όχι και τόσο. Έτσι σε ένα άθλημα που ούτως ή άλλως δεν έχει λεφτά, η ταινία ξεκινά δείχνοντάς μας τρία χρόνια αργότερα τον Μάικλ Σουλτς να δίνει διαλέξεις σε σχολεία. Φορά το χρυσό του μετάλλιο και λέει στα παιδιά ότι σημασία δεν έχει το μέταλλο, σημασία έχει όσα απαιτήθηκαν για να το κατακτήσει, όλες οι αρετές και όλες οι θυσίες που αντιπροσωπεύει. Τα λόγια αυτά που θα μπορούσαν να αποτελούν το τέλος μιας άλλου τύπου ταινίας, δεν φωτίζονται από ένα φως θριαμβευτικό, αλλά ούτε και ειρωνικό. Βρίσκονται, όπως κι ολόκληρη σχεδόν η ταινία, σε ένα μεταίχμιο μακριά από τις κάθε είδους σιγουριές για το τί είναι αυτό που συμβαίνει και το πώς πρέπει να νιώσουμε και πολύ πιο κοντά στην αμφισημία. Είκοσι δολάρια και μηδέν σεντς το ποσό που θα πληρωθεί για τη διάλεξή του. Ο εν ενεργεία Ολυμπιονίκης ζει στη φτώχεια.
Και τότε έρχεται το τηλέφωνο, η πρόσκληση, το όνειρο. Η πιο πλούσια οικογένεια της Αμερικής. Η οικογένεια ντυ Ποντ. Μια οικονομική δυναστεία που ξεκίνησε στηριζόμενη στα πυρομαχικά και τους εξοπλισμούς. Ο πόλεμος είναι το πατροπαράδοτο πεδίο ξεδίπλωσης του πατριωτισμού. Ο γόνος της δυναστείας Τζον ντυ Ποντ έχει φτιάξει αθλητικές εγκαταστάσεις στη φάρμα του και θέλει να φιλοξενήσει εκεί τον Μαρκ και άλλους παλαιστές. Θέλει να ιδιωτικοποιήσει το άθλημα, να το οικειοποιηθεί, να του δώσει λεφτά για να θριαμβεύσει η πατρίδα του (εδώ ένα αυθεντικό βίντεο από εκείνη την εποχή κι εδώ ο Μαρκ Σουλτς όπως είναι σήμερα δίνει συνέντευξη για την ταινία). Ο Τζον μιλά στον Μαρκ για τη βαθιά του αγάπη για το άθλημα της πάλης. Του προσφέρει ιδανικές συνθήκες προετοιμασίας, χρήματα και αναγνώριση. Είσαι σπουδαίος. Μπορεί η χώρα να μην στο αναγνωρίζει, αλλά στο αναγνωρίζω εγώ. Μπορεί η χώρα να μην σε αποκαθιστά, αλλά σε αποκαθιστώ εγώ. Ζούσες ως τώρα στη σκιά του μεγάλου σου αδελφού, του Ντέιβ. Δεν είσαι ο μικρός του αδελφός. Είσαι κάποιος πολύ μεγάλος. Έλα να γίνω εγώ ο μεγάλος σου αδελφός. Έλα να γίνω εγώ ο πατέρας σου κι ο μέντοράς σου. Έλα να γίνω εγώ ο προπονητής σου. Ο Μαρκ παίρνει από τον Τζον χρήματα και καταξίωση, ο Τζον παίρνει από τον Μαρκ επιτυχίες και θαυμασμό. Όλα δείχνουν πως η μεταξύ τους σχέση θα δουλέψει.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας
Όταν πρωτοσυναντάμε τον ντυ Ποντ δεν μας φαίνεται γραφικός ίσως ούτε καν εκκεντρικός. Ο σκηνοθέτης Μπένετ Μίλερ δεν βιάζεται να μας δείξει κάτι. Αφήνει τον ίδιο να αποκαλυφθεί σιγά σιγά στα μάτια μας. «Ορνιθολόγος, Φιλοτελιστής, Φιλάνθρωπος»: σε ένα ελικόπτερο, με ακουστικά στα αυτιά, στον ουρανό, απομονωμένος, πάνω από τους άλλους ανθρώπους ο Τζον επαναλαμβάνει σαν μάντρα τις τρεις αυτές λέξεις, τις τρεις αυτές ιδιότητές του, τις οποίες ο Μαρκ πρέπει να διαβάσει στον λόγο που θα εκφωνήσει προς τιμήν του. Ο ακραίος πλούτος ως ακραία απομόνωση, ο ακραίος πλούτος ως αυτισμός. Η μητέρα του είχε αγοράσει τον μόνο παιδικό του φίλο. Ο Τζον προσπαθεί να αγοράσει στο πρόσωπο του Μαρκ το δικό του καθαρόαιμο άλογο και μαζί το δικό του φίλο.
Ο υλικός παράγοντας κι ο συναισθηματικός παράγοντας. Η ταινία προσπαθεί να δει πως αλληλεπιδρούν, όντας και οι δύο πανίσχυροι. Βάζει να δουλέψουν τέσσερα δίπολα σχέσεων, όπου η δυναμική της κάθε μίας επηρεάζει άλλοτε φανερά άλλοτε υπόγεια τις άλλες. Η σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Η σχέση ανάμεσα στον ντυ Ποντ και την μητέρα του. Η σχέση ανάμεσα στον Ντι Ποντ και το Μαρκ. Η σχέση ανάμεσα στον Ντι Ποντ και τον Ντέιβιντ. Σε ολόκληρη την ταινία δεν θα δούμε τον Τζον ή τον Μαρκ να έχουν σχέση με γυναίκα ή να μιλάνε για γυναίκες. Αλλά δεν θα τους δούμε και να υπαινίσσονται οτιδήποτε αμυδρά ερωτικό μεταξύ τους. Υπάρχει κάτι που ίσως αιωρείται, ίσως και όχι. Όλη αυτή η σωματικότητα, όλες αυτές οι αγκαλιές, όλες αυτές οι λαβές, υπάρχει κάτι που δεν λέγεται, κάτι που ίσως είμαι εκεί ίσως ίσως όχι. Και ο Μαρκ βαρύνεται από την αγαπητική, προστατευτική, φροντιστική αλλά πάντως σκιά του μεγάλου του αδελφού. Μπορεί να οφείλεις στον άλλο τόσα πολλά, αλλά κάθε οφειλή είναι κι ένα βάρος. Και δεν γεννήθηκε ακόμη ο άνθρωπος που θα απαρνηθεί την ιδέα ότι αυτός είναι ο πρωταγωνιστής, ότι αυτός είναι ο ξεχωριστός. Στη σκηνή που παλεύουν στην προπόνηση τα δυο αδέλφια είναι εκτός των άλλων ο ήχος που εντυπώνεται, ο ήχος που κάνουν τα παπούτσια στην παλαίστρα, όπως ήταν ο ήχος που κάνει η μπάλα όταν τη βρίσκει το ρόπαλο σε μια σκηνή του “Μoneyball”
Σε αντίθεση με τον Μαρκ και σε ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση με τον Τζον, ο Ντέιβ μοιάζει πλήρης, παρακολουθούμε έναν άνθρωπο που δεν είναι απλά ολυμπιονίκης της πάλης και μεγάλος προπονητής, παρακολουθούμε έναν άνθρωπο χαρισματικό. Αλλά που κι αυτός αγοράζεται, πώς γίνεται να μην αγοραστεί από τα λεφτά, πώς γίνεται να μην δεχτεί την πρόταση, πώς γίνεται να μην έρθει τελικά κι αυτός στη φάρμα, πώς γίνεται να μην δεχθεί κι αυτός μια έκπτωση στην ακεραιότητά του, ενόψει του μεγαλύτερου καλού;
Η ταινία είναι σε τεράστιο ποσοστό οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών της και η μεταμόρφωσή τους. Οι ερμηνείες και η μεταμόρφωση όμως που πρέπει να πιστωθούν στον Μίλερ ως οργανικό τμήμα της ταινίας που είχε στο μυαλό του. Με τις γελοίες φόρμες τους σαν από ταινία του Γουές Άντερσον, με την μεγάλη μύτη και τη σχεδόν μάσκα ο Καρέλ, με το σώμα βουνό που έχτισε ο Τσάνουμ, με την αρχή φαλάκρας και την παλαιστική στολή ο Ράφαλο, γίνονται φιγούρες των οποίων μας εντυπώνεται εικαστικά η μορφή στο κεφάλι.
Ο Μπένετ Μίλερ στο «Καπότε» δεν με είχε εντυπωσιάσει, στο”Moneyball” όμως ήταν ήδη πολύ πιο σαφές ότι πίσω από την κάμερα υπάρχει ένας σκηνοθέτης που κάτι κάνει πάρα πολύ καλά, εδώ με την τρίτη του ταινία που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά (ο Καπότε στην πρώτη του ταινία λέει ότι ανακάλυψε ένα νέο είδος, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα) ο Μίλερ έρχεται να αποδείξει το βεληνεκές του. Το “Foxcatcher” είναι μια από τις καλύτερες αμερικάνικες ταινίες της δεκαετίας που διανύουμε. Δεν την ενδιαφέρει τόσο να δώσει σαφείς αποφάνσεις, γοητεύεται από μια δυναμική σχέσεων, την αφηγείται και μας καθιστά κοινωνούς αυτού του πολυσύνθετου πλέγματος που κρύβεται μέσα τους.
Το”Foxcatcher” έχει κάτι από την ατμόσφαιρα των γυμναστηρίων και τη μουνταμάρα του “Million Dollar Baby” του Ίστγουντ, κάτι από τον «Παλαιστή» του Αρονόφσκι, κάτι από την ταινία που ήθελε να φτιάξει ο Μπάρτον Φινκ στην ομώνυμη ταινία των Κοέν αλλά το Χόλιγουντ δεν τον άφησε, κάτι από το «Οργισμένο Είδωλο» του Σκορσέζε, κάτι από τις πατρικές φιγούρες και τις περίεργες οικογενειακές σχέσεις των ταινιών του Πολ Τόμας Άντερσον, ανήκει σε αυτή την οικογένεια των μεγάλων αμερικάνικων ταινιών, όντας την ίδια ώρα και εντελώς ιδιαίτερη και δύσκολο να ταξινομηθεί.
Το «USA – USA» που πιθανότατα δεν αξιώθηκε ποτέ να ακούσει ο Μαρκ στους αληθινούς αγώνες της αληθινής πάλης, το ακούει στους αγώνες του κατς που καταλήγει όταν αποσύρεται από την ενεργό δράση. Η Αμερική θα βρει τρόπο να σε δοξάσει, έστω και αν η δόξα της είναι διαφορετική από αυτή που πόθησες, έστω και αν η δόξα της είναι σκηνοθετημένη, έστω και αν αυτό που την ενδιαφέρει είναι η δόξα του εντυπωσιασμού, της εκτόνωσης αντί της ανάτασης, του χαβαλέ αντί του δέους, έστω κι αν αυτό που την ενδιαφέρει είναι η δόξα ως σόου.