Από την Μάιρα Ζαρέντη
Πρόκειται να σας διηγηθώ μία ιστορία με ταξικό ανάστημα. Εξάλλου τις θεωρητικές αναλύσεις του αναστήματος αυτού τις έχουν διηγηθεί άλλοι πριν από μένα. Πρόκειται για μία ιστορία σχετική με αγώνα και απώλειες. Στο κάτω κάτω, για μία απλή ιστορία ανθρώπων.
Πριν από μερικές ημέρες, έτυχε να βρεθώ στις μακρινές Άλπεις, σε ένα μέρος όπου εάν κάποιος αφαιρούσε το κεφάλαιο που έχει δοθεί προκειμένου να υπηρετεί τις ανάγκες των πλουσίων, θα έμεναν ξεκάρφωτα μερικά πανέμορφα ψηλά βουνά με χιόνι. Ωστόσο, στο παράθυρο ενός εκ των ξενοδοχείων εκείνων, καθόταν ένας κύριος γύρω στα 70 παρά, με solarium, λεύκανση και εμφανή την κατάχρηση των Viagra κάτω από την καουμπόικη ζώνη που φρόντιζε να κρατάει επιδεικτικά μπαίνοντας στο χώρο. Δίπλα του, μία κυρία γύρω στα 50, με εμφανή την κατάχρηση πλαστικών εγχειρήσεων και τις βασιλικές της καταβολές ακόμη και στον τρόπο που άρθρωνε τις λέξεις και τις έβαζε σε σειρά, μία σε ελληνική, μία σε αγγλική. Εκείνος, εργολάβος δημοσιών έργων και μεγαλοστέλεχος της ΝΔ, εκείνη βουλευτής της ίδιας πολιτικής παράταξης. Τρόπον τινά, έτυχε να ανήκουν στο φάσμα των εργοδοτών μου. Τρόπον τινά, έτυχε να αποτελέσουν μία βαρβάτη προσωποποίηση της ταξικής ανισότητας που όχι απλά διαβάζεται σε μπροσούρες, αλλά συντελεί καθημερινό βίωμα ολάκερης της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Ξημέρωνε μέσα Μαρτίου και η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε από απανωτά εκκωφαντικά χτυπήματα. Ήταν η κυρία με τις βασιλικές καταβολές που ήρθε να ζητήσει έναν φορτιστή που τάχατες δεν της είχα επιστρέψει την ώρα που το απαιτούσε. Παρόλο που της τον έδωσα, αποφάσισε να με μειώσει σε σημείο υπό του υπονόμου με ατάκες του τύπου : «Δεν υπάρχει συγνώμη» , «Ποια νομίζεις πως είσαι»; Και συνεχίζοντας χαλαρά να μιλάει για ‘μενα μπροστά μου στα αγγλικά, γιατί προφανώς μία προλετάρια εργαζόμενη δε μπορεί να γνωρίζει αγγλικά όπως δε μπορεί και να είναι μορφωμένη. Περνώντας η μέρα και scrollaροντας στο facebook, παντού κυριαρχούσε η είδηση του Μέμο, του 22χρονου που πέθανε εν ώρα εργασίας στα Μικέλ. Διαβάζοντας την είδηση αυτή, παράλληλα άκουγα τη γκρίνια των εργοδοτών μου για το γεγονός ότι αναγκάστηκαν να πληρώσουν 1 burger 65 ευρώ και μία μπύρα 17 ευρώ, δηλαδή να χαλάσουν σε ένα γεύμα όσα οι υπόλοιποι βγάζουμε σχεδόν σε μία βδομάδα. Ή με πρόχειρους υπολογισμούς, να χαλάσουν σε μία βδομάδα όσα άλλοι αγωνιούμε να βγάλουμε για να σπουδάσουμε ή απλά να περάσουμε έναν ολόκληρο χρόνο επιβιώνοντας. Το πιο ενοχλητικό όμως στην όλη υπόθεση, ήταν ο τρόπος που γελούσαν μαζί μας. Εκείνο το χαζό μηδίασμα που είναι ανάλαφρο από άγχη και απώλειες, που ειρωνεύεται την ίδια την πραγματικότητα με τρόπο χυδαίο και προκλητικό. Εκείνες οι αστικές χειραψίες και οι άνευ λογικής επιβραβεύσεις με τις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Όλες οι άχρηστες συνεισφορές τους στην κοινωνία, όλοι οι μικροί τους προβληματισμοί που ισοδυναμούν με κλανιές στο σύμπαν αλλά κυριαρχούν απλά και μόνο επειδή υποδαυλίζονται από ένα ικανοποιητικά μεγάλο κεφάλαιο. Στην προκειμένη, πιθανότατα αντλούμενο από υπέρογκες μίζες.
Η ταξική ανισότητα, ερμηνεύεται υπέροχα με όρους υπεραξίας, με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας, όμως στην τελική, είναι συνήθως κάτι πολύ πιο απλό. Κάτι που έχει να κάνει ουσιαστικά με τον τρόπο που κοιμόμαστε και ξυπνάμε. Με τον τρόπο που δομούνται τα παράλληλα σύμπαντα των κεφαλαιοκρατών και των εργαζομένων. Με εκείνη την τραγική αντίφαση της μάνας που θρηνεί το παιδί της που έφυγε στην άσφαλτο για 3 ευρώ την ώρα και την ίδια στιγμή, της μάνας που γελάει δυνατά διαλέγοντας φόρμες του σκι για το παιδί της. Της τραγικής αντίφασης των ποδιών που πρήζονται από τις φουσκάλες της ορθοστασίας και δε μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι και της γκρίνιας για το πόσο κοστίζει η αφαίμαξη από βδέλες σε πρότυπο κέντρο αρχαίας κινεζικής ιατρικής στην Κηφισιά. Η κοινωνία μας δομείται από κοφτές ανάσες και κακοπληρωμένο ιδρώτα. Από γόπες , καπνισμένες από απόγνωση στα πεζοδρόμια έξω από μεγάλα εμπορικά καταστήματα, συνήθως τρεις στον αριθμό. Μία το πρωί μαζί με το «πω ρε πούστη, άλλη μια μέρα εδώ», μία στο μεσημεριανό διάλειμμα και μία το βράδυ μαζί με το «επιτέλους, έφυγε άλλη μία μέρα». Η ταξική ανισότητα είναι βαθιά θέμα επιβίωσης, τόσο υλικής όσο και άκρως ψυχολογικής. Ο σύγχρονος εργάτης, περνά καθημερινά από χιλιάδες διαδικασίες εκλογίκευσης για να βγάλει τη μέρα του, για να αντέξει κάτω από τις άγριες συνθήκες εργασίας που του επιβάλλονται. Ο σύγχρονος εργάτης πρέπει πάντα να έχει ένα αντίβαρο στο «πόσο άχρηστος και μικρός είναι», στο «πόσο αργά κάνει τη δουλειά του», στο «πόσο φταίει που οι πωλήσεις πήγαν στραβά». Ο σύγχρονος εργάτης οφείλει να εφεύρει ένα νέο είδος red bull για να βγάλει πέρα τα 12ωρα ενώ την ίδια στιγμή, εκείνοι γελάνε μαζί μας πίνοντας aperoll spritz. Ο σύγχρονος εργάτης, οφείλει να επαναπροσδιορίσει την έννοια της ευτυχίας και να τη μοιράσει προσεκτικά στις εργατοώρες του.
«Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται τους θεούς και ανυψώνει τους βράχους. Κι’ εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι’ αυτόν τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι’ ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Πρέπει να κάνουμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.
«Ο μύθος του σισύφου», δοκίμιο πάνω στο παράλογο Άλμπερ Καμύ