Από τον Π. Σ.
Τελευταίως δεν μένει πένα μέσα στα δάκτυλα μου, θέλω τόσα να γράψω μα έχω κολλήσει σε ένα απέραντο θολό τοπίο και το μυαλό μου δε βοηθάει και πολύ. Ίσως να ‘ναι που δε του κολλάνε πολλά από τα πράγματα που θεωρούνται ως αυτονόητα σε τούτο εδώ τον κόσμο, στις κοινωνίες που παραλάβαμε και θα αφήσουμε χειρότερες στους επόμενους αφού είτε μας τρώνε τα οκτάωρα είτε οι ανάγκες, που καιρός για αλλαγές και οργάνωση;
Ήταν απόγευμα Τρίτης, μέσα Σεπτέμβρη, κάπου στο κέντρο της Λεμεσού, τα έφερε η ζωή να βρεθώ σε ένα από τα σουπερμάρκετ, απ’ αυτά που ναι γεμάτα πράματα, όμορφα με τις ετικέτες και τ’ αρώματα τους, μα αν είσαι φτωχός μην ακουμπάς ή αρκέσου στο ψωμί, το γάλα και τα απολύτως απαραίτητα αν μπορείς. Μακάρι να έβρισκα τον τρόπο να μην τα επισκέπτομαι, να μην υποστηρίζω τα εξαναγκασμένα χαμόγελα των υπαλλήλων, τις εκπτώσεις και τα γελοία μεροκάματα.
Μιλούσαν αραβικά και κάπου στη μέση άκουγα τ’ όνομα μου, λιγάκι σκυθρωπός μα αρκετά ντροπαλός για να γυρίσω το κεφάλι κατά πάνω σε ανθρώπους που δε γνώριζα. Προχώρησα λίγο, μια παιδική φωνή με φωνάζει με το όνομα μου, τόσο γλυκιά που έκανε το άχαρο «Κύριε» μπροστά να ακουστεί κάπως πιο ανεκτό. Μπορεί να ‘μαι πολλά αδερφέ μου, μ’ αυτό το «κύριος» δεν είμαι.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι με τους γονείς του και τα δυο αδέρφια του που γνώρισα στο σχολείο που ήμουν για λίγο το καλοκαίρι. Παιδί μεταναστών, που κάθε φορά που ξεκινούσε μια προτασούλα βεβαιωνόταν πως θα βάλει τις λέξεις στη σωστή σειρά για να μην κάνει λάθος. Είδα πέντε ανθρώπους να με κοιτάζουν μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο και τους γονείς να μου σφίγγουν το χέρι δείχνοντας μου πως χάρηκαν για την τυχαία αντάμωση μας.
Τα μάτια της λαμπύριζαν όσο μου μιλούσε, και εγώ προηγουμένως διερωτόμουν αν διάλεξα λάθος δρόμο στη ζωή. Κι’ αυτό διότι ψάχνω συνεχώς τρόπους για να βγάλω τα προς το ζην. Μου μιλούσε με ενθουσιασμό και εγώ προηγουμένως σκεφτόμουν τρόπους για να μη μας φάει η πείνα. Και όλες οι σκέψεις χάθηκαν με μιας όταν συνειδητοποίησα πως παρά το σύντομο μου πέρασμα, το χαμόγελο μεγάλων και μικρών ήταν η εκτίμηση και το ευχαριστώ για όσες προσπάθειες έκανα καθημερινά για όλα τα παιδιά.
Τα μικρά της αδερφάκια δεν ήξεραν ελληνικά, το καλοκαίρι όταν τους μιλούσα δεν με καταλάβαιναν και έσκυβαν το κεφάλι, μια αγκαλιά όμως ήταν αρκετή για να λύσει την αμηχανία και να τα κάνει να χαμογελάσουν. Άραγε έχει κάποια σημασία να πεις τη λέξη «αγκαλιά» σε οποιαδήποτε γλώσσα αν δεν την κάνεις πράξη; Εκείνη τη στιγμή, ο ένας εκ των δυο μου είπε με δυσκολία «εσύ», «εγώ», «εγώ», «εσύ» και χαμογέλασε.
Όταν αποχαιρετιστήκαμε και επέστρεψα σπίτι, διάβασα τα νέα από το Ωραιόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, μου ήρθαν στο μυαλό αμέσως αυτά τα παιδιά, αυτοί οι γονείς, αυτοί οι άνθρωποι που κανείς δε ξέρει πόσα πέρασαν για να βρίσκονται είτε στη τάξη μου είτε εκείνη τη στιγμή γελαστοί απέναντι μου. Κανείς άνθρωπος δεν αξίζει τέτοια ταλαιπωρία και καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν νοείται να ταπεινώνεται τόσο, υιοθετώντας φασιστικές και ρατσιστικές νοοτροπίες.
Τα χαμόγελα αδερφέ μου, δεν έχουν γλώσσα ούτε φυλή, ούτε μπορούν να ματωθούν από συρματοπλέγματα πατρίδων και κρατών, τα χαμόγελα μας δεν πουλιούνται σε μεγάλα μαγαζιά ούτε ξεπουλιούνται μέσα σε αίθουσες διαλέξεων ή τάξεων. Τα χαμόγελα μας είναι τόσο μεγάλα που φτάνουν μέχρι την καρδιά μας και είναι ικανά να επουλώσουν τις πληγές.
Κοίτα τα παιδιά, εκεί σου υπόσχομαι θα βρεις όλη την αλήθεια για το από πού πηγάζει η ελπίδα, εκείνη η ελπίδα που βρίσκω εγώ ο απαισιόδοξος καθημερινά για να σηκώνομαι και να βγαίνω απ’ το κελί μου.
Και εν τω μεταξύ, εκείνο το «εσύ», «εγώ», «εγώ», «εσύ» που μου συλλάβισε με κόπο το μικρό παιδάκι δεν θα το αφήσουμε στα χέρια κανενός να μετατραπεί σε «εγώ», «εγώ», «εγώ», «εγώ». Θα το σμιλέψουμε, θα το φροντίσουμε όμορφα και με αγάπη έτσι ώστε να μετατραπεί στο πιο πλούσιο πράγμα του κόσμου, σ’ εκείνο που κανένα από τα μαγαζιά τους δεν πουλάει, το «εσύ», «εγώ», «εγώ», «εσύ» αδερφέ μου να το κάνουμε ΜΑΖΙ, να το κάνουμε ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.
Δεν υπάρχει άλλος χώρος για όσους κοιτάνε τον εαυτούλη τους.
Πάω τώρα, θα έχω αργήσει πάλι. Εσύ κοίτα το ρολόι σου πως γυρίζει, είναι άραγε η ζωή μας δείκτες που χορεύουν από ένα τόσο δα μηχανισμό; Μας βάλανε να τα φορέσουμε για να μας κλέβουν το χρόνο. Τη ζωή. Κάθε φορά που αντικρίζω ένα, σκέφτομαι χρονολογικές προσθέσεις, πόσες άραγε υπήρξα δούλος και πόσες άνθρωπος;
Μη φεύγεις πάλι για δουλειά σκυφτός, δεν αντέχω να ξέρω πως θα σε δω μετά από ώρες, σε θέλω εδώ πλάι μου, να κτίσουμε μαζί γέφυρες που θα ενώνουν τους ανθρώπους και δε θα τους χωρίζουν. Όπου όλα τα παιδιά θα παίζουν ελεύθερα και χαμογελαστά, να μπορέσουμε στο τέλος της ζωής να φύγουμε ικανοποιημένοι ότι αφήσαμε στο πέρασμα μας κάτι πίσω που ν’ αξίζει, έτσι όπως ένιωσα και εγώ χθες όταν τους είπα αντίο.
Π.Σ