Από τον Χάρη Καλαμπόκη
Η απόφαση που πάρθηκε στη Γαλλία και απαγορεύει το Μπουρκίνι, καθώς και οι πρακτικές μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η εφαρμογή της απόφασης αυτής, επανέφεραν στο προσκήνιο μία μεγάλη συζήτηση (η οποία έχει ενδιαφέρον παρελθόν στη Γαλλία) για την ανεξιθρησκεία, τα δικαιώματα των γυναικών και την «σύγκρουση των πολιτισμών».
Παρά το γεγονός πως οι κρατικοί φορείς της Γαλλίας περιορίζονται στην ανάδειξη των τελευταίων τρομοκρατικών επιθέσεων, οι υπερασπιστές της απόφασης αυτής ανά την Ευρώπη, αναφέρονται στο ότι είναι καιρός να καταπολεμηθούν οι ακραίες εκφάνσεις του Μουσουλμανικού πολιτισμού, καθώς επίσης και να αντιμετωπιστεί η παραγώμενη από το Ισλάμ καταπίεση των γυναικών. Όσοι εναντιώνονται σε αυτήν την απόφαση, μιλούν για Ισλαμοφοβία.
Πράγματι, η Ισλαμοφοβία είναι φανερή τη στιγμή που το επιχείρημα του Γαλλικού κράτους είναι πως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, η συγκεκριμένη αμφίεση είναι προκλητική για τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Εκτός όμως από το ισλαμοφοβικό χαρακτηριστικό της ταύτισης των ισλαμικών ηθών με την τρομοκρατία, το επιχείρημα που θέλει τους «βαρβάρους» να προκαλούν τους «πολιτισμένους» είναι κάτι παραπάνω. Είναι πολιτισμικός ρατσισμός.
Ένας πολιτισμικός ρατσισμός που έρχεται κατευθείαν από τα βάθη της αποικιοκρατικής λογικής που πάντοτε η Δύση εξέτρεφε. Είναι η ιδέα πως οι πολιτισμοί δεν είναι απλώς διαφορετικοί, αλλά υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, και η μοναδική οδός για την ειρηνική σύμπόρευση δύο τέτοιων «άνισων» κόσμων, είναι η αφομοίωση του «κατώτερου» πολιτισμού από τον «ανώτερο». Μία λογική που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ρου της ιστορίας με τους γεμάτους καλές προθέσεις «πεφωτισμένους» αποικιοκράτες να «εκπολιτίζουν» στη βάση του κοινωνικού δαρβινισμού κάθε «άγριο» και «ξένο» πολιτισμό, και να κερδοφορούν σε βάρος των εκπροσώπων του. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι στη δική μας περίπτωση ο πολιτισμικός ρατσισμός στρέφεται ενάντια σε εσωτερικά αποκλίνοντα από την κυρίαρχη κουλτούρα στοιχεία, και αποσκοπεί στην συντήρηση του Δυτικού προτύπου αναδεικνύοντας έναν (με αναπόφευκτη κατάχρηση του όρου) Δυτικό «εθνικισμό».
Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο επί του συγκεκριμένου στην αποδόμηση της άποψης που θέλει το Ισλάμ να αποτελείται από τρομοκράτες που θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο (κάτι που αν μη τι άλλο υπολογίζοντας τον αριθμό των πιστών του, θα ήταν σχετικά εφικτό), αλλά στη γενικότερη σύγκρουση με τις ιδέες των περιούσιων λαών και των ανώτερων πολιτισμών. Στη γενικότερη σύγκρουση με την τακτική «δύο μέτρα και δύο σταθμά» που αποδέχεται την δημοκρατία μόνο αν τηρεί τις προϋποθέσεις που θέτουν τα συμφέροντα των «δημοκρατών», και αντιμετωπίζει την διαφορετικότητα των πολιτισμών σαν άγριο ζώο που χρήζει εξημέρωσης. Οι πολιτισμοί όμως είναι απλώς διαφορετικοί. Και ο σκεπτόμενος άνθρωπος έχει χρέος να εντοπίζει, να επισημαίνει και να προσπαθεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα του πολιτισμού της κοινωνίας στην οποία ζει. Όχι όμως επιβάλλοντας τα δικά του ιδανικά, αλλά αγωνιζόμενος για την κοινωνική ζύμωση εκείνη που θα οδηγήσει σε μία νέα πολιτισμική ανάπλαση.
Όσον αφορά στα δικαιώματα των γυναικών που η Δύση δήθεν υπερασπίζεται, στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν κάνει κάτι για να καταπολεμήσει την καταπίεση που δέχονται, αλλά επιβάλλει μία εκ νέου καταπίεση που ισχυροποιεί τα σεξιστικά πρότυπα που θέλουν τη γυναίκα αντί να διεκδικεί, να δέχεται. Βέβαια για τη Δύση, ο αγώνας για την ισότητα ανήκει έτσι κι αλλιώς σε ένα χοντροκομμένο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, που ενάντια στα ριζοσπαστικά στοιχεία που αγωνίζονται για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας με ίσα δικαιώματα, προωθεί απλώς την ελεύθερη πρόσβαση των γυναικών στα «αντρικά» προνόμια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως το χειρότερο είναι πως τολμούν να ισχυρίζονται πως η απαγόρευση γεννάει ελευθερία. Η ηγεμονία της δήθεν ανώτερης Δυτικής κουλτούρας είναι το μόνο εμπόδιο στο να αναγνωρίσει κανείς την επιβολή της Μπούρκας και την απαγόρευση αυτής, ως εκφάνσεις της ίδιας φασιστικής νοοτροπίας. Στην πραγματικότητα όμως, ποια είναι η διαφορά τους;
Η εκτίμηση πως η Μπούρκα καθώς και άλλα πολιτισμικά στοιχεία του Ισλάμ, αποτελούν καταπίεση για τη γυναίκα είναι σωστή. Η καταπίεση όμως δεν πολεμάται με καταπίεση, και τα δικαιώματα σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλονται από την κρατική εξουσία. Πως είναι δυνατόν να θεωρείται απελευθερωτική μία πράξη που γίνεται υπό την επίβλεψη της αστυνομίας και χωρίς καμία διάθεση από τον δέκτη; Διότι αν δεν παίζει ρόλο το συνειδησιακό κομμάτι, τότε τι παίζει ρόλο; Πόσο απελευθερωτική θα ήταν μία πράξη κατά την οποία θα ανάγκαζαν τις ηλικιωμένες γυναίκες π.χ της Ηπείρου να πετάξουν τα μαντήλια τους στη βάση του πολέμου της ανισότητας; Ή πόσο θα προωθούσε τα δικαιώματά των γυναικών αν σε παλαιότερες εποχές τις ανάγκαζαν να φορέσουν παντελόνια; (Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις, ας θεωρηθεί συμπτωματική). Πόσα παράθυρα ελευθερίας αφήνεις σε κάποιον όταν τον αναγκάζεις να υιοθετήσει το δικό σου πολιτισμικό πρότυπο ενάντια στη θέλησή του;
Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν πως η Μπούρκα ή το Μπουρκίνι πρέπει να απαγορευθούν, διότι η άρνηση των γυναικών να τα αντικαταστήσουν με άλλη αμφίεση δεν προέρχεται από πραγματική επιλογή, αλλά από καταναγκασμό που προέρχεται από το οικογενειακό ή το γενικότερα κοινωνικό τους περιβάλλον. Το πιθανότερο είναι αυτό να είναι αλήθεια. Η λύση όμως δεν βρίσκεται στην επιβολή μιας αντίθετης κατάστασης από την ήδη επιβεβλημένη, αλλά στην πρακτική διαβεβαίωση πως αν μία γυναίκα δεν θέλει να φορέσει μπούρκα ή μπουρκίνι, τότε κανείς δεν θα μπορεί να την εμποδίσει. Πράγματι το πρόβλημα του ότι οι ίδιες οι γυναίκες πράττουν ενάντια στην απέλευθέρωσή τους είναι υπαρκτό. Το χρέος της κοινωνίας όμως είναι να δώσει στις γυναίκες αυτές τα υλικά να διεκδικήσουν οι ίδιες την απελευθέρωσή τους. Η αντιμετώπιση των γυναικών αυτών ως δρώντων υποκειμένων θα αποτελέσει κινητήριο δύναμη για να αντιληφθούν οι ίδιες τον εαυτό τους ως δρώντα υποκείμενα.
Η ελευθερία και τα δικαιώματα, κερδίζονται μέσα από κοινωνικούς αγώνες χειραφέτησης. Τα μέσα επιβολής στην πραγματικότητα δεν σπάνε τις αλυσίδες. Αλλάζουν μόνο μάρκα και ιδιοκτήτη. Οι αλυσίδες σπάνε με τις επαναστάσεις. Οποιασδήποτε μορφής. Και τις επαναστάσεις δεν τις κάνουνε τα πρέπει όσων κοιτάνε από ψηλά, αλλά τα θέλω όσων κοιτάνε ψηλά.