Του Φώτη Βέργη
Όταν κοιτάς από ψηλά, καμιά φορά αρκεί να στρέψεις το βλέμμα στο εσωτερικό εκείνης της μαγικής ιπτάμενης κονσέρβας που σε κουβαλάει και ίσως να δεις συσκευασμένη ολόκληρη την οικεία γη που θα ξεδιπλωθεί σε λίγο κάτω από τα πόδια σου.
Δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι. Χάρη στην διάσωση του Ευρώ, την απόρριψη του μέηλ Χαρδούβελη και το ηρωικό 17ωρο της διαπραγμάτευσης πριν την στροφή στον ρεαλισμό, έχω δει τόσες φορές την γη σαν ζωγραφιά όσες δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί ο πιτσιρικάς εαυτός μου, εκεί, την δεκαετία του ’80, τότε που τακτικά ταξίδευε στα σύννεφα μόνο ο Παραμυθάς. Και οπουδήποτε προσγειωθώ έχω πάντα να αντιμετωπίσω την ίδια, μονότονα επαναλαμβανόμενη επωδό, είτε από τους φίλους που έμειναν πίσω είτε από εκείνους που έχουν πια πάρει απόφαση να χτίσουν ζωές σε χώρες με τούβλινα σπιτάκια, είτε, σαν επιστρέφω, από τις διάφορες εκδοχές Σαλονικιών ταξιτζήδων, που ώρες ώρες είναι σχεδόν προφανές πως είναι ένας : «Μείνε εκεί που είσαι! Τι θες να γυρίσεις εδώ;
Τι έχει πια η Ελλάδα;»
Ό,τι ακριβώς περιέχει τούτη η ιπτάμενη κονσέρβα.
Γίνομαι κι εγώ περιεχόμενό της στην χώρα με την Βασίλισσα και τα σκυλάκια της, τον καιρό που βγάζει Morissey και τον δεύτερης γενιάς μετανάστη που τώρα βρυχάται «έξω οι ξένοι» λίγο προτού το χρώμα του δέρματός του προκαλέσει τον «καθαρόαιμο» ντόπιο και το άδειο ποτήρι μπύρας του.
Το περιεχόμενό της έχει κι αυτό ακολουθήσει την τροχιά της κρίσης. Τον Δεκέμβρη του μακρινού πια 2010 περιελάμβανε ακόμα, και κυρίως, κυρίες με τσάντες από τα Harrods που επέστρεφαν «από ένα Λονδινάκι», ζευγάρια σε χριστουγεννιάτικες αποδράσεις, πιτσιρικάδες να περιφέρουν σαν σημαία τον Λονδρέζικο αέρα «τους». Όλοι, υπό τους ήχους εύπεπτων jingles της Δέσποινας Βανδή, να επιστρέφουν σε μια Αθήνα που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο ήδη άλλαζε, καθώς οι πρώτες μεγάλες συγκρουσιακές διαδηλώσεις και η άγρια καταστολή που τις συνόδευε, γέμιζαν τους γιορτινούς δρόμους της.
Σταδιακά, τα βλέμματα άρχισαν κι αυτά να αλλάζουν. Βάραιναν. Συννέφιαζαν. Οι χαρούμενες περιγραφές των εντυπώσεων των διακοπών σιγά σιγά εξαφανίστηκαν. Ο βόμβος των φωνών είχε τώρα πέσει ένα ημιτόνιο. Πλέον η κονσέρβα περιείχε συμπυκνωμένο άγχος, που γρήγορα έδωσε την θέση του στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ενός θυμωμένου καφενείου. Οι εκδρομείς καταναλωτές σταδιακά αντικαταστάθηκαν από «παιδιά που έφευγαν έξω», από διωγμένους που είχαν κάνει την ζωή τους μπόγο, από το μισό ενός καταδικασμένου ζευγαριού που πίστευε πως «δεν μπορεί, θα κρατήσει λίγο όλο αυτό». Όλοι τους, ανακατεμένοι με τα ολοένα και λιγότερα κατάλοιπα της προηγούμενης εποχής, σε ένα μείγμα εκρηκτικό. Οι κουβέντες γίνονταν ολοένα και πιο πολιτικές, ολοένα πιο φορτισμένες, ολοένα και πιο μπλεγμένες με προσωπικές ιστορίες που έμοιαζαν ίδιες, σχεδόν κοινές, βουτηγμένες σε βουβή οργή.
Μια μόνο φορά η κονσέρβα αίφνης μεταμορφώθηκε, έμοιασε να μεταφέρει φως, να κουβαλάει ήδη το καλοκαίρι προς το οποίο πετούσε. Στις αρχές του Ιούλη του ’15. Ένας μεταλλικός σωλήνας ηλεκτρισμένος, φορτωμένος όνειρα επιστροφής των πιο ρομαντικά αισιόδοξων ή την πεποίθηση των πιο κυνικών πως πια τα ψέματα είχαν τελειώσει και πως τουλάχιστον είχε έρθει η ώρα να πέσουν και οι τελευταίες μάσκες στο σατιρικό δράμα που το είπαν «Κρίση».
Και μετά, μια κωλοτούμπα. Που εξήγαγε πίσω στις χώρες της Ευρώπης κονσέρβες με παραίτηση. Και σιωπή.
Και μετά; Μετά συνέβη απλά η ζωή. Που ξέρει να χτίζει κανονικότητες νέες, με όλη την καθησυχαστική ρουτίνα τους.
Πλέον τα αεροπλάνα μοιάζουν με ΚΤΕΛ μιας άλλης, ασπρόμαυρης εποχής. Μέσα μηχανικής μεταφοράς, για κουρασμένους που ψάχνουν να ξαναπάρουν μια τζούρα του παλιού τους κόσμου. Τα ζευγάρια των πρώτων ετών συμπληρώθηκαν από ολοκαίνουριες φωνούλες, που αποκρίνονται στον γονιό που τους μιλάει Ελληνικά με ένα χαριτωμένο μείγμα της μητρικής λαλιάς τους και της φωνής της μόνης χώρας που γνώρισαν από την γέννησή τους. Αυτές είναι που κουβαλάνε ξανά το χαμόγελο, δανείζοντάς λίγο και στους υπόλοιπους.
«Τι έχει πια η Ελλάδα;»
‘Ο,τι ακριβώς και αυτή η ιπτάμενη κονσέρβα που μεταφέρει λίγο από εκείνη.
Από την μια, έχει κουρασμένα βλέμματα, που φωτίζουν μόλις νιώσουν το φως να αλλάζει, να θερμαίνεται. Σιωπές, που γίνονται οικεία φασαρία μόλις φανούν άναρχα μικρά χωράφια να αντικαθιστούν τα μεγάλα αλφαδιασμένα κτήματα. Βιβλία ιατρικής, μηχανολογικά σχέδια σε ένα λάπτοπ, ένα πιτσιρίκι που σε ρωτάει «τι ομάδα είσαι;», μια κυρία που γυρνάει από την κόρη της να κουβεντιάζει με την κόρη κάποιας άλλης Ελληνίδας μάνας, μπλέκοντας πάντα στην κουβέντα την ανησυχία της για το φαγητό και τον καιρό, το ταπεράκι και το ζακετάκι.
Έχει ανθρώπους που συναντούσες τα προηγούμενα χρόνια στους δρόμους, που ρουφήξατε τα ίδια δακρυγόνα, τραγουδήσατε τα ίδια συνθήματα, αγκαλιαστήκατε στις ίδιες γωνίες καθώς το πλήθος διαλυόταν βίαια. Που τώρα τους αρκεί απλά να πάνε παρακάτω, κουβαλώντας την προίκα των εικόνων τους.
Κάποτε, αν είσαι τυχερός, έχει και δυο μάτια λίγο διαφορετικά από εκείνα που συναντάς καθημερινά.
Με εκείνη την μη προφανή ομορφιά, την ομορφιά της απλότητας που κρύβει θαύματα που σαν να ανακαλύπτεις τώρα δα μόνο εσύ, κρυφά περήφανος έναντι των γύρω σου που δεν έχουν αντιληφθεί πως δίπλα τους στέκει κάτι σπάνιο και μεγαλειώδες. Εκείνη την μελαχρινή ομορφιά, που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μελαχρινή, τίποτε άλλο παρά Κρητική. Με ματιά που κρύβει φλόγα, μα μάτια γκριζογάλανα, γαλήνια, χειμωνιάτικο Αττικό σούρουπο αιχμαλωτισμένο για πάντα σε ένα έξυπνο βλέμμα. Βλέμμα που έχει δει φωτιές, έχει πει αποφασιστικά «όχι» και μη πολιτικά ορθά «ναι». Και κουβαλάει έναν αέρα που είναι αυτός που σε χαϊδεύει κάθε πρωινό που δεν έζησες ακόμα, και είναι το σπίτι σου που ακόμα δεν έχτισες.
Κι από την άλλη, όπως μεταφέρεσαι πια στην ανταπόκριση μιας πτήσης εσωτερικού που σκαρφαλώνει στα σύννεφα από την Αθήνα, το περιεχόμενο της κονσέρβας μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό, πολύ πιο τοξικό, κι όμως το ίδιο οικείο, το ίδιο η Ελλάδα. Η Ελλάδα που νίκησε, ξανά, κερδίζοντας να μείνει πίσω.
Γιατί αυτή η πτήση είναι μια κονσέρβα Εκσυγχρονισμού. Μια κονσέρβα Αριστείας που Έμεινε Ευρώπη Μένοντας Ελλάδα και διώχνοντας αυτούς που τώρα μένουνε Ευρώπη κουβαλώντας Ελλάδα. Μια κονσέρβα ΠΑΣΟΚ, ανεξαρτήτως πού ανήκουν πολιτικά οι επιβάτες της.
Μια κονσέρβα με περιεχόμενο γιαλαντζί.
Ένα αεροπλάνο του οποίου οι μπροστινές θέσεις είναι κρατημένες για επισήμους και την ακολουθία τους, με ακριβά φουλάρια, ακόμα πιο ακριβό αέρα, και ύφος ικανοποιημένο που έσβησε φωτιές, αφού είχαν σβήσει προ πολλού οι δικές του.
Λίγο πιο πίσω, οι βοηθοί και οι σύμβουλοι και τα παιδιά της Εταιρείας. Με το designer κοστούμι και τα ψηλοτάκουνα που έχουν ονόματα, την ακριβή στολή που σκούζει «επιτυχία» και επιτηδευμένα ρίχνει στραβές ειρωνικές ματιές στους που δεν είχαν την τύχη να είναι σύμβουλοι κι αυτοί. Τριαντάχρονα λυκάκια που περιπλέκουν επιδεικτικά αγγλικές λέξεις στις κουβέντες τους, καθώς θυμούνται φωναχτά πως ήπιαν έναν καφέ στο executive lounge μετά το project meeting, και ανακοινώνουν ακόμα πιο φωναχτά ποιο αναβαθμισμένο industrial bar θα επισκεφθούν αφού προσγειωθούν στην συμπρωτεύουσα, ντυμένοι όπως είναι μήπως τους τύχει μια πρόχειρη έκτακτη δεξίωση – ασφαλώς χρηματοδοτημένη από το ΕΣΠΑ. Αυτό το χίπστερ προλεταριάτο, που το δίχως άλλο φέρει επίσης κάποιον επαγγελματικό τίτλο που ακούγεται εντυπωσιακά ξενικός.
Πιο δίπλα, ο «βγήκα μια δυο φορές στην τηλεόραση» τύπος Έλληνα διάσημου, που, βέβαιος για την λάμψη της εν λόγω διασημότητάς του, είναι ταυτόχρονα πεπεισμένος πως πρέπει να του εξασφαλίσει τον θαυμασμό και τον φθόνο στα βλέμματα των συνεπιβατών, και τον πόθο (αν πρόκειται για άντρα) ή την ζήλια (αν πρόκειται για γυναίκα) των αεροσυνοδών, οι οποίες ασφαλώς οφείλουν να τον υπηρετήσουν με δουλικότητα.
Αλλά, χειρότερος όλων, αυτός ο εσμός της πατροπαράδοτης, κρατικά επιχορηγούμενης, αλλά ιδεολογικά αντικρατικά διακείμενης ελληνοφιλελεύθερης επιχειρηματικότητας. Της κατά φαντασίαν αστικής τάξης ενός διεστραμμένα τέλειου παραδείγματος της, κατά Supiot, κομμουνιστικής οικονομίας της αγοράς. Όπου η αρχή του άκρατου ανταγωνισμού, η αποθέωση του ατομισμού και η οικονομική ελευθεριότητα συνδυάζονται αφενός με την «περιορισμένη δημοκρατία» χάριν των «αρίστων» και των πυλώνων της ανάπτυξης, με το δίκαιο να περιορίζεται σε ρόλο εργαλείου που αξιοποιείται για να τους προστατέψει, και αφετέρου με την ποσοτικοποίηση των πάντων και την αποσύνδεση και ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους.
Ζουν σε διαφορετικούς κόσμους. Έχουν διαφορετικά βλέμματα. Είναι σχεδόν διαφορετικά είδη.
Και όταν μαντάμ Σουσούδες της νέας νομεκλατούρας αναγκαστούν να συνυπάρξουν για λίγη ώρα με τους πτωχούς, είλωτες και καταναλωτές μαζί, ίσως ως περιεχόμενο της ίδιας ιπτάμενης κονσέρβας, δεν θα διστάσουν να τονίσουν άμεσα την νομιζόμενη διαφορά της θέσης τους. Με εκείνη την περπατησιά που μαρτυρά πως ξέρουν πως τούτο το χώμα δεν είναι δικό τους και δικό μας. Είναι δικό τους, πάντα και μόνο, και οι υπόλοιποι υπάρχουμε για να κρατάμε το γκαζόν επαρκώς πράσινο.
Σαν το πιο τοξικό ΠΑΣΟΚ που κρύβουν στην καρδιά τους και έχει θρέψει τα προγούλια τους, που ξεχειλίζουν από τα ακριβά πουκάμισα με τις μεταξωτές γραβάτες. Τα μανικετόκουμπα χρυσά, τα κοστούμια καλοσιδερωμένα. Καθωσπρέπει ταγοί της σταθερότητας και της ανάπτυξης – αν όχι πυλώνες των ιδιωτικοποιούμενων βασικότερων αγαθών, όπως, ας πούμε, η παιδεία και η υγεία.
Μαϊμουδίζοντας ψεύτικη αστική ευγένεια θα καλησπερίσουν τον συνεπιβάτη τους, ενώ κοιτούν λάγνα την νεαρή αεροσυνοδό στον διάδρομο. Σε λίγο, καθώς τους προσφέρει μια καραμέλα, θα βουτήξουν το χέρι στο προτεταμένο καλάθι και, λαίμαργα και σχεδόν βίαια, θα πάρουν μια χούφτα, σε μια κίνηση τόσο χαρακτηριστική του βίου τους, που είναι πια αντανακλαστική, δεύτερη φύση.
Επιστρέφουν από κάποιο συνέδριο, κάποια συνάθροιση ομοίων τους, κάποια συνάντηση με τους ισχυρούς και τους που, πίσω από τα φώτα, λαδώνουν την μηχανή και κρατάνε το τσίρκο σε κίνηση. Και συζητάνε για τα επιτεύγματα και τα σχέδια τους, χωρίς κανένα πρόσχημα, χωρίς την παραμικρή συστολή, χωρίς κανέναν φόβο ή ντροπή για τους πιθανούς αναγκαστικά λαθρακουστές συνεπιβάτες τους.
«Εξαιρετική η συνάντηση, αλλά μικρότερη συμμετοχή από την προηγούμενη φορά, παρά τα τόσα ενδιαφέροντα. Ίσως γιατί αυτήν την φορά δεν είχε θέμα να ‘’καίει’’, όπως τότε που μας έμαθαν πώς να απολύουμε χωρίς πολλές συνέπειες».
«Πρέπει να κολλήσουμε στον πρέσβη, αυτά τα προγράμματα έχουν ένα σωρό τζάμπα λεφτά, χωρίς να κάνεις τίποτα».
«Να πάμε στο Περιφερειάρχη [που είναι δικός μας], να μας φέρει σε επαφή με τον [επιχειρηματία]. Έχει πολλά λεφτά η ιστορία και εύκολα, και τα μοιράζει. Τόσα κάναμε για τον Περιφερειάρχη».
Άνθρωποι που χαμογελούν γλοιωδώς σε όσες(-ους) τους σερβίρουν, ξερογλειφόμενοι χυδαία μόλις γυρίσουν την πλάτη τους.
Που, αναφερόμενοι στους Θρακιώτες συναδέλφους τους, χρησιμοποιούν τον όρο «τα μεμέτια». Όρος που εισχωρεί και στην επόμενη κουβέντα τους, για τα «μεμέτια» που εισέβαλαν στην χώρα και ίσως τους μολύνουν, τα στο μυαλό τους εξάχρονα μιάσματα, τα γάργαρα νερά των δικών τους, προστατευμένων, ιδιωτικών σχολείων.
Άνθρωποι των οποίων η παιδεία, στα γραμματικά κακοποιούμενα ελληνικά τους, εκτείνεται ως το τελευταίο βιβλίο του Βύρωνα Πολύδωρα, στο οποίο με ενθουσιασμό αναφέρονται. Σε αυτό, ο της μιας ημέρας Πρόεδρος της Βουλής της Γράνας αναλύει Αριστοτέλη. Ο ενθουσιασμός έγκειται, δε, όχι στο πόνημα του Βύρωνος καθεαυτό, αλλά στις ανθυποαναφορές και ευχαριστίες που περιέχει σε κάποιον εκ των ιδίων. Είναι το δίχως άλλο απόδειξη πως επηρεάζουν τους ισχυρούς ακόμα και στα πιο μικρά, πως η πατρίδα τους χρωστά ευγνωμοσύνη ακόμα και για τα λιγότερα των πραγμάτων.
O Θωμάς ο Ακινάτης φοβόταν τον άνθρωπο του ενός βιβλίου. Πόσο παραπάνω θα έπρεπε άραγε να φοβάται κανείς τον άνθρωπο της μιας εισαγωγής ή του ενός ευχαριστήριου;
Αυτή η κονσέρβα είναι ληγμένη. Έσκασε πια και ξεχειλίζει δυσωδία και δηλητήριο. Είναι κι αυτή οικεία. Γιατί είναι κι αυτή ενδεικτική του «τι έχει η Ελλάδα», τι είχε πάντα αυτός ο τόπος των άκρων, που ακόμα μνημονεύει το μέτρο, μα ξέρει κατά βάθος πως ακόμα και εκείνοι που πρώτοι μίλησαν γι’ αυτό δύσκολα το αγκάλιαζαν.
Δυο αντιφατικές κονσέρβες, λοιπόν. Να ερωτεύεσαι και να απωθείσαι.
Και δύο κόσμοι, το ίδιο αντιφατικοί.
Ποιος είναι ο δικός μου; Ποια είναι η απάντηση που λαμβάνουν πάντα οι ταξιτζήδες που απορούν «τι έχει εδώ που δεν σε απωθεί»;
Έχει ωραίους τρελούς που αντάμα δίνουν το χέρι σε έναν άγνωστο στην άλλη άκρη της χώρας, μήπως και τον ζεστάνουν, μήπως και τον δροσίσουν.
Έχει και εκείνους που αγκαλιάζουν τα πεντάχρονα που οι άλλοι βλέπουν ως κίνδυνο για τον πολιτισμό τους της μιας βιβλιοεισαγωγής, που δεν λογίζουν «μεμέτια», αλλά καινούριους γείτονες, που πολεμάνε να ξαναζωγραφίσουν χαμόγελα εκεί που έχει χαράξει δάκρυα ο πόλεμος.
Έχει τον ταξιτζή που δεν θα πληρωθεί από τον άνεργο, και τον μάστορα που θα δουλέψει νύχτα για να έχει ξανά η γιαγιά λίγο νερό, και τον συνάδελφο που θα σταθεί πλάι σε εκείνον που ο άριστος θα θεωρήσει ευγνώμον γρανάζι, πλεονάζοντα, ληγμένο.
Έχει αυτούς που σώζουν ζωές, 36 ώρες άυπνοι και απλήρωτοι, γιατί αυτό αγάπησαν από παιδιά να κάνουν.
Έχει δασκάλους που οι φωνές τους κλείνουν και οι μέρες τους μεγαλώνουν από την ζωή που αφιερώνουν στα παιδιά τους.
Έχει και εκείνες τις κρυφές γειτονιές που βγαίνουν από τις σκιές την νύχτα, όπου φουρνάρηδες, μπάρμεν, σερβιτόροι, υπάλληλοι και δικηγοράκια συνεχούς πυράς, καλημερίζονται με τα κορίτσια που κάποτε ήταν αγόρια και τον Γιάννη που περιποιείται τα γλαστράκια που στολίζουν την καβάντζα του στο πεζοδρόμιο, και όλοι μαζί τρέχουν να σηκώσουν στα χέρια το παιδί με τις τρύπες στο μπράτσο, που διάλεξε απόψε να προσπαθήσει ένα κακό ταξίδι.
Έχει μέχρι και κάτι μεμονωμένους δικαστές, και άρα φίλους μας, που φίλοι τους είναι και εκείνων τα στοιχειά της πόλης, οι αλαφροϊσκιωτοι και οι στο περιθώριο. Που έχουν γνωρίσει την αγριότερη νύχτα και την σκληρότερη ημέρα και ξέρουν τι κρύβουν οι ζωές πίσω από τα χαρτιά που στριμώχνονται στους φακέλους τους.
Όλοι τους να κάνουν το μικρό τους αντάρτικο. Σιωπηλά, αν όχι μυστικά. Γιατί αυτή είναι απλώς η καθημερινότητά τους, και όχι μια φίλαυτη ευκαιρία για selfies που θα μαζέψουν ψεύτικες επιδοκιμασίες. Σιωπηλά, χωρίς φανφάρες, χωρίς απαιτήσεις. Γιατί αυτό είναι που ξέρουν για αυτονόητο. Χωρίς να ψάχνουν πεινασμένα να μετάσχουν των αρίστων, που μας εκσυγχρόνισαν, μας ανέπτυξαν, και έμειναν Ευρώπη.
Αυτό είναι που «έχει», λοιπόν, εκεί έξω, που σε τραβάει να επιστρέφεις, που σε δελεάζει να ερωτεύεσαι, αγνοώντας τα γκέμια της λογικής.
Γιατί όσο καλή κι αν είναι η κονσέρβα, δεν θα συναγωνιστεί ποτέ την γεύση και το άρωμα του ζωντανού, του φρέσκου. Που είναι εκεί έξω ακόμα. Και πολεμάει.
Γιατί πώς αλλιώς;
Της Ε.Χ. που, αντί αποχαιρετισμού, της το υποσχέθηκα το Σάββατο 4 Φλεβάρη, καθώς κατέβαινα μια σκάλα βγαίνοντας από την αγγλική μουντάδα σε ένα αττικό γκριζογάλανο σούρουπο που έμοιαζε στα μάτια της.
Όχι, Ε.. Εγώ σε ευχαριστώ.
Φώτης Βέργης, για το Νόστιμον ήμαρ