Γράφει ο Μόδεστος Σιώτος
Στις γραμμές που ακολουθούν, θα κάνουμε ένα μικρό σχόλιο πάνω στην αντι-καπιταλιστική πλευρά του Αστερίξ, βασιζόμενοι στο τεύχος Οβελίξ και Σία που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1976 στη Γαλλία. Όλα ξεκινούν, όταν ο Κάιους Τεχνοκράτιους, ένας νεαρός οικονομολόγος (σπουδαγμένος στη Λατινική Σχολή Οικονομικών σύμφωνα με τη βρετανική έκδοση του τεύχους, δηλαδή το ρωμαϊκό… London School of Economics) προτείνει στον Καίσαρα να εμποτίσει τους γαλάτες με τις αξίες του καπιταλισμού, της προσφοράς και της ζήτησης, του ποσοστού κέρδους, του καταμερισμού της εργασίας, τον ανταγωνισμό. «Η παγίδα του κέρδους το χρυσάφι. Να τί θα τους αποδυναμώσει και θα τους απασχολήσει. Θα τους εκφυλίσουμε».
Περιδιαβάινοντας στο γαλατικό δάσος, ο Τεχνοκράτιους πέφτει πάνω στον Οβελίξ που κουβαλάει ένα μενίρ. Ο Τεχνοκράτιους ισχυρίζεται ότι είναι αγοραστής μενίρ και ενδιαφέρεται να αγοράσει όλα τα μενίρ που φτιάχνει ο Οβελίξ. Ένας πλούσιος άνθρωπος, είναι ένας ισχυρός άνθρωπος, του εξηγεί. Αρχικά ο Οβελίξ φτιάχνει και παραδίδει ένα μενίρ την ημέρα. Ο Τεχνοκράτιους όμως του ζητά περισσότερα μενίρ, με ανταλλαγή περισσότερα χρήματα. Την επόμενη μέρα ο Οβελίξ ξαναπάει στο Μπαμπαόρουμ για να βρει τον Κάιους Τεχνοκράτιους :
ΚΤ : «Ορίστε τριακόσια συστέρσια!»
Οβελίξ: «Όχι, διακόσια».
ΚΤ: «Οι τιμές ανεβήκανε.»
Οβελίξ (Κοιτάζοντας προς τα πάνω) : «Πού πήγανε;»
Ο Κάιους Τεχνοκράτιους προσπαθεί να εξηγήσει στον Οβελίξ ότι η αγορά έχει τους δικούς της κανόνες, ότι η αγορά είναι αυτόνομη, έχει μια δική της λογική. «…Είναι εξαιτίας της προσφοράς και της ζήτησης… Η αγορά… Τέλος πάντων, είναι μπερδεμένο, αλλά οι τιμές αυξάνουν συνέχεια». Ο Οβελίξ δεν κατανοεί όμως τους κανόνες λειτουργίας και τη λογική δράσης της αγοράς, γιατί στο μυαλό του δεν υφίσταται καν ως έννοια η «αγορά». Γυρνώντας στο χωριό, πιάνει έναν περαστικό που κουβαλά ένα αγριογόρουνο και του λέει να του το δώσει. «Σου ‘στριψε;;;» απαντάει εκείνος. «Ορίστε, μ’αυτά μπορείς να αγοράσεις πολλά πράγματα και να γίνεις ο δεύτερος πιο πλούσιος άνθρωπος του χωριού. Και αγοράζω όσα μπορείς να μου παραδώσεις.
Αύριο θα σου δώσω δύο χούφτες, γιατί οι τιμές πετάνε μαζί με την αγορά, και προσφέρω τη ζήτηση, είναι φοβερά μπερδέμενο!». Ο Οβελίξ δεν καταλαβαινει τους νόμους της αγοράς, αλλά θαμπωμένος από τα συστέρσια ξαναγυρνάει στο στρατόπεδο. «Ορίστε οχτακόσια συστέρσια», του λέει ο Τεχνοκράτιους. «Α; Η ζητημένη προσφορά τίναξε πάλι, μετά τη χτεσινή αγορά, τις τιμές στον αέρα;», αναρωτιέται ο Οβελίξ.
Ο Κάιους Τεχνοκράτιους προσπαθεί να εντατικοποιήσει την εργασία του Οβελίξ και να τονώσει την παραγωγικότητα. Ο Οβελίξ του εξηγεί ότι δεν μπορεί να κόψει περισσότερα από ένα μενίρ την ημέρα, καθώς και αυτό το ένα που βγάζει, το βγάζει γιατί έπεσε στην χύτρα όταν ήταν μικρός. Ο ρωμαίος τεχνοκράτης του εξηγεί, λοιπόν, άλλον έναν κανόνα της αγοράς : «Αν δεν μπορείς να αυξήσεις την παραγωγή, η προσφορά δεν θα ικανοποιήσει τη ζήτηση και θα πέσουν οι τιμές». Στο μυαλό του Οβελίξ η φράση αυτή μεταφράζεται ως εξής : « Αν η προσφορόμενη ζήτηση της ικανοποιημένης παραγωγής δεν κάνω αρκετά, τότε τα συστέρσια θα πέσουν μες την τιμή τους». Καμία λογική απολύτως.
Η βιοπολιτική εργαλειοποίηση του μενίρ
Ο Κάιους Τεχνοκράτιους, στα πλαίσια μιας «βιοπολιτική» στρατηγικής, προσπαθεί να μετατρέψει τον Οβελίξ με τις γνωστές του συνήθειες σε έναν homo oeconomicus, έναν ορθολογικά σκεπτόμενο άνθρωπο της αγοράς (ό,τι δηλαδή προσπαθεί να κάνει και το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα με τα «αναπτυξιακά» της προγράμματα, στους ανθρώπους των χωρών του παλιότερα λεγόμενου Τρίτου Κόσμου εδώ και τέσσερις δεκαετίες). Ο Κάιους Τεχνοκράτιους του υποδεικνύει πώς πρέπει να φέρεται ένας καπιταλιστής και κυρίως πώς να χρησιμοποιεί το κεφάλαιο του : πρώτον, επενδύοντας, μεγαλώνοντας την επιχείρηση του και εντείνοντας την παραγωγή, εμβαθύνοντας τον καταμερισμό εργασίας και διευρύνοντας τις υποδομές του. Δεύτερον, ξοδεύοντας τα ρούχα του σε περιττά αγαθά : δεν μπορεί ο πιο σημαντικός άνθρωπος του χωριού να κυκλοφορεί με τέτοια κουρέλια, του λέει ο Τεχνοκράτιους!
Ο Οβελίξ με τα πολλά του συστέρσια πρέπει να ξοδέψει το χρήμα του για να έρθει σε λειτουργία η αγορά, αλλά ταυτόχρονα και για να αποκτήσει το συμβολικό κύρος που πρέπει να έχει ένας κεφαλαιούχος. Προσλαμβάνει τη γυναίκα του Μαθουσαλίξ ως προσωπική του μοδίστρα. Σύντομα, ο Οβελίξ θα περιφέρεται με μπέρτα, με φιόγκους στην άκρη των γαλατικών κοτσίδων του και μια καινούργια βράκα με μια τεράστια κορδέλα στη μέση. Τα νέα –γελοία- του ρούχα συμβολίζουν την κοινωνική καταξίωση, τη νέα ταξική θέση του Οβελίξ στο πρώην «αταξικό» γαλατικό χωριό.
Το «βιοπολιτικό» σχέδιο του Τεχνοκράτιους αποδίδει… Ο Οβελίξ αλλάζει συνήθειες, προτεραιότητες, αρχίζει να ντύνεται διαφορετικά, να ζει διαφορετικά, να μιλά με σνομπ ύφος στους συγχωριανούς του, να εξηγεί φωνάζοντας στον Αστερίξ ότι αυτός «έχει δουλειές, δεν έχει χρόνο να κυνηγήσει αγριογούρουνα». Εγκαταλείπει τις πρακτικές που τον χαρακτήριζαν, το κυνήγι, τους καυγάδες, τους χαβαλέδες, ακυρώνει την αταξική του ταυτότητα. Δεν είναι ο ζαπατιστέικος Οβελίξ που ξέραμε… Ο Ιντεφίξ ο σκύλος, η φωνή του υποσυνειδήτου του Οβελίξ, δεν αναγνωρίζει τον καπιταλιστή Οβελίξ, του γρυλλίζει. Ούτε ο Αστερίξ που περιφέρεται άσκοπα στο χωριό του μιλά, αφού ο Οβελίξ τον έχει κατηγορήσει ότι είναι τεμπέλης. Ο καπιταλισμός στοχοποιεί και ακυρώνει μια υπέρτατη αξία του γαλατικού χωριού: το δικαίωμα στην τεμπελιά αλλά και τη φιλία.
Ο Αστερίξ αποφασίζει να δράσει. Πείθει τους συγχωριανούς του να ασχοληθούν και εκείνοι με τη βιομηχανία μενίρ. Σιγά σιγά όλο το χωριό μετατρέπεται σε μια βιομηχανία παραγωγής μενίρ, όπου οι μισοί φτιάχνουν μενίρ και οι άλλοι μισοί κυνηγούν για τους άλλους μισούς. Τα μενίρ όμως πιάνουν χώρο στο στρατόπεδο Μπαμαπόρουμ και ο Τεχνοκράτιους αναγκάζεται να τα μεταφέρει στη Ρώμη για να δημιουργήσει νέο πλούτο. Προτείνει στον Καίσαρα να διοχετεύσουν τα μενίρ στη ρωμαϊκή αγορά. «Μα τα μενίρ δεν χρησιμεύουν πουθενά!», απαντά ο Καίσαρας. Φυσικά, αυτό δεν έχει σημασία στην λογική της αυτονομημένης οικονομίας της αγοράς.
Ο Τεχνοκράτιους καθίζει τον καίσαρα σε μια καρέκλα και του εξηγεί βάσει οικονομετρικών και ποιοτικών μελετών, πώς θα δημιουργήσουν τεχνητή ζήτηση στους καταναλωτές. «Ας μελετήσουμε τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να πετύχουμε το στόχο μας… Οι άνθρωποι αγοράζουν Α: ό,τι είναι χρήσιμο, Β: ό,τι είναι άνετο, Γ: ό,τι είναι διασκεδαστικό, Δ: ό,τι κάνει τους γείτονες να ζηλέψουν». Το μενίρ θα προωθηθεί ως ένα προϊον που συμβολίζει το μεγάλο πλούτο και την κοινωνική καταξίωση. Πινακίδες που διαφημίζουν μενίρ, γεμίζουν τους δρόμους της Ρώμης, τα μενίρ διαφημίζονται στο διάλειμμα ανάμεσα στις μονομαχίες του Κολοσσαίου. Η εμπορική επιτυχία των μενίρ βάζει σε κύκλο την οικονομία : πλέον στην ρωμαϊκή αγορά μπορεί να βρει κανείς χιτώνες με ζωγραφισμένα μενίρ, ηλιακά ρολόγια-μενίρ, κοσμήματα σε σχήμα μενίρ, και κουτιά παρασκευής μενίρ : «φτιάξ’το μόνο σου».
Ωστόσο, μια εγχώρια βιομηχανία παραγωγής μενίρ κάνει την εμφάνιση της στη ρωμαϊκή οικονομία, που προτρέπει τους καταναλωτές να αγοράζουν ρωμαϊκά μενίρ. Ο Καίσαρας εκνευρισμένος, καλεί τον εκπρόσωπο της ρωμαϊκής βιομηχανίας μενίρ, διατάσοντας τον να σταματήσει την παραγωγή. Προσβλεβλημένος, ο εκπρόσωπος των ρωμαίων βιομήχανων μενίρ, θυμίζει στο καίσαρα πόσοι άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους. «Μα είναι σκλάβοι!» απαντά ο Καίσαρας, «Ακριβώς», του απαντά ο εκπρόσωπος του συνδέσμου βιομηχανών μενίρ « Η δουλειά είναι το μόνο δικαίωμα που έχει ο σκλάβος. Δεν μπορούμε να του αφαιρέσουμε κι’αυτό!»…
Η «φούσκα» των μενίρ
Υπό την πίεση των διαμαρυριών των εγχώριων παραγωγών μενίρ, ο Καίσαρας κάνει πίσω και αφήνει την αγορά λειτουργεί ελεύθερα. Ο Κάιους τεχνοκράτιους του προτείνει να ξεκινήσουν έναν πόλεμο τιμών. Όμως, οι τιμές των μενίρ αρχίζουν να πέφτουν λόγω της εισβολής Αιγυπτιακών, ελληνικών και φοινικικών μενίρ, που κατακλύζουν την αγορά. Οι ντόπιοι βιομήχανοι προχωρούν σε προσφορές : μαζί με την αγορά ενός μενίρ, δώρο δύο σκλάβοι μεταφορείς! Αλλά οι τιμές συνεχίζουν να πέφτουν και με την αγορά δύο σκλάβων, δίνεται δώρο ένα μενίρ. Η κρίση των μενίρ επηρεάζει ακόμα και το εισόδημα των πειρατών, οι οποιοι όποιο πλοίο κι’αν κουρσαρέψουν έχει μέσα μενίρ. Ωστόσο στο απομακρυσμένο γαλατικό χωριό, η οικονομική κρίση των μενίρ δεν έχει φτάσει, καθώς ο Κάιους Τεχνοκράτιους έχει κρατήσει υψηλά τις τιμές των μενίρ για να συντηρήσει τη φρενίτιδα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που έχει ο ίδιος δημιουργήσει τεχνητά στο γαλατικό χωριό.
Ο Οβελίξ αρχίζει να ξυπνάει σιγά σιγά… Κλαίγοντας, εξηγεί στον Αστερίξ πως βαρέθηκε να είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος στο χωριό, θέλει να πάει να κυνηγήσει αγριογούρουνα με το φίλο του και να δείρει Ρωμαίους. Πρόκειται για μια βαθειά επαναστατική πράξη από μεριάς του Οβελίξ, που πρέπει να του την αναγνωρίσουμε.
Εν τω μεταξύ, ο Κάιους Τεχνοκράτιους ανακοινώνει στον Αλφαβητίξ που έχει παρατήσει την εμπορία ψαρέματος για να φτιάχνει μενίρ, ότι δεν τον ενδιαφέρουν πλέον τα μενίρ. Από εκεί και πέρα τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους. Όχι αναίμακτα όμως. Αρχικά, στρέφονται όλοι εναντίον του Οβελίξ που τους έβαλε στο δρόμο του καπιταλισμού, εκείνος απαντάει με μπούφλες και αφού πλακώνονται όλοι μαζί, σημειώνοντας συμβολικά έτσι την επιστροφή σε μια μετα-καπιταλιστική εποχή, σε μια κατάσταση ανομίας για να χρησιμοποιοήσουμε τον όρο του Ντουρκάιμ, όπου οι συμβατικές αξίες και νόρμες καταρρέουν, τρέχουν όλοι μαζί να πλακώσουν τους ρωμαίους.
Γυρνώντας από τη μάχη ο Αστερίξ πιάνει συζήτηση με το σοφό Πανοραμίξ : «Όλοι οι φίλοι μας είναι γεμάτοι με συστέρσια… Τί θα τα κάνουν;», «Πασατέμπο!» απαντά σοφά ο Πανοραμίξ, ο οποίος σχολιάζει γελώντας, με την κρίση πληθωρισμού στη Ρώμη. «Το συστέρσιο σε λίγο δεν θα αξίζει φράγκο!» λέει ο Πανοραμίξ, σκάζοντας στα γέλια με τον Αστερίξ και θυμίζοντας σε όλους μας ότι για τους πραγματικούς αντικαπιταλιστές, η «λογική» της οικονομίας της αγοράς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας απλός παραλογισμός που έχει γεννηθεί από κάποιο τεχνοκρατικό κεφάλι ενός Κάιους Τεχνοκράτιους.
Στην ιστορια Οβελίξ και ΣΙΑ, το μενίρ αντικατροπτίζει ένα μηχανισμό, μέσω του οποίου λαμβάνει τόπο η φαντασιακή θέσμιση μιας σειράς συλλογικών νορμών και αξιών. Δεν γίνεται λόγος εδώ απλά για τη δημιουργία τεχνητών καταναλωτικών αγαθών. Προφανώς και το μενίρ είναι μια απλή πέτρα, τίποτα το εξαιρετικό. Ωστόσο, το αξιακό περιεχόμενο που του δίνει ο αρχικός κεφαλαιούχος, ο Τεχνοκράτιους, αρκεί για τη δημιουργία ένος συλλογικού, φαντασιακού πλέγματος θεσμών, των οποίων οι αλήθειες, οι τεχνικές και πρακτικές, σταδιακά εξαπλώνονται ως μια νέα, συλλογικά αποδεκτή πραγματικότητα, από την Αρμορική μέχρι τη Φοινίκη.
Αυτή η νέα πραγματικότητα είναι η λογική δράσης της οικονομίας, η οποία, παρότι είναι τόσο ξένη και παράλογη στον Οβελίξ, καταφέρνει να τον κάνει να δράσει ως υποκείμενο της. Και δεν σταματά μόνο σ’εκείνον. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού σχεδόν σαν μαγεμένοι αγκαλιάζουν τη νέα συλλογική αλήθεια της οικονομίας της αγοράς, τους κανόνες της προσφοράς και ζήτησης, της καπιταλιστικής συσσώρευσης, κλπ. Και παρότι ακόμη και στον ανώτατο κυβερνήτη της Αυτοκρατορίας η λογική της αγοράς φαντάζει παράλογη, εκείνος όμως αναγνωρίζει σε αυτήν τη λειτουργία της ως «μηχανισμό πειθαρχίας», για τη διαχείριση ενός πληθυσμού. Στην ιστορία μας αρκούσε η επαναστατική πράξη ενός Οβελίξ που εκδηλώνεται μέσω της απλότητας της μπούφλας, αρχικά ενάντια στους μαγεμένους συγχωριανούς του και ύστερα στους Ρωμαίους, για να καταρριφθεί η φαντασιακή κυριαρχία της λογικής της αγοράς. Δυστυχώς για μας, στο δικό μας, φαντασιακό, κόσμο τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα…
Πηγή: paratiritis.gr