Νίκος Λάιος*
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Κάθε ψυχοδραστική ουσία διαθέτει και φαρμακολογικές ιδιότητες. Αυτό είναι γνωστό βιωματικά στα χιλιάδες χρόνια διαμόρφωσης της ιστορίας της χρήσης, λ.χ., του οπίου, της ντατούρας, της κάνναβης, αργότερα της μορφίνης κ.λπ. Η αναφορά της ελληνικής γλώσσας σε «φάρμακο» και «φαρμάκι» είναι ενδεικτική αυτής της ιστορικής εμπειρίας γύρω από τη χρήση ουσιών.
Αρκεί η διαπίστωση αυτή, ως βάση ανοίγματος ουσιαστικού διαλόγου, με αφορμή ένα νομοσχέδιο, που θέλει να προωθήσει η κυβέρνηση για την παραγωγή και χρήση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς; Και απαντά στο ερώτημα, για ποιον λόγο να επιτραπεί κάτι που ήδη επιτρέπεται και δίχως να έχουν μεσολαβήσει, στο μεταξύ, ικανά νέα επιστημονικά τεκμήρια;
Μάλλον όχι. Και αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι μια ανεπαρκής συζήτηση γύρω από την παραγωγή και χρήση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς, που ήδη επιτρέπεται στην Ελλάδα, πυροδοτεί μιαν άσχετη με το ζητούμενο «αιτηματολογία», για πλήρεις απαγορεύσεις και απελευθερώσεις.
Χρήσεις και χρήσεις
Αυτό που χαρακτηρίζει τη χρήση ουσιών στους προνεωτερικούς ή «παραδοσιακούς» πολιτισμούς είναι ένας συνδυασμός απαγορεύσεων και επιτρεπτικότητας. Τα δύο πάνε μαζί, άρα όχι σε μια δϋιστική λογική «ή επιτρέπεται, ή απαγορεύεται». Αυτό είναι συμβατό με μια ευρύτερη αντίληψη ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ προσωπικού και συλλογικού – δίχως να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και «συμπαγείς» απαγορεύσεις, όπως αυτή της αιμομιξίας. Ας σημειωθεί ότι οι πολιτισμοί αυτοί δεν είναι κάτι περασμένο και μακρινό. Δεν παύουν να συνυπάρχουν με τους νεωτερικούς, μέσα στην ίδια κοινωνία: καταπιέζονται και χειραγωγούνται από το κυρίαρχο μοντέλο (λ.χ. με το να εκκενώνονται από το περιεχόμενό τους και να γίνονται αντικείμενα κέρδους), αλλά και αντιστέκονται σε αυτό, ιδιαίτερα σε επίπεδο αξιών και κοσμοθεωριών. Η σύγχρονη μετατροπή των παραδοσιακών χορών σε θέαμα, αλλά και ο μεσοπολεμικός τεκές είναι παραδείγματα χαρακτηριστικά της τέτοιας συνύπαρξης και υπαινικτικής διαπάλης.
Στην ολιστική και πιο ανθρώπινη αυτή οπτική, η κάνναβη είχε μια χρήση τελετουργική (λ.χ. από τους γηραιούς της κοινότητας σε μια δημόσια γιορτή, γνωστή σε όλη την κοινότητα) και μια χρήση θεραπευτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι στους προνεωτερικούς πολιτισμούς «όλα ήταν μια χαρά». Σημαίνει, όμως, ότι οι πολιτισμοί αυτοί (ως επί το πλείστον ταξικοί, με ποικίλες ανισότητες, μορφές βίας και ελέγχου κ.λπ.) αντιλαμβάνονταν τον άνθρωπο, την κοινωνία και τη φύση ως αδιάσπαστα μέρη συνόλου, που συμβάλλουν από κοινού στην ενιαία εσωτερική ρύθμιση.
Στους νεωτερικούς πολιτισμούς, αντιθέτως, το σύνολο διασπάται, γίνεται ένα απλό άθροισμα των επιμέρους, που αποξενώνονται μεταξύ τους και μετατρέπονται σε σκέτα αντικείμενα κατανάλωσης, κέρδους, κυριαρχίας. Το «άτομο», ειδικά στη μετανεωτερική εκδοχή του, υποτίθεται πως έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στον εαυτό του, στους άλλους και στην όποια φύση. Η απαγόρευση και η επιτρεπτικότητα γίνονται δύο αμετάκλητα αντιμέτωπες καταστάσεις: υπάρχουν μονάχα σε δίπολο, με μοναδικό κριτή τους, υποτίθεται, το «άτομο». Η χρήση ουσιών παίρνει χαρακτήρα ατομικό. Άξονάς της γίνεται το ατομικό όφελος, έτσι που η κάνναβη «κάνει καλό» ή «κάνει κακό», αναλόγως τι συμφέρει καθέναν και καθεμιά.
Εδώ η κοινωνία, ως καθημερινή εμπειρία σύνδεσης του προσωπικού με το κοινωνικό, δεν υφίσταται ή υφίσταται περιθωριακά, σε θραύσματα, σε αραιές αποσπασματικές «δόσεις». Ή, πάλι, υποκαθίσταται από «το κράτος», ή από τις διάσπαρτες ομάδες συμφερόντων σε μια «κοινωνία των πολιτών» αχανούς εσωτερικής διαφοροποίησης. Ανακαλούμε την ύπαρξη της τέτοιας κοινωνίας μονάχα έτσι και μονάχα ως πρόφαση νομιμοποίησης (ή απειλής περιστολής) αυτού που καθένας και καθεμιά δέχεται ως ίδιον ατομικό όφελος. Σε τέτοια περιβάλλοντα, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών για μη ιατρικούς σκοπούς έρχεται ως μέσο ανακούφισης του ατόμου από την ίδια την κερματισμένη ατομικότητά του. Ως μέσο μιας απολαυστικής, βραχείας φυγής αυτού του τραγικά μοναχικού και αδύναμου θεού, από την αγωνία της απώλειας νοήματος ζωής, που τον σπαράζει στην αλλοτρίωσή του.
Από τη μια, λοιπόν, δεν μπορούμε να μιλάμε για χρήση ουσιών δίχως μελέτη του κοινωνικού/πολιτισμικού πλαισίου της χρήσης και του τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου μέσα σε αυτό.
Από την άλλη, δεν δικαιολογούμαστε να μπλέκουμε την παραγωγή και χρήση της κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς, με κάποια επιλεγόμενη «απελευθέρωση» της χρήσης, βασισμένοι σε στρεβλές κατανοήσεις της χρήσης ιστορικά και παγκοσμίως. Μα και στη συγχρονία, με αναφορά λ.χ. στα μακρινά μοντέλα της Ολλανδίας ή της πολιτείας του Κολοράντο, όπου, άλλωστε, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, τα πράγματα δεν κύλησαν ακριβώς όπως το ερμηνεύουν όσοι/ες τις… επικαλούνται ως επιχείρημα υποστηρικτικό κάποιας «απελευθέρωσης».
Τι είπαν οι εμπειρογνώμονες στην πολιτική ηγεσία
Μέχρι στιγμής, στη φάση που διανύουμε, φάση προπαρασκευαστική για τη μετέπειτα συζήτηση και ίσως ψήφιση ενός νομοσχεδίου για την παραγωγή και χρήση ιατρικής κάνναβης, τέτοιες οπτικές γενικά απουσιάζουν.
Στο κενό αυτό ξεσπά σιγά-σιγά μια απλοϊκή πολεμική: «είναι όλεθρος, απαγορέψτε την» και «είναι φυτό-θαύμα, επιτρέψτε την». Το μόνο που δεν συζητιέται (και συσκοτίζεται;) και από τις δύο άκρες του διπόλου «απαγόρευση-επιτρεπτικότητα», είναι το περιεχόμενο του πορίσματος της ομάδας εμπειρογνωμόνων, που γνωμοδότησε στον υπουργό Υγείας επί του ζητήματος, τον Φεβρουάριο του 2017.
Μιας και δεν έχουμε ακόμη στα χέρια μας το σχετικό σχέδιο νόμου, ας δούμε κάποια βασικά σημεία αυτού του ενδιαφέροντος πορίσματος και τα ερωτήματα που νομιμοποιημένα προκύπτουν.
Στη σελίδα 9 αναφέρεται ότι: «[…] είναι αποδεκτές οι φαρμακολογικές ιδιότητες και οι υπό διερεύνηση επακόλουθες θεραπευτικές ενδείξεις της κάνναβης κατόπιν εγκριτικών διαδικασιών […]». Γίνεται, δηλαδή, παραδοχή του αυτονόητου ότι η κάνναβη έχει φαρμακολογικές ιδιότητες, με την επισήμανση ότι οι θεραπευτικές ενδείξεις δεν είναι ακόμη τελεσίδικες. Σημειωτέον, πάντως, ότι στο τελευταίο έχει συμβάλει η συμπαγής «απαγορευτικότητα» γύρω από την κάνναβη, που καθυστέρησε τη διαθεσιμότητά της σε πλαίσια εργαστηριακά/ερευνητικά.
Παρακάτω, στη σελίδα 10: «Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επιτρέπει και ρυθμίζει ειδικά τόσο την παραγωγή όσο και τη διάθεση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς, προβλέποντας για τη διαδικασία αυτή κρατικό μονοπώλιο». Δηλαδή, υπάρχει υπόδειξη ότι η παραγωγή και διάθεση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς ήδη επιτρέπεται νομικά/θεσμικά, στο πλαίσιο κρατικού μονοπωλίου.
Στην ίδια σελίδα: «Πιθανή παρέμβαση στον ν. 4139/2013 θα ήταν επομένως σκόπιμη, μόνο στην περίπτωση που αποφασιζόταν το άνοιγμα της παραγωγής ή και της διάθεσης της κάνναβης και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του κρατικού μονοπωλίου, για ιατρικούς σκοπούς. Στην περίπτωση αυτή, θα αρκούσε κοινή υπουργική απόφαση […]». Δηλαδή, επισημαίνεται ότι κάποια παρέμβαση στον «Νόμο Περί Εξαρτησιογόνων Ουσιών» θα χρειαστεί μονάχα αν υπάρχει πολιτικό σχέδιο για εμπλοκή ιδιωτών στις διαδικασίες παραγωγής και διάθεσης της κάνναβης για ιατρική χρήση.
Ας σημειωθεί ότι τον Ιούνιο του 2017, περίπου 4 μήνες μετά την έκδοση του πορίσματος, εκδόθηκε κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης, με την οποία διευκολύνεται και πρακτικά η προμήθεια και κυκλοφορία φαρμακευτικών σκευασμάτων κάνναβης από το εξωτερικό, μέσω του Ε.Ο.Φ.
Συμπέρασμα; Είναι ακόμη σχετικά νωρίς, αλλά στη βάση του πορίσματος των εμπειρογνωμόνων, το πραγματικό ζητούμενο γύρω από το αναμενόμενο νομοσχέδιο δεν έγκειται στο αν θα επιτραπεί η… ήδη επιτρεπόμενη παραγωγή και χρήση για ιατρικούς σκοπούς – παρότι οι μελέτες δεν έχουν δώσει οριστικές θεραπευτικές ενδείξεις.
Το ζητούμενο έγκειται σε έναν επανακαθορισμό κανονιστικού πλαισίου αυτής της παραγωγής και χρήσης, με επίκεντρο ή ορίζοντα το «σπάσιμο» του κρατικού μονοπωλίου και με κίνδυνο να καταστούν πεδίο κερδοφορίας ιδιωτικών εταιρειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και τους γενικούς όρους ζωής στη σημερινή κατάσταση της χώρας.
Γύρω από αυτό είναι που αυτή τη στιγμή χρειάζεται να προβληματιστούμε, έξω απ’ τον αχό του διπόλου «απαγόρευση-επιτρεπτικότητα», μέχρι το νομοσχέδιο να κατατεθεί. Τα υπόλοιπα στην ώρα τους.
Πέραν του διπόλου «απαγόρευση-επιτρεπτικότητα»: άνθρωπος σε κοινωνία
Θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε τον διάλογο γύρω από το ζήτημα, πάντοτε «ανάμεσα σε κρότους και σιωπές», μέσα από το ομώνυμο αφιέρωμα του Σωματείου μας στο φιλόξενο Νόστιμον Ήμαρ.
Στο αναμεταξύ και επί του παρόντος, ας κρατήσουμε το στοιχείο ότι οι κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες παίζουν καίριο ρόλο στην κατανόηση της παραγωγής και χρήσης ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των φαρμάκων από παράγωγα κάνναβης. Προς επίρρωση, ας μην ξεχνάμε ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί για υποχρησιμοποίηση αλλά και κατάχρηση των φαρμακευτικών και, γενικότερα, των ιατρικών πόρων. Τα φάρμακα από παράγωγα κάνναβης δεν εξαιρούνται.
Φτάνοντας, εξάλλου, στην πραγματικότητα της «κατάχρησης», που υπενθυμίζει ο ΠΟΥ, το ζήτημα φεύγει από τα ιατρικά υπο-πλαίσια και φανερώνει ξανά την καθολική διάστασή του, τού κοινωνικού φαινομένου. Θυμίζοντάς μας ότι οι παράμετροι είναι εξαιρετικά πολλές για να αναπαριστάται η κάνναβη, με την κάθε άσχετη ευκαιρία, ως «ακίνδυνη» μέχρι «θεϊκή», ιδιαίτερα στις συνθήκες μιας χώρας και μιας κοινωνίας υπό ρευστοποίηση.
Τέτοια μυθοποίηση της κάνναβης -μάλιστα από ανθρώπους που υποτίθεται πως θέλουν να απομυθοποιούν από ριζοσπαστική πλευρά- δεν προκαλούν ρωγμές στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, την αναπαράγουν μυστικοποιώντας ουσίες και, έτσι, ενισχύοντας την αλλοτριωμένη, τεχνητά διαμεσολαβούμενη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους, τη φύση και τα προϊόντα της.
Με τον τρόπο αυτό, άλλωστε, αποδυναμώνουν και τους όρους σοβαρού διαλόγου γύρω από την παραγωγή και χρήση κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς, καθώς συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος ηθικού πανικού, από τη «δική τους» άκρη του διπόλου. Έτσι, δεν βοηθούν όσους ανθρώπους μπορεί να βοηθηθούν -κυρίως να ανακουφιστούν, άλλωστε, παρά να θεραπευτούν- με φάρμακα κάνναβης ασφαλή, αποτελεσματικά και φτηνά.
* Κοινωνικός ανθρωπολόγος, εργαζόμενος στο Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων Π.Ε. Φωκίδας