του Μάκη Γεφυρόπουλου
Η φαντασία είναι μια εξαίρετη ανθρώπινη νοητική διεργασία που δίχως δισταγμό γραπώνει, με τα οξυμμένα νύχια των ανομολόγητων εκείνων πόθων που παραμονεύουν στο ανήλιαγο κομμάτι της ύπαρξης, την πραγματικότητα, μη διστάζοντας μάλιστα, να συμβάλει στη ριζική ανάπλασή της, ξεριζώνοντάς την βιαίως από την κάλπικη ασφάλεια στην οποία έχει απομονώσει τον εαυτό της, ακολουθώντας κατά γράμμα έτσι τις επιτακτικές τούτες κρυφές επιθυμίες της.
Τα αποτελέσματα του μετασχηματισμού της ονειροφαντασίας που κουβαλάει ο καθένας μέσα μας, σε πραγματικότητα, είναι απτά στην καθημερινή μας εμπειρία και ποικίλουν κιόλας, ανάλογα με το ήθος, τις αξίες, τις ανάγκες και γενικότερα με τη στάση που έχουμε απέναντι στη ζωή.
Η φαντασία μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμη άυλο εργαλείο, το οποίο από μόνο του, δηλαδή στην “καθαρή” του μορφή, δεν είναι ούτε καλό ούτε και κακό. Αντίθετα, αποκτά τα συγκεκριμένα ηθικά κατηγορήματα, από τη στιγμή που “συλλαμβάνεται” στο νου από κοινούς ανθρώπους. Από ανθρώπους μικροπρεπείς, μα και μεγαλόπνοους. Με σαδιστικές βλέψεις, μα και ικανούς για την ευγενέστερη αλτρουιστική πράξη.
Ένα παράδειγμα των όσων αναφέραμε, είναι οι εκκλησίες κι οι ναοί που μας περιβάλουν, τα απότοκα δηλαδή μιας συγκεκριμένης νοητικής “ατασθαλίας”, που έχει τις ρίζες της στην εύλογη υπαρξιακή αγωνία του είδους μας, στην προσπάθεια που αυτό καταβάλει από τις απαρχές του χρόνου, προκειμένου να υπερβεί -έστω μέσω των ψευδαισθήσεων της ματαιοδοξίας του- τον αναπόφευκτο βιολογικό του θάνατο.
Δικαίωμα, ωστόσο, στην ονειροπόληση δεν έχουν μόνο οι έχοντες την ανάγκη της πίστης για τη νοηματοδήτηση της ταπεινότητάς τους, αλλά όλοι μας. Το όνειρο είναι μια αναφαίρετη προσωπική κατάκτηση, ακόμη κι αν παραμένει παγιδευμένο κι αδρανές, στη σφαίρα της φαντασίας μας, η οποία όμως στην προκείμενη παίρνει την αποκρουστική όψη μιας εφιαλτικής φυλακής.
Η ονειροφαντασία λοιπόν δεν είναι μονάχα προνόμιο των κοινών θνητών ή των επίπλαστων επίγειων “θεών”, αλλά κι ο μηχανισμός άμυνας που αφορά κυρίως τους φτωχοδιάβολους του διπλανού δρόμου, τους ανένταχτους παρίες που κανένα βλέμμα δεν συναντά, κανένα ενδιαφέρον δεν τους ενδύει με ζεστασιά.
“Πενία τέχνας κατεργάζεται” λένε και δικαίως, αφού μπροστά στον κίνδυνο της πλήρους εξαθλίωσης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό, οι απόβλητοι της κοινωνίας, προσπαθούν με κάθε μέσο και εφόσον το επιτρέπει ακόμα η εύθραυστη νοητική τους κατάσταση, να επινοήσουν τρόπους που θα τους βοηθήσουν να δραπετεύσουν της επιζήμιας για την ίδια τους την ακεραιότητα, κατάστασης. Μερικές φορές δε, αρκεί και λίγη εικονική προσομοίωση εκ μέρους τους για να κατασιγάσουν κάπως την πείνα και τον φόβο που σιγοτρώει σαν καπιταλιστικό σκουλήκι τα σωθικά τους.
Δύσκολοι καιροί για την ανθρωπότητα, χαλεπές εποχές για την ανθρώπινη μοναδικότητα, ειδικά αυτή που ταυτίζεται καταναγκαστικά με το λούμπεν και το περιθώριο.
Το “Parasite” του Κορεάτη Μπονγκ Τζουν Χο έρχεται ορμητικά για να διαπεράσει με χειρουργική μαεστρία τον αμφιβληστροειδή του θεατή, για να κεντρίσει έτσι με το νυστέρι της σκληρής συνειδητοποίησης, τον πυρήνα της σκέψης του, μη διστάζοντας να τον τραυματίσει κιόλας, αφού ίσως μόνο μέσω του πόνου να είναι πια, στην εποχή της άκρατης αναλγησίας, εφικτή η ολική του αφύπνιση.
Το φιλμ εξιστορεί καυστικά τα βάσανα και τις περιπέτειες μιας οικογένειας που επιβιώνει με το ζόρι, στο περιθώριο του περιθωρίου της Σεούλ, σε μια Νότια Κορέα που σφύζει με “δανεική” ενέργεια, έπειτα από τη θαυμαστή ευημερία της ασιατικής οικονομικής εκτόξευσης.
Μα το θαύμα αυτό, όπως όλα όσα έχουν βγει από τα σπλάχνα της απηνούς καπιταλιστικής μήτρας, δεν απευθύνεται σε όλους, παρά μόνο σε όσους στάθηκαν “τυχεροί” σε τούτο τον κόσμο και πρόκοψαν.
Για τους άλλους, όπως τα μέλη της οικογένειας της ιστορίας μας, τούτο το θαύμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ανήλιαγο ημιυπόγειο, στα έγκατα της επίγειας κόλασης, με μοναδική συντροφιά τους αρουραίους, τα λύματα και τα ξερατά περαστικών, που επιβεβαιώνουν απλά για ακόμη μία φορά, πως οι αχτίδες του φωτός δεν φτάνουν για τους ανθρώπινους “τυφλοπόντικες”.
Τα πράγματα μοιάζουν να παίρνουν μια διαφορετική και πιο αισιόδοξη τροπή, όταν ο νεαρός γιος, Κι-Γου, επιστρατεύοντας την πονηριά του, προσλαμβάνεται ως καθηγητής αγγλικών για την κόρη του μεγαλοαστού και ιδιοκτήτη πολυεθνικής εταιρίας, κυρίου Παρκ.
Χρησιμοποιώντας τα τεχνάσματα και τις “στρατηγικές” συμβουλές της οικογένειάς του, καταφέρνει με την πλαστοπροσωπία, όχι μόνο να κερδίσει την εύνοια των “απλοϊκών” αστών εργοδοτών του, αλλά πετυχαίνει κιόλας να τους πείσει να προσλάβουν τους δικούς του σε διάφορες θέσεις, όπως αυτή του σοφέρ και της οικονόμου.
Πράγματι, σε μια περίοδο, όπου η ανεργία θερίζει, γεμίζοντας τους δρόμους και τα παγκάκια, με τα θύματα της αδιαλλαξίας της , η οικογένεια του Κι-Τάεκ, πατέρα του Κι-Γου, ταξιδεύει γοργά από τη τρώγλη στα παλάτια, ξεκλέβοντας λίγη από την “αστερόσκονη” των πλουσίων.
Οι κατεργάρηδες της κινηματογραφικής αφήγησης, βρίσκουν τον δικό τους “παράδεισο”, έστω κι αν αυτός έχει βραχύβια διάρκεια, χειραγωγώντας με χάρη τα μέλη της οικογένειας Παρκ, μετατρέποντας την υπερπολυτελή μονοκατοικία της εργασίας τους, σε χώρο διαβίωσης και πρόσκαιρης ικανοποίησης των προσωπικών τους αναγκών.
Η “καλοτυχία” του οικογενειακού τους προγραμματισμού, διακόπτεται, όταν ο Κι-Τάεκ κι οι άλλοι της συνομοταξίας του, ανακαλύπτουν έκπληκτοι πως δεν είναι οι μόνοι με φαεινές ιδέες και ότι στο τεχνητό “παράδεισό” τους υπάρχουν κι άλλοι παρίες που επιθυμούν να ξεκλέψουν με τη σειρά τους, ένα κομματάκι από το όνειρο της οικονομικής επιτυχίας και της κοινωνικής καταξίωσης των Παρκ.
Άμεσα ξεσπάει η βιαιότερη σύγκρουση που μπορεί να γνωρίσει ο ντουνιάς που δεν είναι άλλη από την ενδοταξική πάλη, ανάμεσα σε φτωχούς και λούμπεν, μεταξύ του προλεταριάτου και του υποπρολεταριάτου, με κέρδος μία μοναδική δαγκωματιά από το περισσευούμενο παντεσπάνι του πλούτου.
Η εμφύλια διαμάχη των απελπισμένων έχει τραγικά αποτελέσματα, με εκατέρωθεν απώλειες, με τα άλικα απόνερα αυτής, να τραυματίζει και τους κατέχοντες την άγνοια των όσων διαδραματίζονται κάτω από τη μυωπικά αλαζονική μύτη τους, κεφαλαιοκράτες “φίλους” τους.
Η κινηματογραφική αφήγηση χρησιμοποιεί το κωμικό για να ταράξει και τη τραγωδία για να συγκλονίσει, αφήνοντας το κοινό σε μια μετέωρη κατάσταση, ενσταλάζοντάς το με προβληματισμούς που ενεργοποιούν αμφιθυμικά τους συναισθηματικούς του αδένες.
Οι κοινωνίες του καιρού μας είναι σφυρηλατημένες με τους ανεξέλεγκτους φραγμούς, ανθρώπων που δεν διστάζουν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους μέχρι εσχάτων, προκειμένου να μπορέσουν έτσι να δρέψουν τους λιγοστούς από τους “δηλητηριώδεις” καρπούς της καπιταλιστικής δυστοπίας, στην οποία είναι εγκλωβισμένοι.
Παρά την επικράτηση της λογικής της παράνοιας, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική, επαγγελματική, οικονομική και κατ’ επέκταση και η ίδια η ευτυχία του ατόμου, συναρτάται άμεσα από τις επιδόσεις του στην αρένα της αγοράς εργασίας ή από τις αστικές του καταβολές, η προσπελασιμότητα του διαθέσιμου πλούτου, δεν αρκεί ούτε κατά διάνοια για όλους, αφού το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ανήκει ήδη σε μια προνομιούχα τάξη, αφήνοντας την πλειονότητα των εκκολαπτόμενων αστών να μένουν με τα ανεκπλήρωτα μικροαστικά όνειρά τους στο χέρι, με μοναδική συντροφιά τους ένα μάτσο από απραγματοποίητες φιλοδοξίες.
Μα είναι στα αλήθεια, τόσο κακό αυτό; Ο χώρος της κοινωνικής ανέλιξης είναι τόσο περιορισμένος, οι καλοπληρωμένες θέσεις ελάχιστες σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού και η “τύχη” δεν επαρκεί για όλους. Στη τελική, δεν διαθέτουν όλοι τις ίδιες ικανότητες, πνευματικές και χειρωνακτικές, ούτε είπε κανείς πως η κοινωνία της αυταρχικής διαστρωμάτωσης είναι μια ευτοπία, αγγελικά καμωμένη.
Με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, φαινομενικά το Άτομο μοιάζει να εξυμνείται με παιάνες από τους αργυρώνητους καθεδρικούς της αριστείας, μα στη ζοφερή πραγματικότητα, ο δρόμος προς τον παράδεισο της επίπλαστης ευημερίας, είναι ορθάνοιχτος για ελάχιστους από εκείνους που θα μπορέσουν να βγουν αλώβητοι από τις αιματηρές μάχες με τους ανταγωνιστές τους, με μοναδικό νικητή σε τούτη την ανθρωποφαγία, το κεφάλαιο που δεν γνωρίζει αφεντικά, σύνορα και λουριά, παρά προσωρινά μόνο.
Οι άνθρωποι της καθημερινής εμπειρίας, προσεγγίζουν τα παθήματα της οικογένειας του φιλμ, αφού τα δεινά είναι αυτά που καθορίζουν τις τύχες τους. Το άγχος της επιβίωσης κι η τυραννία της ανάγκης γεννούν φιλόδοξες υπάρξεις με ανταγωνιστικές τάσεις περιχαράκωσης στην απομόνωση του εαυτού τους, “αδιάφορες” για τις ζωές των γύρω τους. Η αδυναμία πραγματοποίησης του στόχου εκμηδενίζει το άτομο, με τα ποσοστά των αυτοκτονιών να αυξάνονται διαρκώς, ενώ η “αποτυχία” της κοινωνικής ανέλιξης δημιουργεί παθητικά όντα που αρκούνται στο να αναπνέουν, αναμένοντας απλά τη στιγμή του τέλους τους, το οποίο όμως στην προκείμενη δεν θα λειτουργήσει λυτρωτικά, παρά εκδικητικά, διαγράφοντας οριστικά το άτομο ακόμη κι από τον χάρτη της ολικής ανυπαρξίας.
Οι άνθρωποι του σήμερα, οι σκλάβοι του οικονομικού ανοσιουργήματος και οι δέσμιοι μιας χούφτας ανάλγητων θνητών “θεών”, είναι όλοι τους δυνάμει απόκληροι της ζωής, παρίες του μόχθου και μοναδικοί ιδιοκτήτες της δυστυχίας τους. Δεν τους επιτρέπεται να αναπνέουν τίποτα άλλο παρά την αποφορά των εκκενώσεων των “ανωτέρων” τους. Δεν τους επιτρέπεται να βιώσουν τη μαγεία της ελευθερίας, παρά εξωθούνται διαρκώς στα γκέτο του αποκλεισμού τους. Η ζωή τους παίρνει τη μορφή μιας τρώγλης, χωρίς καμία αξία. Ούτε ο θάνατός τους σημαίνει κάτι.
Κι όταν κάποιοι από τους απόβλητους αποκτήσουν συνείδηση της κόλασης στην οποία έχουν εγκλωβιστεί, κι επιχειρήσουν την παραμικρή απόπειρα αντίδρασης ενάντια στο σύστημα που τους δυναστεύει, τότε η πράξη τους χαρακτηρίζεται, συλλήβδην από τους κατέχοντες την εξουσία, ως “τρομοκρατική” και καταστέλλεται βιαίως.
Ακόμα κι αν οι εξαθλιωμένοι σκεφτούν “στρατηγικά”, όπως τα μέλη της οικογένειας του Κι-Τάεκ, προσπαθώντας να πιάσουν στον ύπνο την “αφέλεια” των πλούσιων εργοδοτών τους, τροποποιώντας δηλαδή με τα ίδια τους τα τεχνάσματα, τη τύχη τους, νικώντας τον ταξικό τους εχθρό με τα δικά του μέσα, τελικά όχι μόνο δεν θα τα καταφέρουν, αλλά το θράσος που επέδειξαν θα τιμωρηθεί με τον πιο παραδειγματικό τρόπο που υπάρχει. Με τη διαιώνιση της απώλειας και τη διόγκωση της δυστυχίας τους.
Κι αν όχι από τους ανθρώπους, η τιμωρία τους θα κατέβει από τα ουράνια, ως δολοφονικό βέλος που θα τρυπήσει τον πυρήνα της καρδιάς τους, ως άλλοι δηλαδή τραγικοί ήρωες, των οποίων η “απρονοησία” θα εγείρει την οργή των θεών.
Γιατί στη βαναυσότητα της αληθινής ζωής, η βαριά οσμή της ανέχειας διαποτίζει την ισχνή σάρκα και προδίδει τα όνειρα για ένα καλύτερο παρόν, η εξαπάτηση δεν φτάνει για να αναποδογυρίσει έναν κόσμο που έχει γαλουχηθεί στις αρχές της φενάκης και της ρεμούλας, ενώ και η ονειροπόληση, όσο κι αν είναι ακόμη ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μπορούν να ασκούν ελεύθερα οι πάντες, δεν μπορεί από μόνη της να αποκτήσει μια ρεαλιστική υπόσταση στον πραγματικό χρόνο των λαών, αν δεν συνδυαστεί πρώτα με επίμονους αγώνες και γενναίες μάχες.
Η ταινία προσιδιάζει λοιπόν με μια καλοστημένη φάρσα με διδακτικό προσανατολισμό, επιθυμώντας να καταδείξει εύγλωττα με το μεγεθυντικό της φακό, το ανέφικτο της δημιουργίας μιας πιο ανθρώπινης ζωής, με μέσα που βασίζονται σε “στρατηγικά” σχέδια με γνώμονά τους όμως το εφήμερο της “καλής τύχης” και των συγκυριών, αφού το μεγαθήριο της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας δεν είναι τόσο εύθραυστο για να καταρρεύσει έτσι εύκολα.
Οι φτωχοδιάβολοι που στηρίζονται στη τύχη του καλού Θεού που νοιάζεται προσωπικά για εκείνους, δεν θα τα καταφέρουν ποτέ να ορίσουν τη μοίρα τους, ούτε να μετασχηματίσουν την ερεβώδη καθημερινότητά τους, σε μια ζωή που να μη στερείται νοήματος και να αξίζει.
Μοναδική τους λύση δεν είναι άλλη, από τη σύσφιξη των συλλογικών τους δεσμών. Με την ανάπτυξη της αλληλέγγυας δράσης, η στρατηγική ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων αποκτάει νόημα και προσφέρει μια πιο αισιόδοξη λύση για το παρόν και το μέλλον των καταπιεσμένων.
Ίσως τότε επιτέλους πάψουν να κυνηγούν τη σκιά τους ως άλλες “αόρατες” γυμνές υπάρξεις, αποκτώντας ψυχική υπόσταση, κατορθώνοντας να πλάσουν με στέρεα υλικά, την πραγματικότητα όπως αυτοί θα την ορίζουν, που θα απευθύνεται από ανθρώπους σε ανθρώπους, διαρρηγνύοντας συγχρόνως και τα δεσμά της χρόνιας καταπίεσής τους.