Κάτι η αυστηρή οικογενειακή διαπαιδαγώγηση, κάτι η φυσική μου συστολή, ήταν, μάλλον, οι κύριοι λόγοι, που ποτέ μου δεν κατάφερα να συμφιλιωθώ με το Πατρινό καρναβάλι, απ’ την πρώτη, κιόλας, χρονιά που ήρθαμε εσωτερικοί «μετανάστες» στην Πάτρα, δεκαετία του 70! Γιατί μπορεί για πολλούς, το καρναβάλι να αποτελεί, ανέκαθεν, το σήμα κατατεθέν της πόλης (για τους σκεπτικιστές, ίσως και ο μόνος λόγος επίσκεψης στην περιοχή), εντούτοις, όσο κι αν γυρίζω πίσω – ακόμη κι αν αράξω στην παιδική μου ηλικία – και πάλι καταλήγω στα ίδια. Στην τελική, ούτε εγώ χώρεσα τη φιέστα, ούτε εκείνη εμένα… Και, εφόσον εγώ αρνήθηκα την πάνδημη γιορτή της, και η πόλη δεν με καταδέχτηκε ποτέ σαν γνήσιο τέκνο της. Σαν να είσαι ισόβιος μετανάστης στη γη της, αλλά μονίμως ένα ξένο σώμα, μέσα στο σώμα της.
Προτού, όμως, καταγράψω μία τραγική, γυναικεία ιστορία – άμεσα συνυφασμένη με το Πατρινό καρναβάλι, αλλά εξ ολοκλήρου αληθινή – θεωρώ σκόπιμο να μείνω σ’ αυτό το μοναδικό αποτύπωμα. Γιατί – όπως κάθε πόλη συνθέτει τους ιδιαίτερους κώδικές της, με τους οποίους εναρμονίζονται κατ’ ανάγκη, εκούσια ή μη, οι κάτοικοί της – έτσι και η Αχαϊκή πρωτεύουσα γαλουχεί επί δεκαετίες, γενιές και γενιές πολιτών, με το σχεδόν εμβληματικό της άσμα: «Πατρινό καρναβάλι για πάντα, έλα να μάθεις τι θα πει Πατρινός!!». Μόνο που εγώ προσωπικά, όποτε άκουγα το ρεφρέν να επαναλαμβάνεται κάθε χρονιά, απαράλλαχτο, ανησυχούσα, τόσο για το επίρρημα «για πάντα», όσο και για την τελική επίκληση «έλα να μάθεις τι θα πει…». Εντέλει, δεν ήξερα, αν αυτή η ανορθόδοξη πρόσκληση στο ξέφρενο γλέντι των ντόπιων ήταν υπόσχεση, απειλή ή καταδίκη να ζεις ξανά και ξανά, τη μέρα της Μαρμότας.
Ως γνωστόν, τα ένοχα μυστικά του Πατρινού καρναβαλιού είναι πλέον κοινά, τουλάχιστον σε όσους δεν αρέσκονται να κρύβουν αλήθειες, κάτω από χαλιά. Κάπως έτσι, λοιπόν, μετά την αποβιομηχάνοποίηση και τη νομοτελειακή συρρίκνωση του παραγωγικού της ιστού, η Πάτρα δείχνει να ακουμπά ενστικτωδώς, αλλά συστηματικά στο αδιαφιλονίκητο της ατού. Το θέμα, βέβαια, είναι πως το συγκριτικό της πλεονέκτημα, μετατράπηκε σταδιακά, αλλά ενορχηστρωμένα, σε μία αριστοτεχνικά βιομηχανοποιημένη μπίζνα, με όλα τα χαρακτηριστικά των παρασιτικών κυκλωμάτων και μηχανισμών. Και, αφού, ενός κακού μύρια έπονται, αναπόφευκτα και η μεθοδική εμπορευματοποίηση του καρναβαλιού, αφενός υποβάθμισε κάθε δείκτη ποιότητας και αισθητικής, αφετέρου είχε ως επακόλουθο την επικράτηση μίας αγελαίας, θα τολμούσα να πω, νοοτροπίας και συμπεριφοράς.
Και κάπου εδώ καταλήγουμε στα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα: «Υπάρχει, άραγε, εναλλακτική πρόταση ή έστω κάποια διαφυγή από την πεπατημένη της μαζικής εκτόνωσης με κιτς γουνάκια και ωκεανούς μαυροδάφνης; Μπορεί, αντιστρέφοντας την εικόνα, το Πατρινό καρναβάλι να ξαναβρεί τον ποιοτικό του σφυγμό, ιδίως σε περιβάλλον πολιτισμικής και οικονομικής αφασίας; Και πρωτίστως, έχει πια, ως κοινωνικός θεσμός, την ωριμότητα ή έστω την τόλμη να κάνει αποδεκτή τη διαφορετικότητα, σε πνεύμα δημιουργικής και ευφάνταστης σάτιρας;». Σαν επιστέγασμα των όποιων ενστάσεων, το ακόλουθο έθιμο, που αναπαράγεται επιδεικνύοντας πνεύμα μισανθρωπισμού – εφόσον εξευτελίζει μία τραγική γυναίκα, και μάλιστα νεκρή – πολύ φοβάμαι πως συνηγορεί με τις πιο δυσάρεστες προβλέψεις…
Εδώ και δεκαετίες, κάθε Τσικνοπέμπτη, επαναλαμβάνεται, εν είδει καρναβαλικού δρώμενου, ο επονομαζόμενος και ως «Γάμος της Γιαννούλας της Κουλουρούς». Για την ιστορία, η Γιαννούλα – πάμφτωχη μεσήλικας που ζούσε σε μία χαμοκέλα στην παλιά πόλη – βασανιζόταν από τον καημό πως έμεινε δίχως γάμο και παιδιά. Αυτός ακριβώς ο καημός της, όμως, έδωσε τροφή σ’ ένα τσούρμο αργόσχολων Πατρινών των αρχών του 20ου αιώνα, ώστε να σκηνοθετήσουν τον εικονικό γάμο της γραφικής γεροντοκόρης… Ο θίασος, με μαέστρο τον επιφανή Π. Γιογκαράκη, έπεισαν την αφελή Γιαννούλα για τη λαμπρή της τύχη, ενώ, στην ουσία, την παρέσυραν σε δημόσια διαπόμπευση. Χαρακτηριστικά, η τοπική εφημερίδα «Νεολόγος» μαρτυρεί: «Την παρελθούσαν Κυριακή η κουλουροπώλις Γιαννούλα απεπειράθη τους γάμους της. Περιήλθε μετά του γαμβρού κα της γαμήλιας πομπής πάντων μεταμφιεσμένων, στα συνοικίας Άνω και Κάτω πόλεως ενώ σμήνη παρακολούθουν φωνασκούντα.»
Και σαν να μην έφτανε το κάζο, στα 1918, παρόμοιος θίασος, αλλά με μαέστρο ξανά τον Γιογκαράκη, παρέσυραν και πάλι την ευκολόπιστη κουλουρού, μοιράζοντας μάλιστα, έως και επίσημα προσκλητήρια, που διατυμπάνιζαν το «ευτυχές γεγονός». Ο δε λαογράφος Ν. Πολίτης αναφέρει πως «στο σπίτι της Γιαννούλας κάποιες γειτόνισσες την καλλώπισαν με πούδρα και κοκκινάδι στα μάγουλα και την έντυσαν νύφη με πέπλο και στεφάνι από άνθη πορτοκαλιάς και την κατάλληλη ώρα η νύφη βγήκε από τη χαμοκέλα της στηριγμένη στο μπράτσο του γαμπρού”. Μετά την πομπή στην οποία συνέρρευσε μέγα πλήθος Πατρινών, η κουστωδία κατέληξε στη Μητρόπολη, όπου, αντί των δύο συμπεθέρων, παρουσιάστηκαν , δήθεν απρόσμενα, δύο στρατιώτες, οι οποίοι είχαν συλλάβει, τάχατες, το λιποτάκτη γαμπρό, εγκαταλείποντας έτσι τη δύσμοιρη γεροντοκόρη στο θρήνο της.
Έως ότου, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι ίδιοι περίπου Πατρινοί έπεισαν την αφελή Γιαννούλα πως ο Ουίλσον (ο γνωστός πρόεδρος των ΗΠΑ) ήταν, λέει, πλούσιος συγγενής που της είχε κληρονομήσει μία αμύθητη περιουσία, πλην όμως, όταν το πλήθος έφτασε στο συμβολαιογράφο, παρουσιάστηκαν, αυτή τη φορά, κάποιοι «δόλιοι μασκοφόροι» που της απέσπασαν το σάκο με την περιουσία της. Με τη διαφορά πως η κουλουρού έπεσε πια σε βαριά θλίψη, και, όπως θα ιστορούσε ο Παπαδιαμάντης, το μυαλό της «εψηλώθη», έως τα 75 της χρόνια, όπου και βρέθηκε στη χαμοκέλα της, νεκρή και μόνη …
Από εκείνη τη σκληρή και εκδικητική εποχή, πέρασαν πολλές δεκαετίες, αλλά – καθώς αποδεικνύεται ακόμη και στο παρόν – τίποτε δεν άλλαξε στη νοοτροπία κάποιων αργόσχολων Πατρινών. Γιατί μπορεί μεν η Γιαννούλα να πέθανε με τον καημό της γεροντοκόρης, αλλά, εντούτοις, ποτέ η μνήμη της δε λυτρώθηκε από τον ανθρώπινο κανιβαλισμό. Αντιθέτως, το νεκρό ξόανό της εξακολουθούσε έως την τελευταία Τσικνοπέμπτη να περιφέρεται στην Πάτρα, προκαλώντας τη θυμηδία των άσχετων, αλλά πρωτίστως, θρέφοντας τη χαιρεκακία κάποιων καρναβαλιστών, που, με πρόσχημα το «άλλοθι του εθίμου και της παράδοσης», συνεχίζουν απτόητοι να σκυλεύουν τη μνήμη της.
Σαν επιστέγασμα, πιστεύω ακράδαντα πως, ιδίως στην εποχή μας, τα συμφραζόμενα του συγκεκριμένου αλλοπρόσαλλου εθίμου θεωρούνται «αθώα» και «άδολα», αλλά μόνο για τους αφελείς, τους ανυποψίαστους και προφανώς τους εκάστοτε «ανθρωποφάγους»… Το στερεότυπο της γραφικής γεροντοκόρης. Η επιλογή της ανυπεράσπιστης γυναίκας που φυτοζωεί στη χαμοκέλα της. Η προκατάληψη, το στίγμα σε βάρος του «σαλεμένου». Η αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της μάζας που συνθλίβει όσους ζουν στις παρυφές του περιθωρίου ή έστω κρίνονται αυθαίρετα πως «ερωτοτροπούν» μαζί του. Εν τέλει, η τρέλα, η διαπόμπευση των απόκληρων του βίου, και συνάμα η πανταχού παρούσα κοσμοσυρροή και το πλήθος που αλαλάζει, ξερνώντας ασέβεια και εμπάθεια, προς κάθε τι ξένο ή απλά διαφορετικό.
Στις μέρες μας, ο πολιτισμός και οι συνειδήσεις, υποτίθεται, έχουν ωριμάσει, ώστε να κάνουν σεβαστή και αποδεκτή τη μοναδικότητα, την ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε υποκειμένου. Δυστυχώς, η πραγματικότητα μάς διαψεύδει, ανασύροντας και ανακυκλώνοντας τα πλέον ρατσιστικά στερεότυπα, προκαλώντας έτσι ρίγη, σε όσους έχουν βιώσει το στίγμα, την απόρριψη, τον εγκλεισμό… Επειδή, πάντως, κανείς και ποτέ δεν περισσεύει στις κοινωνίες μας, χρειάζεται επιτέλους να σκύψουμε με ευλάβεια πάνω στο μυστήριο της ζωής, περιφρουρώντας το ύψιστο δικαίωμά κάθε ανθρώπου να ζει και να «συλλογάται ελεύθερα», όπως θα έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής.
Ευχαριστώ το φιλόλογο, μελετητή Π. Χαλούλο για τις πολύτιμες πληροφορίες του.
Γιάννης Δημογιάννης αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ