Ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες
Είναι ο «πρίγκιπας», ο άνθρωπος που άλλαξε τη μοίρα της ελληνικής ροκ σκηνής. Ο συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος, παρόλο που έζησε μόλις μέχρι την ηλικία των 42 ετών, άφησε πίσω του αξιοσημείωτη μουσική κληρονομιά με αντοχή στο χρόνο και επιρροή στους νέους καλλιτέχνες.
Η μουσική του πορεία ξεκίνησε το 1970 στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί, γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη, με τον οποίο δημιούργησαν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Στη συνέχεια, κατέβηκαν στην Αθήνα και μέσα στη διετία 1970-71 ηχογράφησαν για τη δισκογραφική εταιρεία Lyra τον πρώτο τους μικρό δίσκο 45 στροφών, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους». Επιπλέον, συμμετείχαν στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο» με τα κομμάτια τους «Απογοήτευση» και «Ο γέρο-Μαθιός».
Το 1972 ενσωματώθηκαν στη ροκ μπάντα«Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν ένας δίσκος που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε το γνωστό τραγούδι «Ο Ντάμης ο ληστής», το οποίο, εξαιτίας του φόβου της λογοκρισίας, μετονομάστηκε σε «Ο Ντάμης ο Σκληρός».
Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύθηκε και τα «Μπουρμπούλια» ακολούθησαν τον Διονύση Σαββόπουλο.
Από το 1974 έως το 1976, ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μετά τις πρώτες πρόβες, ο ίδιος είχε αναφέρει: «O Μαρκόπουλος σχεδόν απαγόρεψε στον οποιονδήποτε φίλο του να με πλησιάσει. Με σύστηνε πάντα με χαμόγελο ως “ο ροκ επικίνδυνος τρόπος ζωής”, αλλά φαίνεται ότι ασκούσα κάποια έλξη πάνω του γι’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο ζωής». Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του Μαρκόπουλου: «Θεσσαλικός κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».
Στο μεταξύ, αρνήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Σχετικά με αυτό, είχε πει: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμιση μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ, πήρα τρελόχαρτο”.
Στα τέλη του 1977, δημιούργησε, μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφόρησαν έναν από τους πιο επιτυχημένους δίσκους της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον «Φλου». Ωστόσο, και αυτό το συγκρότημα διαλύθηκε, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και μια σειρά συναυλιών.
Το 1979, δημιούργησε το σχήμα «Εταιρεία Καλλιτεχνών».Έπαιζαν ροκ εντ ρολ της δεκαετίας 1955-1965, αλλά και δικά τους κομμάτια, τα οποία, αν και σχεδίαζαν να δισκογραφήσουν, αυτό δεν έγινε ποτέ.
Την ίδια περίοδο, ο Σιδηρόπουλος έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως πρωταγωνιστής στηνταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», ενώ ερμήνευσε και τα τραγούδια της ταινίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα πολύ γνωστά “Να μ’ αγαπάς” και “Κάποτε θα ‘ρθουν”. Σε συνέντευξή του, είχε αναφέρει σχετικά: «Μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο ο Αντρέας και μου είπε: “Έχω γράψει ένα έργο για πάρτη σου, μοιάζει πολύ με τη ζωή σου.” Η αλήθεια είναι ότι εγώ το βρήκα λίγο μελό. Ο Αντρέας μου επεσήμανε ότι στην πορεία θα το άλλαζε και θα το έκανε πιο πειστικό και ανθρώπινο, αλλά τελικά δεν το έκανε. Ομολογώ ότι συμμετείχα στην ταινία με μαύρη καρδιά».
Στη συνέχεια, έπαιξε στην ταινία «Αλδεβαράν» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πουλικάκο, η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στη μικρή καριέρα του ως ηθοποιός, περιλαμβάνεται και μιατηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη«Οικογένεια Ζαρντή», που προβλήθηκε από την ΕΡΤ1.
Η συνεχής αλλαγή συνεργατών στη μουσική σταμάτησε το 1980. Ο Σιδηρόπουλος κατέληξε σ’ ένα σχήμα, τους«Απροσάρμοστους», και, με μικρές αλλαγές, έπαιξε μαζί τους μέχρι το τέλος.
Το 1982 κυκλοφόρησαν το δίσκο «Εν Λευκώ», ο οποίος αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Το 1985 κυκλοφόρησαν σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου το δίσκο «Zorba the freak» και το 1989 το «Χωρίς Μακιγιάζ», που ήταν ζωντανά ηχογραφημένος στο «Μετρό».
Στο μεταξύ, ο Σιδηρόπουλος όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που, όπως επισημαίνουν κοντινά του πρόσωπα, ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Για τις γυναίκες και τη σχέση του μαζί τους έλεγε χαρακτηριστικά: “Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που αγαπάμε στο έπακρο και μισούμε στο έπακρο ταυτοχρόνως, όπως εμπεριέχουμε το Σατανά και το Θεό μαζί…”.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η υγεία του είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, λόγω της χρήσης ναρκωτικών. Το φθινόπωρο του 1979, όταν ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Στην αρχή, ο ίδιος πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει και ότι θα μπορούσε να ξεμπλέξει εύκολα. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε το αδιέξοδο, κάτι που φάνηκε τόσο στους στίχους των κομματιών του, όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές έκανε προσπάθειες να ξεφύγει και κατόρθωνε για κάποια χρονικά διαστήματα να παραμείνει “καθαρός”. Δυστυχώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες που γίνονταν κυρίως ατομικά και χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης, τελικά δεν τα κατάφερε.
Εν κατακλείδι, 1978 (Άλμπουμ: Φλου). Στίχοι: Παύλος Σιδηρόπουλος
«Κατά τα άλλα εσείς
που ‘σαστε υγιείς
και αξιοπρεπείς
βοηθήστε μας και λίγο.
Δώστε μας πνοή
στέγη και τροφή
μια ιδέα στεγανή
που να μην μπάζει κρύο».
Την άνοιξη του 1990, έφυγε από τη ζωή η μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον κατέβαλε ακόμα περισσότερο. Λίγους μήνες αργότερα, αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή ψυχολογία του επιδεινώθηκε. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοίμασε με το συγκρότημά του, τους “Απροσάρμοστους”, τον καινούργιο του δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και έδωσε συναυλίες.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, έπεσε σε κώμα στο σπίτι μιας γνωστής του στο Νέο Κόσμο και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.
Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθους κόσμου που είχε κατακλύσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο.