Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στα 6,5 χρόνια του συριακού εμφυλίου πολέμου, ο Μπασάρ Ασαντ δεν ταξίδεψε στο εξωτερικό παρά μόνο δύο φορές. Η πρώτη ήταν στις 20 Οκτωβρίου του 2015, όταν πέταξε στη Μόσχα για να συναντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έμπλεος ευγνωμοσύνης για τη ρωσική στρατιωτική παρέμβαση, που είχε αρχίσει τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Το δεύτερο ταξίδι του ήρθε την περασμένη Δευτέρα, όταν βρέθηκε στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας για να συναντήσει και πάλι τον ισχυρό του σύμμαχο, σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό.
Το Σαββατοκύριακο που προηγήθηκε, ο συριακός στρατός, με την υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας και φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών, είχε εκδιώξει το Ισλαμικό Κράτος από το Αμπού Καμάλ, στα σύνορα με το Ιράκ. Εχοντας χάσει και την τελευταία πόλη που ήλεγχαν, οι τζιχαντιστές δεν διατηρούν παρά λίγους, μικροσκοπικούς θυλάκους, κυρίως σε ερημικές περιοχές.
Επόμενο βήμα
Με εξαίρεση τη βόρεια λωρίδα, παράλληλα στα τουρκικά σύνορα, η οποία ελέγχεται από τους Κούρδους και την περιοχή του Ιντλίμπ, όπου κυριαρχούν ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί, ο συριακός στρατός ελέγχει τον βασικό όγκο της συριακής επικράτειας και σχεδόν όλα τα αστικά κέντρα. Εν ολίγοις, ο Ασαντ κερδίζει αυτόν τον τρομερό εμφύλιο πόλεμο. Μια εξέλιξη που θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη ρωσική στρατιωτική υποστήριξη, η οποία απέτρεψε τη μετατροπή της Συρίας σε μια δεύτερη Λιβύη – ένα διαλυμένο κράτος, στο έλεος αλληλοσπαρασσόμενων συμμοριών, απέναντι από την Κύπρο.
Καθώς το Ισλαμικό Κράτος, με τη μορφή που το γνωρίσαμε, διανύει τον επιθανάτιο ρόγχο του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρωσικής παρέμβασης από το στρατιωτικό πεδίο στο πολιτικό. Η συνάντησή του με τον Μπασάρ Ασαντ ήταν το πρώτο βήμα μιας δυναμικής διπλωματικής πρωτοβουλίας, που φιλοδοξεί να τερματίσει τον συριακό εμφύλιο πόλεμο και να δρομολογήσει την πολιτική διέξοδο από την κρίση. Το επόμενο βήμα ήρθε την Τετάρτη, με την τριμερή συνάντηση κορυφής Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν, την οποία φιλοξένησε ο Πούτιν στο ίδιο θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας, το Σότσι.
Από μόνη της, η σύγκληση αυτής της αταίριαστης «τρόικας» αποτελούσε θεαματική πολιτική ανατροπή. Η Τουρκία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, που ενίσχυσε στη διάρκεια του συριακού εμφυλίου ισλαμιστές αντικαθεστωτικούς, αναγκάζεται να καταπιεί τις απαιτήσεις της για άμεση αποχώρηση του Ασαντ και να συνεννοηθεί με τη Ρωσία και το Ιράν. ΗΠΑ και Ε.Ε. λάμπουν διά της απουσίας τους από μια «μίνι-Γιάλτα», όπου κρίνεται το μέλλον μιας στρατηγικής σημασίας χώρας της Μέσης Ανατολής. Πράγματα που θα ακούγονταν ως τερατολογίες πριν από έξι χρόνια, όταν πολλοί ήταν πρόθυμοι να στοιχηματίσουν ότι ο Ασαντ θα είχε την τύχη του Σαντάμ, του Καντάφι ή έστω του Μιλόσεβιτς.
Στη συνάντηση της Τετάρτης, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξασφάλισε την κατ’ αρχήν συγκατάθεση των φιλοξενουμένων του, Ταγίπ Ερντογάν και Χασάν Ροχανί, στο φιλόδοξο σχέδιό του: να οργανώσει, και πάλι στο Σότσι, Συριακή Ειρηνευτική Διάσκεψη, με τη συμμετοχή τόσο της Δαμασκού (κάτι για το οποίο ήδη είχε δεσμεύσει τον Ασαντ) όσο και της αντιπολίτευσης. Στη διάσκεψη θα τεθούν επί τάπητος όλα τα μεγάλα ανοιχτά θέματα: η μελλοντική μορφή του κράτους, το νέο σύνταγμα και η διεξαγωγή εκλογών υπό την εποπτεία του ΟΗΕ.
Μια άλλη, παράλληλη εξέλιξη στο Ριάντ ήρθε να υποδηλώσει ότι όχι μόνο ο Ερντογάν, αλλά και ο οίκος των Σαούντ αρχίζει να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι ο δρόμος για τη λύση του Συριακού περνάει αναγκαστικά από τη Μόσχα. Ο Ριγιάντ Χιτζάμπ, επικεφαλής του μεγαλύτερου πολιτικού συνασπισμού της συριακής αντιπολίτευσης, ανακοίνωσε ότι παραιτείται, μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη που μοιράζονταν μαζί του την ίδια αδιάλλακτη γραμμή. Οι περισσότεροι αναλυτές υπέθεσαν ότι η παραίτηση Χιτζάμπ ήταν τόσο «αυθόρμητη» όσο και εκείνη του Λιβανέζου πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι: ότι δηλαδή υπαγορεύθηκε από τους Σαουδάραβες ώστε να αναδειχθεί μια πιο ευέλικτη ηγεσία της συριακής αντιπολίτευσης, η οποία θα μπορούσε να συζητήσει με τη Δαμασκό χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση την απομάκρυνση του Ασαντ.
Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος για μια Pax Russica στη Συρία δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με νάρκες. Η πιο ορατή αφορά το κουρδικό ζήτημα. Ο Ταγίπ Ερντογάν όχι μόνο αποκλείει, μέχρι τώρα, οποιαδήποτε συμμετοχή του κουρδοσυριακού κόμματος PYD στην ειρηνευτική διαδικασία, αλλά απειλεί ανοιχτά ότι θα επέμβει στρατιωτικά για να εκδιώξει τους Κούρδους από τον θύλακα του Αφρίν – και το μόνο που τον έχει αποτρέψει, ώς τώρα, είναι η προστατευτική παρουσία ρωσικών στρατευμάτων. Αλλά και ο Ασαντ απειλεί να κινηθεί εναντίον των Κούρδων –οι οποίοι στηρίζονται στρατιωτικά από τις ΗΠΑ– στη Ράκα, εάν οι τελευταίοι δεν παραδώσουν την αραβική αυτή πόλη στον κυβερνητικό στρατό.
Επειτα, παραμένει αμφίβολο αν η Δαμασκός είναι έτοιμη να δεχθεί εκλογές υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ, εάν και εφόσον υπάρξει ειρήνευση. Ασφαλώς η Μόσχα δεν έχει παντρευτεί τον Ασαντ και θα μπορούσε να ανεχθεί την αντικατάστασή του, αρκεί να μη διαλυθεί το συριακό κράτος (όπως έγινε στο Ιράκ) και να μη θιγούν τα στρατιωτικά ερείσματά της. Δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι η Τεχεράνη θα ήταν έτοιμη να δεχθεί κάτι παρόμοιο. Αλλωστε, τίποτα δεν έχει γίνει γνωστό μέχρι τώρα αναφορικά με τα σχέδια για τη μελλοντική μορφή του συριακού κράτους: θα είναι ομοσπονδία περιοχών όπου θα πλειοψηφούν εδώ οι Σουνίτες, εκεί οι Αλαουίτες και οι Χριστιανοί, παρακεί οι Κούρδοι; Ή μήπως θα πρόκειται για μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στις διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες κατά το πρότυπο του Λιβάνου, μια εντελώς ασταθής «λύση», όπως αποδεικνύει και η πείρα της χώρας των Κέδρων;
Σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν πρόκειται να δοθεί απάντηση χωρίς μια ελάχιστη συνεννόηση ανάμεσα στη Ρωσία και στις ΗΠΑ. Γιατί μπορεί η Αμερική να περιδινίζεται στις αβεβαιότητες της εποχής Τραμπ, αλλά δεν παύει να διατηρεί τεράστιους μοχλούς πίεσης. Οπως γνωστοποίησε το Πεντάγωνο την εβδομάδα που πέρασε, οι Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία, από 279 που ήταν επί Ομπάμα, αυξήθηκαν τους τελευταίους 19 μήνες σε 1.723 και ο υπουργός Αμυνας Τζιμ Μάτις ξεκαθάρισε ότι δεν σκοπεύουν να φύγουν γρήγορα…