Υπεραστικό ΚΤΕΛ. Βράδυ. Στάση σε κλασικό καφέ/εστιατόριο.
Μαζί με εμάς σταματούν και δυο λεωφορεία που μεταφέρουν πρόσφυγες. Στο πάρκινγκ του μαγαζιού επίσης είναι σταματημένοι και πολλοί νταλικέρηδες. Ανεύθυνα έχουν παρκάρει όπου να’ναι,όπως να’ναι. Δεν τους νοιάζει που χρειάζονται πεντακόσιες μανούβρες επί της εθνικής προκειμένου να μπει κανείς στο χώρο στάθμευσης.
Όπως σταματάει ο οδηγός μας,λέει “Παιδιά εδώ προσοχή” και θεωρώ πως αναφέρεται στις νταλίκες,καθώς κόβουν την ορατότητα από παντού.
Λάθος μου. Συνεχίζει:“Προσέξτε πορτοφόλια,τσάντες,κατεβείτε γρήγορα να το κλειδώσω!”
Το μαγαζί είναι γεμάτο παιδιά. Από τριών εώς δέκα,πολλά παιδιά. Παιδιά σαν ζαχαρωτά,ζωντανά,γελαστά. Τρέχουν,τρώνε καραμελάκια και πατατάκια και οι γονείς τους είναι στα ταμεία και ρίχνουν ντροπαλές ματιές τριγύρω. Ρίχνουν ντροπαλές ματιές και στους Έλληνες γονείς,που κρατούν τα παιδιά τους σαν άσπρα πανιά που δεν πρέπει να ακουμπήσουν τα λερωμένα.
Πριν τις τουαλέτες ένα κοριτσάκι πισωπατάει και σκουντουφλάει στα πόδια μου. Βάζω τα χέρια μου στην πλατούλα της για να τη σταθεροποιήσω. Γυρνάει και μου χαρίζει ένα αστραφτερό χαμόγελο κάτω από δυο ματάκια μαύρα σα μπίλιες,που θα κρατήσω για πολύ καιρό στη μνήμη μου.
Μέσα στις τουαλέτες,ένα άλλο κοριτσάκι σκουντάει κατα λάθος μια ελληνίδα πενηντάρα. Το κοιτάζει με απαξίωση και ευθύς γυρίζει να πλύνει τα χέρια της με μια μανία πρωτόγνωρη. Νομίζω πως θα τα ματώσει. Μουρμουράει.
Βγαίνω πάλι στην αυλή του μαγαζιού και βλέπω πως όλοι τους έχουν ψωνίσει κάτι να φάνε. Όλοι τους είναι ευγενικοί. Και όλα τα παιδιά τους είναι παιδιά. Λαμπερά μουτράκια με λερωμένα παπουτσάκια και στόματα γεμάτα λιχουδιές.
Οι Έλληνες,μαζεμένοι σε μια συστάδα,ζαρωμένοι,μουντρούχοι. Δε βλέπουν,δεν ακούνε. Καπνίζουν και ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο.
Αποχώρησαν πριν από εμάς. Ο οδηγός του λεωφορείου τους φώναζε για να επιβιβαστούν και πούλαγε αγριάδα,να κάνουν πιο γρήγορα,να τον ακούνε. “Γιατί άναψες τσιγάρο εσύ,γιατί νομίζεις πως θα περιμένω το παιδί σου,εγώ σας είπα να πάτε τουαλέτα στην αρχή όλοι για να φύγουμε,μπρος,μέσα,φεύγω.” Κακομοίρη μου,έχεις ιδέα από που έρχονται; Νομίζεις πως θα τους τρομάξεις εσύ;
Κοίταζα τα λεωφορεία τους όπως απομακρύνονταν και θυμήθηκα κάτι που είχα ακούσει μικρή : “Στο καλό παιδί μου να πας,κι άλλο κακό να μη σε βρει.”
Έφη Παρασκευοπούλου, αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ