Ήταν σαν να είσαι σε έναν κακεντρεχή, πολύχρονο ύπνο. Από εκείνους τους αχρείαστους, που έχεις την αίσθηση πως τους κληρονόμησες, αλλά να ξέρεις πως κάπου εκεί ψηλά, υπάρχει ένα πολύχρωμο, φλύαρο τυπάκι που το σκέφτεται να κατέβει κοντά μας, γιατί αν το κάνει, θα μας τινάξει τα μυαλά και τότε, ο θεός να λυπηθεί την ψυχή σου. Μαζί με την δική του.
Ήταν, είναι, θα είναι. Σιγά μην έχει σημασία ο χρόνος, μπροστά στην αλήθεια και η αλήθεια, λέει πως κάποια στιγμή κατέβηκε στην γη, μεταμορφωμένος σε ένα πλάσμα από αστερόσκονη, πάνω σε ένα άρμα σε έναν θρόνο με λαμπιόνια, που τον έσερναν με λαμέ σχοινιά τεράστιες αράχνες.
Όσοι είχαμε χάσει τον δρόμο, ήμασταν σίγουροι, πως πια δεν θα τον ξαναβρούμε.
Έκραζε σαν κουκουβάγια, αλλά η απόκοσμη φωνή του έφτανε στα αυτιά μας, σαν χάδι που έκλεινε τα μάτια και έκανε τα κεφάλια να κουνιούνται επαναληπτικά δεξιά και αριστερά.
Σαν να πατάει μια γη, που δεν ξαναπάτησε άλλο πόδι.
Και εμείς οι άθεοι, προσευχηθήκαμε…
Αυτός έντυσε τα ξενύχτια, τους έρωτες μας, τους εφιάλτες μας, τα συναισθήματα, την συνείδηση, την ζωή μας την ίδια. Με μουσική. Αφού πρώτα την επαναδόμησε και την σκάλισε, με την σκανταλιάρα αύρα των αστρικών ταξιδιών του.
Τόσο πολύ, έγινε δική του η μουσική, που δεν ξαναξεπήδησε ποτέ πια νότα που να μην την συμβουλεύτηκε.
Και μαζί με την μουσική, ξεπήδησε ένα ποτάμι ανθρώπων – ευαισθησίας για να κατακτήσει κάθε λέξη, κάθε συναυλία, κάθε γκαλερί. Με σκοπό να κάψει τα καταφύγια, να ενοχλήσει το σύμπαν.
Η αλήθεια, επίσης λέει, πως κάπου στα 80ς αναλήφθηκε, αφήνοντας εδώ στην γη μια θνητή περσόνα, χαμένη στο να παίζει τον χαμαιλέοντα, σε όλα τα μουσικά ρεύματα που ακολούθησαν.
Σαν σήμερα λέει.
Σιγά μην στεναχωρηθώ, για έναν υποτιθέμενο θάνατο.
Ο πνευματικός πατέρας μιας ολόκληρης γενιάς, είναι εκεί πάνω στον ουρανό και περιμένει.
Τινάζει την μπέρτα του και χαμογελάει, γιατί ξέρει πως έχει πάντα δίκιο “hey na na, let the children boogie…”
Πέντε χρόνια. Τα πάντα είναι θέμα ηλεκτρικών εκκενώσεων.
Τα άλλα είναι για τους πάσης φύσεως θρησκόληπτους….