By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Είμαι μια ώρα και εικοσι δύο λεπτά στη δουλειά και δεν ξέρω αν πρέπει να τα τινάξω όλα στον αέρα ή να το βουλώσω άλλη μια μέρα για να τη βγάλω, να πάω σπίτι, να τσεπώσω τα 25 ευρώ απο το μεροκάματο και να τα κάνω κονιάκ, κονιάκ για τα μνημόσυνα που πήγα και για τα μνημόσυνα που έρχονται, για τους φίλους που παιδεύονται και πνίγονται μέσα στα παπούτσια τους, για τις αναμονές στις στάσεις λεωφορείων, για το γαμημένο στρίμωγμα μέσα σε αυτά για μια δουλειά που στην καλύτερη θα σου δώσει 550 ευρώ κι αυτά κουτσουρεμένα, να έχεις ν’ αναρωτιέσαι μεχρι να πας στο κάτεργο αν θα έχεις να πληρώσεις το ρεύμα, το νερο, το τηλέφωνο, τους φόρους.
Μια ώρα και είκοσι πέντε λεπτά στη δουλειά κι ακόμα δεν έχω εκραγεί, ν’ αφήσω με τα σπλάχνα μου μήνυμα στον τοίχο πως σήμερα θα λείψω από τη δουλειά, πως τα τιμολόγια και τα δελτία αποστολής θα έπρεπε να ήταν βόμβες στα μεγάλα υπουργικά γραφεία και στις αίθουσες συσκέψεων των μεγάλων επιχειρησεων, αλλά τώρα βγάζω ΦΠΑ και ΙΚΑ και μισθοδοσία, δίνοντας στους ανθρώπους το πενιχρό τους διαβατήριο για να βγάλουν μια μέρα ακόμα.
Πες μου ρε !
Μια ώρα και είκοσι επτά λεπτά στη δουλειά, το μυαλό μου τρέχει με χίλια και δεν τρακάρει πουθενά, μένει με το στόμα ανοιχτό μέσα στην τόση ακινησία, λες και μας μπαστακώθηκε η εντροπία στις ζωές μας κι η μόνη απόδειξη πως είμαστε ζωντανοί είναι το ΑΦΜ και η ειδοποίηση απο τους λογαριασμούς για να πούμε στον εαυτό μας πως υπάρχουμε και σήμερα.
Μια ώρα και τριαντα ένα λεπτά αρκούν για να δω πως δεν κινείται φύλλο γύρω μας, πως κάνουμε τουμπεκί όταν μας παιρνουν τα ρολόγια της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, πως ανεχόμαστε να κόβουνε το νερό, που είναι ο πρώτος παράγοντας διατήρησης της γαμημένης μας ζωής, τουμπεκί για τις βιασμένες γυναίκες, για τους ευνουχισμένους άντρες, για τα παιδιά μας που θα δώσουν εξετάσεις σε λίγο καιρό και δεν κουνιούνται ουτε αυτά, λες και τους περάσαμε το “Σώπα” σαν κατάρα κάτω απο τη γλώσσα, σαν να τους είπαμε μην προσπαθείτε για τίποτα έτσι κι αλλιώς καταδικασμένοι είμαστε στον ίδιο λάκκο όλοι, να δουλέψουμε, ν’ αρρωστήσουμε και να πεθάνουμε. Για τους πνιγμένους στο Αιγαίο, που κάποτε κατεβαίναμε στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τον πολεμο στο Ιράκ και η πόλη αναστέναζε κάτω απο τα οδοφράγματα, τώρα κοιτάμε πώς θα περάσουν απαρατήρητοι δίπλα μας να πάνε σε άλλη χώρα, να γίνουν “πρόβλημα” σε μια άλλη χώρα γιατί εμείς εδώ τί να κάνουμε ε ;;; έχουμε τα δικά μας προβλήματα, τους δίκους μας λογαριασμούς, τα δικά μας όνειρα να ξεπαστρέψουμε αργά και μεθοδικά.
Μια ώρα και σαράντα λεπτά στη δουλειά κι ακόμα να μπω μέσα στη Ρηγίλλης και στη Κουμουνδούρου και στον Περισσό και στα Ποτάμια και στους γαμημένους φασίστες στο σταθμό Λαρίσης και στη Χαριλάου Τρικούπη και να τους ανατινάζω έναν έναν αυτούς τους καριόληδες, να τους φορέσω ανάποδα τα κοστουμια και τα ταγέρ, να στήσω μια μεγάλη ρόδα λούνα παρκ στο Σύνταγμα και να τους έχω κρεμασμένους να γυρίζουν χωρίς να πεθαίνουν για να δουν απο ψηλά πως η πόλη πεθαίνει καθημερινά και να νιώσουν τυχεροί πως τουλάχιστον αυτοί δεν έχουν τόσα ν αντιμετωπίσουν παρά μονάχα τον πνιγμό σε κάθε γύρα.
Μια ώρα και σαράντα τρία λεπτά στη δουλειά θέλω να τα παρατήσω όλα και να κάτσω στη θάλασσα να καπνίσω ένα τσιγάρο, χωρίς να σκεφτώ να πέσω μέσα, να θυμηθώ πως είναι να νιώθεις γιατί ούτε αυτό μπορώ να το κάνω πλέον, αποκτηνωμένος μέχρι τα μπούνια για να επιβιώσω ως θηρίο, ανάμεσα στα θηρία αλλά τί μου φταίνε κι αυτά ;; σκοτώνουν όταν πεινάνε κι εμείς για πλάκα σκοτώνουμε τους διαφορετικούς, τους ξένους,τους ομοφυλόφιλους, τους τρανς, τους αναρχικούς και πάει λέγοντας το γαμημένο μας κιτάπι ή πρέπει να σκοτωθούμε μεταξύ μας για να πάει μπροστά η βιομηχανία όπλων ή για να κάνει απλώς ένα γαμημενο restart o καπιταλισμός και να ξεκινήσει πάλι το ίδιο αφήγημα : Φασισμός, Πολεμος, Μάης, Χρυσά Χρόνια, Οικονομική Κρίση, Πόλεμος.
Μια ώρα και σαράντα εννιά λεπτά έχω μπροστά μου την ίδια οθόνη ν’ αναβοσβήνει χωρίς να έχω πει τα μισά που έχω σκεφτεί, για τις πορείες Επιταφίους που μάθαμε να κατεβαίνουμε πια, για τα κομματόσκυλα που δεν πιστεψαν σε τίποτα παρά μονάχα σε μια θέση κι όχι ρε γαμημένε δεν θα σε λυπηθω, θα ήθελα να σου φορέσω τα εντόσθια καπέλο, να σου ανοιξω το κεφάλι και να κατουρήσω μέσα αλλά ούτε κι έτσι θα ένιωθες έστω μια μικρή ντροπή για όλα όσα ξεπούλησες για ένα ποτάκι στη Καρύτση, για διακοπές με πισίνα και ένα αμάξι με εξήντα άλογα παραπάνω, για τη παραλιακή με τα μπουρδελομάγαζα που στήθηκες έξω απο την είσοδο με τις ώρες και τις σωματεμπορίες απο τους μπάτσους και ναι εξηντα χρόνια τώρα το συνθημα ” οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωινη” ισχύει ακόμα, για τους προεδρους ομάδων που τη φέρνουν και σε λίγο καιρό θα γίνουν πρωθυπουργοι επειδη έφεραν πρωταθλημα στον κόσμο τους, γαμώ και τα γήπεδα σας και τις φανέλες σας και τους δεσμοφύλακες και τις φυλακές που στοιβάζονται όλοι εκτός απο αυτούς που θα έπρεπε, γιατί οι φυλακές είναι ένας ωραίος τρόπος να ξεπαστρέψεις το περιττό βάρος σαν να γεμίζεις μια αποθήκη με άχρηστα πράγματα που θα έρθει καιρός κάποιος παλιατζής να τα παραλάβει για να τα πάει στη χωματερή.
Μια ώρα και πενηντα πέντε λεπτά στη δουλειά δεν έχω κάνει τίποτα απο αυτά που έχω πει κι ούτε θα κάνω,θα μείνω μικρός, πολύ μικρός, μικρότερος κι απο σένα κι απο σένα κι απο σένα, γιατί δεν φτάσανε ουτε τα ποιήματα, ουτε το αίμα, ουτε ο θάνατος για να κινηθεί κάτι σε αυτόν τον τόπο, σε αυτόν τον πλανήτη, θα κάτσω να μετρήσω πως είμαι δυο ώρες στη δουλειά απο το πρωι κι έχουν μείνει άλλες εφτα με οκτώ για να πάω σπίτι, να βγάλω τα παπούτσια μου, να μουδιάσω το κεφάλι μου για να ξυπνήσω και αύριο πάλι, να έρθω στη δουλειά σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην πεθαίνει κόσμος στα νοσοκομεία, στο δρόμο, στα χαρτόκουτα, στο πεζοδρόμιο και σ’ εκεινο το μέσα μου που δεν ξέρω αν έχει πεθάνει ακόμα.
Δυο ώρες στη δουλειά και δεν έχει τίποτα νόημα.
Nikos LeFou Pierrot Ziakas