Του Abraham Gefuropoulos
Αφήστε για μία στιγμή στην άκρη τη ρουτίνα της καθημερινότητάς σας και ελάτε να μου κάνετε συντροφιά σε ένα ταξίδι στη μνήμη, πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, χρησιμοποιώντας τη δύναμη της φαντασίας.
Κλείνουμε τα μάτια απερίσπαστοι από το άγχος της καπιταλιστικής «καταξίωσης», που ως άλλος χωροφύλακας λύνει και δένει στα εσωτερικά του νου μας, νουθετώντας και διατάσσοντας συνεχώς εντολές και μεταφερόμαστε πολλά χρόνια στο παρελθόν, σε μία χαμένη αθωότητα της νιότης μας. Σε μία εποχή που το αίμα μας έβραζε και η καρδιά έθετε ολόκληρο το σώμα σε κίνηση, αφήνοντας τη λογική στο ρόλο του φτωχού πλην τίμιου συγγενή.
Βρισκόμαστε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και Λυκείου. Παρατηρούμε έκπληκτοι ότι τα πράγματα και ο κόσμος γύρω μας δεν είναι όπως μας τον περιγράφουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας, οι γονείς και τα ΜΜΕ, το αντίθετο μάλιστα. Ο κόσμος είναι σαθρός και ολισθαίνει ολοταχώς προς την καταστροφή, σε μία ολική κρίση αξιών και εκφυλισμού της αληθινής ουσίας των πραγμάτων.
Έντρομοι διαπιστώνουμε ότι ο άλλοτε ειρηνικός και προοδευτικός κόσμος της παιδικής μας αφέλειας, είναι χτισμένος πάνω στις αρχές του πόνου και του αίματος. Πόλεμοι, οικονομική εκμετάλλευση, παιχνίδια εξουσίας, ο ίδιος ο Άνθρωπος έχει απολέσει την ελευθέρια του για να γίνει δέσμιος της ύλης, του κεφαλαίου.
Η οργή αναβλύζει από μέσα μας, στρέφεται προς πάσα κατεύθυνση. Διάολε, δεν μπορεί να είναι αληθινή όλη αυτή η φρίκη. Και αν είναι, πώς την άφησαν να εγκαθιδρύσει τα βδελυρά πλοκάμια της παντού γύρω μας, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρία; Μάθαμε από τα γεννοφάσκια μας να θεωρούμε τους ενήλικους σοφούς, καλούς, έτοιμους να θυσιαστούν για εμάς, τη νέα γενιά. Και όμως αυτοί όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή μας, αλλά θέλουν να μας αφανίσουν όλες τις προοπτικές, αρκεί να μη χάσουν την καλοπέραση τους. Δεν πάει άλλο! Κάτι πρέπει να κάνουμε…
Εξεγερθήκαμε, συμμετείχαμε σε πορείες συμπαράστασης, σε καταλήψεις και απεργίες. Όλα αυτά δεν συνέβησαν σε κάποιον ξένο, εμείς ήμασταν αυτοί που αψηφούσαν τις διαταγές συμμόρφωσης από τους «ανωτέρους» μας, είτε αυτοί ήταν οι εξοργισμένοι διευθυντές των σχολείων, είτε κάποια φοβισμένα ανθρωπάκια, που παρίσταναν τους τρανούς προϊστάμενους στη δουλειά μας. Δεν μας ενδιέφερε η κοινή γνώμη, ένα τίποτα ήταν και εξακολουθεί να είναι.
Εμείς τα κάναμε όλα αυτά. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν, όμως εμείς μείναμε αναλλοίωτοι, διατηρήσαμε τα όνειρα και το πάθος του εφηβικού μας ενθουσιασμού. Ή μήπως όχι; Χάσαμε κάπου στο δρόμο την αυθεντικότητά μας; Με τι αντίτιμο; Άξιζε ο κόπος;
Το «Να πεθαίνεις στα τριάντα σου» (Mourir à 30 ans) είναι ένα εκπληκτικό φιλμ του Γάλλου Ρομέν Γκουπίλ που γυρίστηκε το 1982, κερδίζοντας μαζί με τις διθυραμβικές κριτικές του κοινού και το βραβείο της Χρυσής Κάμερας, στο φεστιβάλ των Κανών, την ίδια χρονιά.
Αποτελεί μία ταινία πολιτικής ενηλικίωσης, ένα ντοκιμαντέρ εξέγερσης και άκρατου αντικομφορμισμού, όπως και οι πρωταγωνιστές που αναδύονται από τα ταραχώδη πλάνα του, την εποχή του Γαλλικού Μάη, το 1968, τη χρονιά που ο κόσμος των ειδώλων θρυμματιζόταν και η φλόγα της επανάστασης λαμπάδιαζε τη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Το βιζέρ της κάμερας είναι μία χρονομηχανή που αψηφά τις συμβάσεις της φυσικής μας υπόστασης. Αντίθετα μας συνδέει με εκείνη τη λησμονημένη πια, εκδοχή του εαυτού μας, τότε που πιστεύαμε ότι τα πάντα θα άλλαζαν εξαιτίας μας.
Το «Πεθαίνοντας στα τριάντα» περιγράφει τη ζωή μας, όπως ακριβώς ήταν, πριν χάσουμε τον προσανατολισμό μας. Με μία γλυκόπικρη γεύση στο στόμα ας περιδινηθούμε για λίγο ακόμη σε εκείνον τον μακρινό Μάη του 68. Τότε που ο ήλιος έκαιγε τα σίδερα και η λάβα της επανάστασης, ετοιμαζόταν να ξαναγεννήσει τα πάντα στο πέρασμα της…
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Ο Ρομέν ένας πιτσιρικάς, στα τελευταία γυμνασιακά χρόνια, παρέα με τους κολλητούς και την οχτάρα κάμερα του, πειραματίζεται αδιαλείπτως με τη ζωή, μέσω της Τέχνης. Η μικρή του συμμορία κινηματογραφεί ταινίες μικρού μήκους, με πηγαία έμπνευση τα παθήματα της καθημερινής τους περιπέτειας.
Πρωταγωνιστούν και σκηνοθετούν οι ίδιοι, σκηνικά τους τα πεζοδρόμια και οι τεχνικές τους αδυναμίες υπερκαλύπτονται από την ορμή των συναισθημάτων τους. Η φιλία, ο έρωτας, τα όνειρα και το μέλλον, όλα αποτελούν σημαντικούς χαρακτήρες στα έργα τους. Πάθος τους η εξερεύνηση και η αμφισβήτηση. Ποτέ δεν επαναπαύονται, παραμένοντας παγιδευμένοι στην ασφάλεια της αδράνειας τους.
Οι ψυχές τους κοχλάζουν και μαγνητίζονται από τη λανθάνουσα φλόγα που εμφιλοχωρεί στην ατμόσφαιρα γύρω τους, περιμένοντας τη κατάλληλη σπίθα για να εκδηλωθεί σε όλο το τρομερό της μεγαλείο.
Ο Ρομέν φοιτητής πια, γνωρίζεται με εξίσου ορμητικούς νέους. Ο ακτιβισμός μεταδίδεται στο αίμα του, ως σπόρος αλλαγής, τα έδρανα του Πανεπιστημίου, το εφαλτήριο μίας καινούριας ζωής. Η αγάπη του για την κάμερα δε μετριάζεται. Πιστή σύμμαχος, τον βοηθάει να βρει τον ρόλο του στον νεότευκτο κόσμο που αναδύεται στα ερείπια και τις στάχτες εκείνου που αργοπεθαίνει.
Μαθαίνει για τον Αναρχισμό, διαβάζει τις θέσεις του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι των Φοιτητικών Επαναστατικών Οργανώσεων. Μα πάνω από όλα συναντάει τον Μισέλ Ρεκανατί, τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει ο καλύτερος του φίλος και εκείνου που οι ιδέες του, θα τον κατέλυαν ολοκληρωτικά, συμπαρασύροντάς τον στο κύμα της προσωπικής του ανέλιξης.
Ο Μισέλ είναι ένας νεαρός ηγέτης, με επαναστατικό χάρισμα και διορατικές ικανότητες. Οι αρχηγικές του τάσεις είναι ικανές να κατευθύνουν τις φοιτητικές συλλογικότητες στο δρόμο της πάλης των τάξεων, στο κομμουνιστικό ιδεώδες της επανίδρυσης του κόσμου. Ο αναβρασμός δεν αποτελεί ίδιον μονάχα των νέων, κυριαρχεί παντού.
Μετά τη κατάληψη της Σορβόνης στις 3 Μαΐου, τα οδοφράγματα και τις μάχες σώμα με σώμα των φοιτητών με τις κατασταλτικές ορδές της γαλλικής αστυνομίας, η οργή κατά της εξουσίας μεταλαμπαδεύεται και στις τάξεις των εργαζόμενων, με αποτέλεσμα τη μεγαλειώδη Γενική απεργία στις 13 του μήνα.
Ο Ρεκανατί είναι από τους πρωτεργάτες του λαϊκού ξεσηκωμού, από το σχολείο μέχρι και τον τελευταίο πολίτη, φροντίζει για την ενημέρωση του κόσμου. Ενθουσιώδης ρήτορας, είναι ικανός να πείσει τους πάντες για το μεγαλείο της κοινωνικής αλλαγής, που αγγίζει τις παρυφές της επανάστασης.
Στο διάστημα Μαΐου-Ιουνίου, οι απόλυτοι εκπρόσωποι της Εξουσίας, με πρώτο και χειρότερο τον πάλαι ποτέ ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και νυν δυνάστη, Γάλλο Πρόεδρο Σαρλ Ντε Γκωλ, «μαγειρεύουν» τώρα για να μην πεινάσουν αργότερα και μείνουν με την εξουσιομανία τους στο χέρι.
Στρατός και Αστυνομία, μία κατασταλτική ανίερη συμμαχία, βρίσκονται επί ποδός εμφύλιου πολέμου και όλος ο κόσμος κρατάει την ανάσα του. Η «λύτρωση» έρχεται μέσω του συμφιλιωτικού συμβιβασμού και την υποχώρηση της ευρύτερης γαλλικής Αριστεράς. Ο γκωλισμός γιγαντώθηκε και όλοι σιγά σιγά πήραν την άγουσα για τα νοικοκυριά τους, αφήνοντας πίσω τους εγκαταλελειμμένους, μερικούς νεαρούς να συνεχίζουν τον προδομένο αγώνα τους.
Ο Μισέλ Ρεκανατί ήταν από εκείνους που δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισε να αντιμάχεται για καιρό, να προχωράει μπροστά όταν οι υπόλοιποι και μέχρι πρότινος σύντροφοι του, οπισθοχωρούσαν στην αγκάλη της «υγιούς νομιμοφροσύνης».
Ο Μισέλ άντεξε, τιμώντας τις αρχές του μέχρι και τις 23 Μαρτίου του 1978. Δέκα χρόνια μετά από το απατηλό, όπως αποδείχτηκε, όνειρο της νιότης του και τη διατήρηση της εξουσιαστικής τάξης πραγμάτων στα δρώμενα της Γαλλίας, έθεσε τέλος στον εφιάλτη του, αυτοκτονώντας μόνος και ξεχασμένος, μέσα στο κοινότυπο διαμέρισμα ενός κοινότυπου κόσμου.
Ο Ρομέν χρησιμοποιώντας το υλικό από εκείνα τα ταραγμένα χρόνια και τις αυθεντικές μαρτυρίες των δρώντων προσώπων, τίμησε τον φίλο του, αποδίδοντάς του τον φόρο τιμής που αξίζει σε ένα γνήσιο τέκνο της πλούσιας γαλλικής επαναστατικής κουλτούρας.
Οι πραγματικοί Ήλιοι –όχι οι πράσινοι- δε σβήνουν ποτέ…
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Σύμφωνα με τον μαρξισμό, η Ιστορία κινείται βάσει ορισμένων αντικειμενικών νόμων που βρίσκονται με τη σειρά τους σε διαλεκτική σχέση με τα δρώντα υποκείμενα της Ιστορίας. Ο Άνθρωπος ως παράγοντας αυτής της σχέσης, είναι ταυτόχρονα το Υποκείμενο και το Αντικείμενο του ιστορικού προτσές, καθώς όχι μόνο δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που βοηθούν στη δράση και την εξέλιξη της, αλλά συγχρόνως δέχεται και τις ιστορικές συνέπειες όσων προκαλεί.
Για τον κομμουνισμό, η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά το μέσο που θα συνδράμει καθοριστικά στη κατάργηση της. Αυτές είναι ορισμένες βασικές Αρχές που αποτελούν απαραίτητα εφόδια στη θεωρητική κατάρτιση όλων εκείνων που ονειρεύονται ρεαλιστικά τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος, βελτιώνοντας παράλληλα τις συνθήκες του παρόντος.
Για τον αδιάλειπτο αγώνα της αλλαγής, είναι λογικό να σκεφτούμε ότι χρειάζεται τόσο η γνώση της θεωρίας, όσο και η εφαρμογή όσων μάθαμε στην πράξη. Όπως καταλαβαίνουμε στην πραγματικότητα, το ιδανικό τις περισσότερες φορές δεν είναι και εφαρμόσιμο. Κανείς δε γεννιέται, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη θεωρία, όμως η γνώση της είναι εξίσου σημαντική με τη δράση.
Σε αυτή την απόκλιση μεταξύ λόγων και έργων έγκειται και η ειδοποιός διαφορά που χαρακτηρίζει το φάσμα της Αριστεράς και έχει συμβάλει στη διαμόρφωση του περίφημου χάσματος μεταξύ των διαφόρων αγωνιστικών και μη, γενεών.
Η μαρξιστική πράξη σαφώς είναι ευκολότερη σε επαναστατικές περιόδους. Στον πόλεμο για παράδειγμα, την ώρα που βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, δε κάθεσαι να σκεφτείς αν πρέπει ή όχι να πατήσεις τη σκανδάλη πρώτος, ούτε περιμένεις να ανοίξεις το εγκόλπιο του ενάρετου αγωνιστή για να διαβάσεις τι αναγράφεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δε ζητάς break, δε θεωρητικολογείς ούτε ηθικολογείς, καθώς θα φας τη σφαίρα στο δόξα πατρί και μετά δε θα έχει σημασία αν στάθηκες στο ύψος της περίστασης. Έπεσες αυτοβούλως στη φάκα του εχθρού.
Αντίθετα, σε περιόδους «ειρήνης» και αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι αγωνιστές κάνουν στην άκρη, δίνοντας τη θέση τους στους «θεωρητικούς». Δεν έχει σημασία αν αισθάνονται θηρία στο κλουβί, προέχει το κοινό καλό. Όμως τι συμβαίνει στην περίπτωση που και οι «γνώστες» των κομματικών μηχανισμών χωλαίνουν; Μα φυσικά γίνονται έρμαια στα επιδέξια πολιτικά χέρια των ταξικών αντιπάλων τους, που ως άλλοι ταχυδακτυλουργοί εμφανίζουν και εξαφανίζουν τα κόλπα τους κατά το δοκούν.
Δε χρειάζεται να αναμοχλεύσουμε τα γεγονότα του γαλλικού Μάη, αρκεί να κάνουμε μία αναδρομή στα τετριμμένα της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Πολλοί παλιοί αγωνιστές που χωλαίνουν λιγάκι στο αριστερό θεωρητικό τους πόδι, θα μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν.
Και ο ταξικός εχθρός πάσχει από οξεία συναισθηματική ελεφαντίαση. Δύσκολοι καιροί για αγώνες…
«ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΗΣΑΝ ΝΑ ΚΑΟΥΝ, ΠΑΡΑ ΝΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣΟΥΝ»
Ποιος είναι ο ρόλος των νέων σε αυτή τη ταξική διελκυστίνδα; Μπορεί κάποιος νεαρός να είναι καλός επαναστάτης; Αν αποφύγουμε τα στερεότυπα και τους δογματισμούς, θα ισχυριζόμασταν ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Όμως σίγουρα αντιλαμβανόμαστε τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Είναι στη φύση μας εξάλλου.
Όταν είσαι νέος, το αίμα σου βράζει. Είσαι ένας στρόβιλος ενέργειας, έτοιμος να τροφοδοτήσεις ολόκληρη τη κοινωνία αν χρειαστεί. Κάθε μέρα που περνάει χωρίς δράση, είναι μία «νεκρή» μέρα. Ο χρόνος σου φαίνεται ελάχιστος, βιάζεσαι, βασανίζεσαι από μία εσωτερική αγωνία. Δεν έχεις ώρα για θεωρητικές μελέτες. Το πάθος για τον αγώνα, τα όνειρα και η φαντασία στην εξουσία προηγούνται.
Είσαι πανέτοιμος να θυσιαστείς για το κοινό συμφέρον ανά πάσα στιγμή, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Γκαμπριέλ Μαρσέλ, «Οι κομμουνιστές πεθαίνουν πιο εύκολα για μία μη προσωπική υπόθεση». Ωστόσο, στον άκρατο συναισθηματισμό ελλοχεύουν κίνδυνοι που επιβουλεύονται την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης υπόστασης σου.
Η συναισθηματική στράτευση είναι κυρίως γνώρισμα των νέων. Έμφυτα προτιμούν να βλέπουν με τα μάτια της καρδιάς, διαλέγοντας τη δράση από τη λογική. Ευχή ή κατάρα; Ο Βίλχελμ Ράιχ πάντως παίρνει σαφή θέση, ξεκάθαρα υπέρ της λογικής, κρίνοντας τον αγελαίο συναισθηματισμό ως δεινή πανούκλα. Το περίφημο Ραντεβού της Ιστορίας φέρεται να καθυστερεί διαρκώς λόγω του άκρατου συναισθηματισμού.
Όμως όπως ήδη αναφέραμε, δεν υπάρχουν δόγματα. Δε χρειάζεται να είμαστε αρτηριοσκληρωτικοί, ειδικά όταν η Ιστορία ρέει ζωντανά, διαμορφώνοντας τη ζωή μας, καθημερινά με εκπληκτικά μοναδικό τρόπο.
Άνθρωποι όπως ο Μισέλ Ρεκανατί είναι οι εξαιρέσεις που χρειάζεται ο κανόνας για να επιβεβαιωθεί. Τολμηρός, παρά το νεαρό της ηλικίας του, γνωρίζει άριστα το βάρος της ιστορικής του ευθύνης με τους συνανθρώπους του.
Ο Μισέλ δεν ήταν απλά ένας «ταραξίας» που έψαχνε διακαώς τη φιλοσοφική λίθο για να γίνει επαναστάτης. Γεννήθηκε επαναστάτης, ίσως γιατί από παιδιόθεν αναζητούσε τον αληθινό του πατέρα, όντας υιοθετημένος. Έμαθε από πρώτο χέρι την αξία της συνδετικής ενότητας των ανθρώπων. Την αξία του ανθρωπισμού.
Για τον συγκροτημένο Γάλλο, ο Μάης του 68 δεν ήταν απλά ένας αντιαμερικανικός αγώνας κατά του ιμπεριαλισμού και της ευθείας αμφισβήτησης σε κάθε είδους εξουσία (γκωλική στρατοκρατία, θρησκεία-οικογένεια-εκπαίδευση).
Η επανίδρυση της Γαλλίας με βάση τη νεολαία, στα πρότυπα της Παρισινής Κομμούνας, αποτελούσε μία προσωπική λύτρωση για τον Μισέλ. Απόδειξη ότι η ζωή του είχε νόημα και η εσωτερική του αναζήτηση για το ποιος πραγματικά είναι, θα έβρισκε επιτέλους το τέλος που της άξιζε. Αγγίζοντας την κάθαρση.
Όμως δυστυχώς όλοι οι κοινωνικοί αγώνες δεν οδηγούν σε επιτυχημένες επαναστάσεις. Αν είχαν δεδομένα ευτυχή κατάληξη, τότε όλοι, ακόμη και οι δεξιοί οπορτουνιστές, θα έτρεχαν σωρηδόν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, διεισδύοντας στις κομμουνιστικές τάξεις.
Ο Μισέλ, είναι ένας Σαιν Ζυστ μίας επανάστασης που δε καρατόμησε κανένα Βασιλιά. Όχι γιατί δεν υπήρχαν βασιλιάδες, αλλά επειδή απουσίαζαν οι καρμανιόλες. Κάθε ιστορική περίοδος, εξάλλου, έχει τις δικές της «προτιμήσεις».
Ούτε το να είναι κανείς νέος αποτελεί από μόνο του εχέγγυο εντιμότητας. Δεν επιλέγουν όλοι την αυτοκτονία (αναφερόμαστε σε συμβολικό επίπεδο), όπως έπραξε ο κεντρικός ήρωας της ταινίας. Προτιμούν την πιο συνετή λύση, της απορρόφησης στον κοινωνικό ιστό. Πάρτε για παράδειγμα όλους εκείνους που αψήφησαν το αγωνιστικό τους παρελθόν με το πέρασμα των χρόνων και επέλεξαν να αστικοποιηθούν. Και όταν τους ρωτάς γιατί, σου εξηγούν ότι έχουν σύζυγο και παιδιά. Λες και οι άλλοι που μάχονται, δεν έχουν…
Ο Ρεκανατί επέλεξε το δύσκολο δρόμο. Παρέμεινε πιστός και έντιμος στην αγνότητα της επαναστατικής του φύσης. Απέρριψε τη βολική ενσωμάτωση του σε κάποια συντεχνία, ως άλλος ευσυνείδητος νοικοκύρης υπάλληλος. Άλλωστε τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο, όταν οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν στις βάσεις του φασιστικού καθεστώτος, δρώντας παρασιτικά η μία με την άλλη;
Αυτοκτόνησε, απογοητευμένος μεν, αλλά επιλέγοντας ο ίδιος το τέλος του. Διάλεξε τον θάνατο από το να γίνει μάρτυρας του ζοφερού κόσμου που απλωνόταν αποπνικτικά γύρω του.
Δεν μπορούμε όλοι φυσικά να ακολουθήσουμε το δύσβατο μονοπάτι εκείνου. Μπορούμε όμως να βρούμε το θάρρος να επιλέξουμε με τα χέρια μας την αξιοπρέπεια με την οποία θα πορευτούμε στη ζωή.
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο Ρομέν Γκουπίλ, συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως είναι ο Γκοντάρ, μαθαίνοντας έτσι από πρώτο χέρι τη σημασία της κινηματογραφικής τέχνης στη διαμόρφωση της σκέψης και την ευθύνη που έχει στην ποιοτική εξέλιξη της κοινωνικής χαρακτηροδομής των ανθρώπων.
Μέσα από το φιλμ του κατάφερε να φωτίσει μία κρίσιμη περίοδο, που έμελλε να επηρεάσει βαθιά γενιές και γενιές σε παγκόσμια κλίμακα. Ανέδειξε ότι ο Μάης του 1968, ήταν ένα αυθόρμητο νεολαιίστικο κίνημα που παρά τις όποιες αδυναμίες του, μπόρεσε να αποτινάξει και να αποκαθηλώσει την άνωθεν καταπίεση ως μία δεδομένη, άχρονη μέθοδο υποδούλωσης και τρόμου.
Ο Γκουπίλ πιστεύει στη ρώμη των νέων, όπως πίστευε και στον φίλο του. Η νιότη είναι ένα ορμητικό ποτάμι που μπορεί να συμπαρασύρει το βιολογικό συντηρητισμό, με τον ίδιο τρόπο που ο γιος μπορεί να παρακάμψει τον δύσκαμπτο πατέρα.
Ο γαλλικός Μάης μπορεί να «απέτυχε», όμως κατέδειξε τι μπορεί να καταφέρει η κοχλάζουσα ενέργεια της νιότης, όταν συγκεντρωθεί και διοχετευτεί στο κανάλι της Ιστορίας. Και στην εποχή μας αυτή η ενέργεια χρειάζεται επιτακτικότερα από ποτέ.
Επίσης έθεσε την ηλικία των τριάντα ως ορόσημο, καθώς είναι το σταυροδρόμι εκείνο που η δράση της νιότης συναντάει τη λογική της ενήλικης ωριμότητας. Το πώς θα τις διαχειριστούμε εναπόκειται στη μοναδικότητα του καθενός μας και στην αξιοποίηση της κρίσης μας.
Το δομικό συστατικό που ίσως να απουσιάζει στη ζωή μας είναι ο ακμαίος ενθουσιασμός της ξεχασμένης μας φαντασίας. Για αυτό αγαπάμε τους νέους, μας υπενθυμίζουν ποιοι ήμασταν και τι μπορούμε να επανακτήσουμε παίρνοντας ως παράδειγμα τη δύναμη της τόλμης τους. Έστω και αν, ενίοτε, κάνουμε λαθάκια.
Ο Μισέλ Ρεκανατί δεν πέθανε εξαιτίας των ακολασιών που πηγάζουν από το νεαρό της ηλικίας, ούτε σε κάποιο φανατισμένο αθλητικό χώρο. Αγάπησε την επανάσταση, συναισθηματικά και ουσιαστικά. Όταν εκείνη τον πρόδωσε, ένιωσε δικαίως ερωτική απογοήτευση κολοσσιαίων διαστάσεων.
Όμως ποιος μπορεί να σκοτώσει την πραγματική αγάπη του, όταν εκείνη απομακρύνεται από κοντά του; Σίγουρα όχι ο Μισέλ που διάλεξε από έρωτα και ελπίδα, να αυτοκτονήσει παρά να βλάψει ότι πολυτιμότερο είχε ποτέ του.
Η Επανάσταση είναι Έρωτας και ο έρωτας, Ζωή. Χωρίς την ελευθερία να αφουγκράζεσαι την καρδιά σου, τα πάντα χάνουν τη σημασία τους. Εκφυλίζονται σε κάτι διαφορετικό. Σίγουρα όχι σε Ζωή.
Επειδή πολλές φορές είναι «Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός».
Τώρα έφτασε η ώρα να ανοίξουμε τα μάτια μας και πάλι καθώς η ζωή απλώνεται απλόχερα μπροστά μας. Μη τη χάσουμε!
Ας τη χαρούμε με σεβασμό στο έπακρο.