Από τον Σταύρο Αντύπα
Στον πόλεμο αυτόν, τα πολυβόλα δεν προκαλούν θόρυβο. Ο Τρίτος Παγκόσμιος, το ίδιο αιματηρός, παραμένει σιωπηλός. Οι ερπύστριες δεν ισοπεδώνουν χαρακώματα, οι πολιτείες αν και δείχνουν πως στέκονται ακόμη όρθιες, από μέσα έχουν μείνει κενές, κούφιες. Τα φώτα στα παράθυρα σβηστά, το ρεύμα κομμένο και μόνο κάποιες αυτοσχέδιες σόμπες φωτίζουν μόνο όσο είναι αρκετό για να ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια που τις ακουμπούν.
Στον πόλεμο αυτόν, οι φάμπρικες είναι ερμητικά κλειστές. Τα σίδερα έχουν πουληθεί στο πιο κοντινό χυτήριο για ένα κομμάτι ψωμί, τα μικροεξαρτήματα έγιναν παιδικά παιχνίδια στον διπλανό καταυλισμό, οι εργάτες ξεκινούν και τελειώνουν το ωράριο τους χτυπώντας ένα σκουριασμένο λουκέτο και η πολυετής υπεραξία της κόπωσης τους έχει για τα καλά επενδυθεί σε υπεράκτια εταιρεία με αντικείμενο τον κοπανιστό αέρα σε συσκευασία φούσκας.
Στον πόλεμο αυτόν, λάβαρα, μνημεία και σύμβολα δεν έχουν καμιά χρηματιστηριακή αξία. Οι σταυροί έγειραν και έβγαλαν ξανά αγκάθια έτοιμα να γδάρουν ανθρώπινα κορμιά, παράφρονες ηγετίσκοι με το κιλό, ντυμένοι γελωτοποιοί, παρελαύνουν ανενόχλητοι προκαλώντας αντί για γέλιο, φόβο. Τα μάτια τους γουρλωμένα στο ιστορικό άπειρο, τα εύκολα σάλια της ακατάσχετης λαιμαργίας τους για φτηνό πλούτο και δύναμη πέφτουν με μίσος κατάχαμα, ανοίγοντας ανιστόρητες μα παντελώς επικίνδυνες παγίδες.
Στον πόλεμο αυτόν, δεν υπάρχουν ούτε πολεμιστές. Κάποιες ξαπλωμένες ή το πολύ καθιστές ουρές μόνο, έξω από ταμεία υποκατάστατης ζωής, τελευταία μάλιστα ολοένα και πιο συχνά έξω από θαλάμους περιορισμένων διαστάσεων μικρών ενόχων που τέλεσαν το βαρύ αδίκημα της φτώχειας και καταδικάστηκαν στην αιώνια Μεγάλη Παρασκευή. Και κάποιες άλλες όρθιες ουρές, ακριβώς στο απέναντι πεζοδρόμιο, περίεργα κουρασμένες και κουραστικές, νύχτα μιας πραγματικά μαύρης Paraskevis, έτοιμες να κατασπαράξουν τα “προς το δειν” .
Στον πόλεμο αυτόν, ο εχθρός δεν έχει όνομα, μόνο αριθμό. Δεν έχει πατρίδα, δεν έχει γη, δεν έχει χρώμα, δεν έχει φύλο, δεν έχει γλώσσα, δεν έχει χέρια, δεν έχει πόδια. Έχει μόνο στόμα. Ένα στόμα που μέσα του χωράνε άνθρωποι με ονόματα, λαοί με πατρίδες, άσπροι, μαύροι, ξανθοί, κίτρινοι. Άνδρες και γυναίκες, μικρά παιδιά, χέρια καμένα στον αγώνα για ένα ζεστό απόγευμα, πόδια σπασμένα από βήματα στο κενό.
Στον πόλεμο αυτόν, τρεις άνδρες, μετρούν τα κέρματα κάποιου επικουρικού ενός παλιού πολέμου. Δεν έχουν παράσημα, δεν κρύβονται σε αναμνηστικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δεν εξιστορούν στιγμιότυπα μάχης. Σηκώνουν το βλέμμα, κοιτάζουν απέναντι και αναρωτιούνται πόσοι τελικά είναι και ποιας ακριβώς ηλικίας, ο Πέτρος, ο Γιόχαν και ο Φραντς.