Κάθεται ο Αντόρνο με τον Ντελέζ σε ένα μπαρ, παραμονή πρωτοχρονιάς. Ο Ντελέζ έχει ένα μικρο ποτήρι μπροστά του, πίνει πολύ αργά, ο Αντόρνο δεν πίνει τίποτα. Συζητούν εδώ και πολύ ώρα, αλλά άκρη δεν βγαίνει. Οι διαφωνίες είναι πολλές. Κυρίως όταν ο Αντόρνο αναφέρει τον Χέγκελ κάθε πέντε λεπτά, ο Ντελέζ τρώει τα νύχια του. Νύχι δεν είχε μείνει. Εκνευρίζεται. Κάπως έτσι πέρασαν αρκετές ώρες, ο Ντελέζ όμως είχε αρχίσει να ρίχνει τις άμυνες του λόγω αλκοόλ, ο Αντόρνο από την άλλη είχε αρχίσει να τον συμπαθεί λίγο.
Αρχίζουν να συζητούν για την πρωτοχρονιά.-«Τι πιστεύεις για σήμερα;» Ρωτάει πρώτος ο Αντόρνο. -«Μεγάλη χαζομάρα, μια τεράστια εδαφικοποίηση, κανονικοποίηση, καναλιζάρισμα της επιθυμίας στα πλαίσια του κεφαλαίου. Καμία δημιουργικότητα, καμία πολυποικιλότητα, οι ροές είναι καλουπωμένες πλήρως», απαντά ο Ντελέζ..
-«Επιτέλους κάπου συναντιόμαστε», του λέει ο Αντόρνο, και συνεχίζει «-Πραγματικά απορώ τι το ιδιαίτερο υπάρχει σήμερα, τα πάντα είναι εντελώς στατικά μέσα στη κίνηση τους, ο χρόνος, τον οποίο γιορτάζουν, έχει γίνει μια αλυσίδα, ένας δεσμός που ορίζει τα πάντα, τα εξισώνει και τα απορροφά όλα μέσα του, νομίζουν πως γιορτάζουν κάτι ανθρωπινό, αλλά γιορτάζουν έναν μύθο που ίπταται πάνω από τα κεφάλια τους, που τους ορίζει όλους εξίσου σαν θεότητα.
Το χειρότερο δεν είναι ότι όλα είναι εδαφικοποιημένα, ότι δεν υπάρχει πολλαπλότητα, αλλά ότι η εδαφικοποίηση αυτή όπως λες και εσύ, ξεκινάει από τη γη πάει στον ουρανό και ξαναγυρίζει κάτω». Ο Ντελέζ κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, και μονολογεί «η μεγαλύτερη ήττα της επιθυμίας είναι όταν το κεφάλαιο, αρχίζει να πουλάει στις βιτρίνες των καταστημάτων Σώματα χωρίς Όργανα, όταν πουλιέται η εδαφικοποίηση των ροών της επιθυμίας ως υποτιθέμενη αποεδαφικοποίηση, όταν όλες οι πιθανές εκδοχές του εαυτού, οι συνδυασμοί του μηχανικού σώματος με τα αντικείμενα. έχουν προβλεφθεί και πωλούνται σε ειδικά μαγαζιά, μια δημιουργικότητα νεκρή, ένα σώμα χωρίς όργανα καρκινικό»
Ο Αντόρνο συμφωνεί αλλά μονολογεί -«Με εκνευρίζει αφάνταστα ο τρόπος που μιλάς, τι σώμα χωρίς όργανα μωρέ;» -«Δεν κατάλαβες τι είπα;» ρωτά ο Ντελέζ, ο Αντόρνο οριακά εκνευρίζεται, πρώτη φορά στη ζωή του, αλλά αντί να φωνάξει απλά μειδιά «-με ξέρεις να μη καταλαβαίνω;» -«όχι» του απαντά ο άλλος και συνεχίζουν.
Ο Αντόρνο συνεχίζει, και λέει «αυτό που λες για την εδαφικοποίηση είναι στη πραγματικότητα η μαζική κουλτούρα, μια βιομηχανία ελεύθερου χρόνου, που μεταμφιέζει το εμπόρευμα σε απελευθέρωση, πάνε πιες, χαπακώσου, διασκέδασε τόσο γρήγορα και επιτυχημένα όσο επίσης δουλεύεις, πρέπει να προλάβεις, βγες στο δημόσιο χώρο εκεί που βγαίνουν και τα αφεντικά σου, ως ομογενοποιημένα υποκείμενα όλοι μαζί, την επομένη θα πας στη δουλειά πάλι αλλά θα λες «τουλάχιστον προχθές πέρασα καλά, με πράγματα που αγόρασα εγώ».
Το εμπόρευμα έχει πραγματικά θριαμβεύσει, κανείς δεν βλέπει ότι δεν αποκτά το νόημα του εαυτού ως αυτό που νομίζει ότι είναι ο ίδιος, αλλά στις σχέσεις που συντηρεί και εμπλέκεται» Ο Ντελέζ κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά, συνειδητοποιεί ότι δεν διαφέρουν και τόσο πολύ. Συμπληρώνει «Ακριβώς, το σώμα μας αποκτά νόημα μόνο με τα αντικείμενα, τους ρόλους, τις σχέσεις με τις οποίες συνδέεται σαν μηχανή. Αυτό είναι το νόημα του να έχεις Σώμα χωρίς Όργανα, να ζεις μια πολλαπλότητα που τη δημιουργείς εσύ, με αποθέματα του ίδιου του εαυτού, της υποκειμενικότητας που έχει εδαφικοποιηθεί, και μετά αποεδαφικοποιεί τον εαυτό της.
Τώρα αντιθέτως έχουμε στις βιτρίνες άδεια Σώματα χωρίς Όργανα, κενά, έχουμε μια όμοια πολλαπλότητα, έχουμε μια απομίμηση της, αυτό είναι το μεγαλείο και η τρέλα του καπιταλισμού, εγκολπώνει ακόμα και τις γραμμές φυγής από αυτόν» -» Η αξία έχει καταργήσει κάθε υποκειμενικότητα, κάθε ιδιαιτερότητα, όλα πλέον είναι διαφορετικά μέσα στην ομοιότητα τους», συμπληρώνει μάλλον μονότονα ο Αντόρνο.
Ο μπάρμαν τους κοιτάει, μουρμουρίζει «πάλι μαλάκες κάτσανε, δουλεύω για ψίχουλα γαμώ το θεό ρε»
Ο Φουκώ έχει κάτσει εδώ και λίγη ώρα στο μπαρ, κάθεται δίπλα τους. Ακούει λίγο και μπαίνει στο ζουμί «-Δεν είναι όλα τίποτα άλλο παρά νόρμες, μια ομογενοποιημένη διαφορετικότητα, ο καθένας νομίζει ότι είναι ιδιαίτερος, ότι διασκεδάζει ιδιαίτερα, ακόμα και ότι η διασκέδαση του ίσως έχει επαναστατικό αντι-συμβατικό περιεχόμενο, μια βιοξουσία που μας υπαγορεύει ακόμα και πως να διασκεδάσουμε, με μια συγκεκριμένη νόρμα, μια συγκεκριμένη επιτήρηση και φροντίδα του εαυτού μας επαναστατική, η νίκη της εξουσίας είναι να παρουσιάζει τον εαυτό της σαν τη γιορτή της κατάργησης της»
-«Με θλίβει η αισθητική όλων αυτών», απαντά ο Αντορνο, «με θλίβει η αισθητική της ομογενοποίησης, της εξίσωσης. Η έννοια της επανάστασης, είναι βαθιά αντεπαναστατική».
-«Αυτό που σε θλίβει πραγματικά είναι ότι η κριτική είναι μονομερής, ότι στρέφεται μόνο απέναντι στους κυριαρχούντες, ενώ η πραγματική κυριαρχία είναι στον ίδιο το διαχωρισμό κυρίαρχων και κυριαρχούμενων ως κατηγοριών γύρω από μια σταθερή μα τελικά κανονιστική έννοια, η δημιουργία μέσω ενός μηχανισμού, μιας νόρμας και ενός δίπολου, του οποίου οι πόλοι μόνο κατ’ επίφαση είναι διαφορετικοί, στη πραγματικότητα είναι όμοιοι» του χτυπά τη πλάτη ο Φουκώ και συνεχίζει «-μη νομίζεις, σε διαβάσαμε…»
Ο Αντόρνο σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει τον μπάρμαν, έτοιμος να ζητήσει ποτό. Ακόμα και αυτός θέλει τη θαλπωρή του εμπορεύματος, για να ξεχάσει το ίδιο το εμπόρευμα, το αντίθετο δηλαδή της αρνητικής διαλεκτικής, αλλά τελικά ψιθυρίζει στον αποσβολωμένο νεαρό – «Was ist aufklärung?»
-«Ρε δεν μας χέζετε μαλάκες βραδιάτικα, πληρώστε και φυγέντε από εδώ!» απαντά ο νεαρός. Οι τρεις τους σηκώνονται, πετάνε τα ποτήρια τους στη τζαμαρία, και αρχίζουν να φωνάζουν σαν τρελοί, ο μπάρμαν φωνάζει «-τι κάνετε ρε μαλάκες πάτε καλά; λίγο να διασκεδάσουμε θέλουμε γαμιόμαστε όλη μέρα, και το γαμάτε παραπάνω αντί να βοηθάτε; είστε τρελοί, έχετε καθόλου λογική στα κεφάλια σας;» ο Αντόρνο με τον Ντελέζ κοιτάζονται λίγο, συνειδητοποιώντας την ειρωνεία τόσο όλης της βραδιάς, αλλά και τη δική τους μέσα σε αυτή.
Η τελευταία ατάκα όμως του μπάρμαν τους κάνει να σκάσουν στα γέλια, -«Έχουμε λογική, μια εντελώς τρελή τρελή λογική» απαντάνε μαζί. Φεύγουν. Η επανάσταση κάπου αιωρείται ασαφώς. Ορατή μα όχι απτή. Όχι ακόμα.