Του Άρη Τόλιου
Επί της αρχής.
Όσο ανιστόρητα και φτωχά είναι τα σχήματα τα οποία προσπαθούν να επιβάλλουν τον γενικά ευρωπαϊκό άξονα «Αριστεράς – Δεξιάς» σε πραγματικότητες εκτός Ευρώπης (π.χ. Τουρκία, ΗΠΑ, Λατινική Αμερική) ή να βρουν ευθείες ευθυγραμμίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές οικονομίες, τόσο εκνευριστικά είναι τα δήθεν «ψαγμένα» και «υπερ-αναλυτικά» σχήματα που αρνούνται να βγάλουν οποιαδήποτε κοινά συμπεράσματα ανάμεσα σε ανόμοιους κοινωνικούς σχηματισμούς (κράτη) – προφανώς επειδή έτσι τους βολεύει.
Λες και ο καπιταλισμός ή η κρίση του, ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο, εκδηλώνεται με άπειρους τρόπους, τους οποίους θα ήταν πολύ κουραστικό να τους παραθέσουμε, οπότε ας μην κουραζόμαστε βρε αδερφέ.
Λες και για να εκφραστεί μια άποψη για μια άλλη χώρα, χρειάζεται να μένεις εκεί χρόνια, να έχεις ακαδημαϊκή μόρφωση, να έχεις κοινωνική δράση, να μιλάς και με τους «απλούς ανθρώπους», να είσαι και ανοιχτός και όχι «κολλημένος» και και και…
Λες και ένα κείμενο που επιχειρεί να πει κάτι είναι κάτι άλλο από μια παράθεση επιχειρημάτων, με χρήση διάφορων αναλυτικών εργαλείων και ένα συμπέρασμα, το οποίο κρίνεται στο μέλλον αν ήταν πράγματι οξυδερκές, συνεκτικό και συμπαγές και μπαίνει υπό κρίση άπαξ και δημοσιευτεί.
Τα λέω όλα αυτά, διότι το τάχα «σοβαροφανές» επιχείρημα του «άλλο Ελλάδα, άλλο Γαλλία» με το οποίο κατέκλυσαν το διαδίκτυο και τα social media όσοι «μάχονται τον λαϊκισμό» (από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη Νέα Δημοκρατία), είναι τόσο υποκριτικό και χυδαίο, που θα καταλήξει τόσο πολύ να μας καταπιεί ως κοινωνία αν το ενσωματώσουμε. Γιατί πολύ απλά απευθύνεται σε μια κοινωνία που δεν την νοιάζει τίποτα και τα αντανακλαστικά της στεγανοποιούνται σε «αυτό που ξέρουμε, γιατί που να τρέχεις τώρα, σάμπως ξέρεις κιόλας».
Ξεκαθαρίζοντας αυτό με έναν δυσανάλογα μεγάλο πρόλογο, θέλω να αποσαφηνίσω κάτι ακόμα: δεν πρόκειται να το παίξω οικονομολόγος ή «γαλλοτραφής», απλά θέλω να παρατηρήσω ορισμένα σημεία με το φτωχό μου μυαλό.
Α. Αυτή τη στιγμή, όποιος ψάχνει στη Γαλλία για Αριστερά, η οποία να μην είναι «ντεγκωλική» ή/και ευρωπαϊκή, ας συνεχίσει να ψάχνει. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο (αντίστοιχα, στην Τουρκία δεν υπάρχει Αριστερά, η οποία να μην είναι «κεμαλική» – άλλη μεγάλη συζήτηση αυτή). Με αυτό, εννοώ πως όλη η Αριστερά διακατέχεται από έναν πατριωτικό λόγο, ο οποίος εκκινεί, χωρίς να απορρίπτει, τον μεταπολεμικό πατριωτισμό του ΝτεΓκωλ. Φυσικά, ο πατριωτισμός, ειδικά στις μέρες μας, είναι τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έπρεπε να το έχει καταλάβει ασυζητητί η ριζοσπαστική Αριστερά στις μέρες που ζούμε, της παγκοσμιοποιημένης λιτότητας. Το επισημαίνω απλώς για να μην είμαστε άστοχοι ή ακόμα και άδικοι στην κριτική μας. Αντίστοιχα, αυτή τη στιγμή, οτιδήποτε προσδιορίζεται ως Αριστερά στη Γαλλία δεν απηχεί σκέψεις, οι οποίες υπερβαίνουν ή ανατρέπουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως ισχύει σήμερα.
Β. Υπό αυτή την έννοια, όντως, αν συμμαχίες σε διαφορετικές χώρες (άρα διαφορετικές οικονομίες και κοινωνίες) μπορούν να χτιστούν μόνο με πανομοιότυπα πολιτικά προγράμματα, δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν συμμαχίες, σωστά;
Λάθος!
Δυστυχώς, δεν βρισκόμαστε στην περίοδο, στην οποία ο πλανήτης ολόκληρος – ή ακόμα και ευρύτερα γεωγραφικά υποσύνολα – είναι έτοιμος να αλλάξει τροχιά. Ο πρώτος τρόπος να το δεις αυτό αναφέρθηκε ήδη: μπορείς πράγματι να κουνάς το δάχτυλο σε οτιδήποτε δεν είναι στα ιδεολογικοπολιτικά μέτρα σου, χλευάζοντας οτιδήποτε πάει να κινηθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση δεν συμπίπτει πάνω στο μοιρογνωμόνιο σου.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να δεις ότι σε αυτή την περίοδο, το «βήμα εμπρός» είναι να ξαναδημιουργήσεις όρους και ελπίδες ανατροπής. Όχι την ίδια την ανατροπή, τους όρους της. Αν κάνω λάθος, θα είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου και θα δεχτώ ευχαρίστως να ακολουθήσω εκείνη την πρωτοπορία που είχε δίκιο όπου εγώ είχα άδικο.
Μάλλον δεν έχω, όμως και με βάση όλα τα παραπάνω, υπερασπιζόμουν την υποψηφιότητα του Ζαν Λικ Μελανσόν. Ήταν η καλύτερη που μπορούσε να υπάρξει και δημιουργούσε πραγματικές προοπτικές.
Γ. Αυτό που πραγματικά με εξέπληξε είναι το πως αδιαφόρησε για αυτήν η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αναφέρομαι στην διαχρονικά καιροσκοπική στάση ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι μπορούν άνετα να πανηγυρίζουν είτε νικάει ο Ολυμπιακός είτε ο Παναθηναϊκός είτε «το άθλημα», αλλά στην γενικότερη στάση, στη «γραμμή» του κόμματος. Ειλικρινά, ένα σχέδιο το οποίο στοχεύει στην πράξη ή στα λόγια, θα ήταν σημείο αναφοράς και «φιλί της ζωής» για ένα κυβερνητικό κόμμα, που ψάχνει σαν το ζητιάνο για στρατηγικές συμμαχίες ακόμα και στην σοσιαλδημοκρατία (ποια;) και να ανανεώσει ένα μεγάλο ευρωπαϊκό αφήγημα. Ο Μελανσόν μιλούσε για την αναδιανομή του πλούτου, για μια δικαιότερη Ευρώπη, για απόσυρση από το ΝΑΤΟ – πράγματα, εν πάση περιπτώσει, κοντινά σε μια εξιδανικευμένη εικόνα που προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει, κυρίως στους ψηφοφόρους του.
Δ. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να γυρίσει την πλάτη στον Μελανσόν και να στηρίξει τον Μπενουά Αμόν. Θα μου επιτρέψετε ένα διαλεκτικό ατόπημα σε αυτό το σημείο, γιατί βεβαίως «άλλο Ελλάδα, άλλο Γαλλία» και «μην κάνουμε ευθείες αντιστοιχήσεις σαν τους ανόητους» (μπλα μπλα μπλα), αλλά, για την οικονομία του κειμένου, ας πούμε ότι ο Αμόν εκφράζει την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών, δηλαδή το αντίστοιχο «λαϊκό ΠΑΣΟΚ». Ο λόγος για τον οποίον ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να στηρίξει έναν «βαμμένο πασόκο» έναντι ενός «κρυφού πασόκου» (Εμμανουέλ Μακρόν) ή ενός αριστερού δημοκράτη (Μελανσόν), μάλλον έχει να κάνει, στην πρώτη περίπτωση, με την επιχείρηση πλαγιοκόπησης της «σοσιαλδημοκρατίας της καλής, της αριστερής» που επιχειρεί σε Ελλάδα και Ευρώπη ο Αλέξης Τσίπρας και στην δεύτερη περίπτωση, επειδή η ατάκα του Μελανσόν ότι «δεν είναι Τσίπρας» μάλλον πάτησε χορδές κομματικού πατριωτισμού (ή ενοχών).
Ε. Αφού λοιπόν ο κύβος ερρίφθη και ένα κυβερνητικό κόμμα σε μια χώρα επιχειρεί στρατηγικές συμμαχίες με ανυπόληπτες, ακόμα και εκλογικά, δυνάμεις σε άλλες χώρες, θα μπορούσα να μιλήσω για πολιτικό κριτήριο κομοδίνου, αλλά δεν θα το κάνω. Ούτε επίσης θα αναφερθώ σε άλλες πολιτικές αναλύσεις τύπου «δεν είναι Τσίπρας ο Μελανσόν, όσο και να ήθελε» ή τύπου «ο Μελανσόν απευθύνεται στο εθνικό ακροατήριο με όρους γαλλικού σωβινισμού». Αντιθέτως, θα αφήσω εδώ σχετικό άρθρο της «Αυγής», η οποία διθυραμβικά ανακοινώνει πως κακώς είχαν όλοι ξεγραμμένο τον Αμόν και πως κάνει μεγάλη αντεπίθεση έχοντας καλύψει έδαφος 14 ποσοστιαίων μονάδων. Με απλά μαθηματικά, αν ο Αμόν πράγματι κέρδιζε 14 μονάδες και τελικά πήρε 6%, τότε μάλλον ξεκίνησε από το -8%. Είναι ο μόνος τρόπος για να έχει δικαιωθεί αυτή η κοφτερή σαν φραντζόλα ψωμί στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος, που ουδεμία σχέση έχει με λαϊκισμούς, βεβαίως.
ΣΤ. Ο δε Αμόν φρόντισε να δικαιώσει μία προς μία τις προσδοκίες (;) που κεφαλαιοποίησε (;) στις εκλογές, δηλώνοντας με θράσος που σίγουρα αντιστοιχίζεται στο 6% που πήρε (σε αντίθεση με άλλα πράγματα που δεν αντιστοιχίζονται με άλλα πράγματα, μην γίνομαι κουραστικός) ότι θα στηρίξει Μακρόν στο β’ γύρο για να μη βγει η Λεπέν και ότι τουλάχιστον έκοψε ψήφους από τον Μελανσόν. Το δίλημμα, λοιπόν, για τον Αμόν είναι «ή ο πρίγκηπας των Βρυξελλών ή η πριγκίπισσα της Ακροδεξιάς». Ή Βρυξέλλες ή φασισμός. Για άλλη μια φορά. Σε άλλο ένα μέρος της Ευρώπης. Αλλά ξέχασα: «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα» – το ίδιο που λέγαμε για την Κύπρο, όταν αυτή στραγγαλίστηκε μεσάνυχτα από τον Μάριο Ντράγκι.
Ζ. Προσωπικά, εκτιμώ πως ανοιχτός κίνδυνος φασιστικής απειλής δεν μπορεί να υπάρξει ιστορικά χωρίς φασιστικό κίνημα. Δεύτερον, σε επίπεδο παγίωσης δημοκρατικών θεσμών, προστασίας του κοινοβουλευτισμού ή μεταναστευτικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνει οριακά μηδέν. Το «Μαϊντάν» στην Ουκρανία, η διαχρονική αντιδημοκρατική λειτουργία των ευρωπαϊκών οργάνων, ο ορισμός δοτών πρωθυπουργών σε Ιταλία και Ελλάδα το 2011, η επιβολή πολιτικών λιτότητας , το φόρτωμα μικρότερων οικονομιών με τόνους δημόσιου χρέους υπό καθεστώς χρηματοδοτικού εκβιασμού και η πρόσφατη συμφωνία «κλειστών συνόρων» με την Τουρκία, είναι όλα πολύ πρόσφατα. Εκτός αυτών, όσο συχνά κάποια συμφέροντα αποκλίνουν, άλλο τόσο συχνά ευθυγραμμίζονται. Με αυτή την έννοια, δεν μπορώ να φοβηθώ την ακροδεξιά περισσότερο από τον νεοφιλελεύθερο σε αυτή την ιστορική περίοδο τουλάχιστον.
Η. Τέλος, είναι προφανές τι θα ζητούσα από τον Μελανσόν. Να επιμείνει στη μη στήριξη οποιουδήποτε υποψηφίου στο β’ γύρο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνταχθεί με όλο αυτό το χρεοκοπημένο πολιτικό προσωπικό και κόμματα – σκιές του πρώην πανίσχυρου εαυτού τους (Σοσιαλιστικό, Ρεπουμπλικανικό, Κομμουνιστικό) ή να φοβάται πως θα ταυτιστεί με τη Λεπέν. Προφανώς, θα του κάνουν πόλεμο, όσο βάζουν το δίλημμα στα μέτρα τους. Το δίλημμα είναι ψευδές, όμως. Και ο ίδιος ο Μελανσόν δεν πρέπει να αφήσει να υπάρχει απάντηση στην κατάρρευση του γαλλικού πολιτικού συστήματος μόνο εκ (ακρο)δεξιών. Ας θυμηθεί τις γιούχες που επιφύλαξαν οι οπαδοί του Μπέρνι Σάντερς στον ίδιο, όταν ανακοίνωσε πως θα στηρίξει την Χίλαρι Κλίντον.
Όχι ότι «οι ΗΠΑ είναι Γαλλία», αλλά λέμε τώρα…