Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Γάλλου ιστορικού και κοινωνιολόγου Πιερ Ροζανβαλόν «Η κοινωνία των ίσων» (εκδόσεις «Πόλις», μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Πιερ Ροζανβαλόν στο περιοδικό «Le Nouvel Observateur».
• «Η κοινωνία των ίσων» είναι το τρίτο μέρος, μετά τα έργα σας «La Contre-Démocratie» και «La Légitimité démocratique», του φιλοσοφικού και ιστορικού στοχασμού σας για τους σύγχρονους μετασχηματισμούς της δημοκρατίας. Ποια είναι η λογική που το διέπει;
Η δημοκρατία ορίζεται κλασικά ως ένας τύπος πολιτικού καθεστώτος. Από αυτή τη σκοπιά την προσέγγισα στα δύο προηγούμενα έργα μου. Η δημοκρατία όμως είναι και μια μορφή κοινωνίας. Ο Τοκβίλ είχε ήδη υπογραμμίσει αυτή τη διάσταση, βλέποντας σε εκείνο που αυτός αποκάλεσε «ισότητα των συνθηκών» τη γενεσιουργό αρχή της δημοκρατίας. Με αυτό το τρίτο έργο μου θέλησα να δώσω συστηματική μορφή σε αυτή την αντίληψή του, προτείνοντας μια ιστορία και μια γενική θεωρία της ιδέας της δημοκρατικής ισότητας. Στοχεύοντας πρώτα να αποσαφηνίσω το νόημα που είχε πάρει αυτή η ιδέα στην Αμερικανική και στη Γαλλική Επανάσταση. Η ισότητα είχε γίνει τότε αντιληπτή ως ένας τρόπος οικοδόμησης της κοινωνίας, παραγωγής και ζωογόνησης του κοινού βίου. Αυτή θεωρήθηκε ως μια δημοκρατική ιδιότητα και όχι μόνον ως ένα μέτρο της αναδιανομής του πλούτου.
• Μπορείτε να μας αναπτύξετε αυτό το σημείο;
Είναι πράγματι καθοριστικό. Η ιδέα να οικοδομήσουν μια «κοινωνία των ίσων» ήταν κεντρική το 1789. Αυτή η ιδέα προχωρούσε πιο μακριά από μια απλή προβληματική της μείωσης των οικονομικών ανισοτήτων. Η προοπτική ήταν να εγκαθιδρυθεί ένας κόσμος χωρίς προνομιούχους, στον οποίο καθένας θα είχε τα ίδια δικαιώματα, θα αναγνωριζόταν και θα γινόταν σεβαστός ως εξίσου σημαντικός με τους άλλους. Η έννοια της ισότητας όριζε έτσι πάνω απ’ όλα μια μορφή κοινωνικής σχέσης. Αυτή η ισότητα-σχέση αρθρωνόταν γύρω από τρεις μορφές: την ομοιότητα, την ανεξαρτησία και την ιδιότητα του πολίτη.
Η ομοιότητα έχει το νόημα μιας ισότητας-ισοτιμίας: να είσαι όμοιος σημαίνει να ανήκεις στην ίδια ανθρωπότητα κόντρα στο γεγονός του προνομίου. Η ανεξαρτησία είναι μια ισότητα-αυτονομία: ορίζεται αρνητικά ως απουσία υποταγής στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και θετικά ως ισορροπία της συναλλαγής. Η ιδιότητα του πολίτη είναι μια ισότητα-συμμετοχή: τη συγκροτούν η πολιτική δραστηριότητα και η κοινότητα στην οποία ανήκει ο πολίτης. Το σχέδιο της ισότητας ως κοινωνικής σχέσης εκφράστηκε συνεπώς στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες με τις μορφές ενός κόσμου ομοίων, μιας κοινωνίας αυτόνομων ατόμων και μιας κοινότητας πολιτών.
Η ισότητα γινόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιληπτή ως σχετική θέση των ατόμων, κανόνας των αμοιβαίων σχέσεών τους και αρχή συγκρότησης του κοινού τους βίου. Μου φάνηκε θεμελιώδες να επιστρέψω σε αυτήν την ιδρυτική διάσταση σε μια περίοδο κατά την οποία η έκρηξη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ακυρώνει την έννοια της κοινωνίας των ομοίων και τον στόχο των πολιτών να ανήκουν σε έναν κοινό κόσμο. Εχουμε πράγματι ανάγκη να αναβαπτιστούμε σήμερα σε αυτό το επαναστατικό πνεύμα προκειμένου να βγούμε από το τωρινό αδιέξοδο.
• Κατά τη γνώμη σας, ζούμε μια αληθινή αντεπανάσταση στο θέμα των ανισοτήτων: από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, το πιο πλούσιο 1% του πληθυσμού δεν έπαψε να συσσωρεύει ένα αυξανόμενο μέρος των εισοδημάτων και των περιουσιών. Οπως υπογραμμίζετε στο βιβλίο σας, «ποτέ άλλοτε δεν έχουμε μιλήσει τόσο πολύ γι’ αυτές τις ανισότητες, έχοντας κάνει ταυτόχρονα τόσο λίγα για να τις μειώσουμε»…
Ο όρος αντεπανάσταση δεν είναι αρκετά ισχυρός για να χαρακτηρίσει τη σημερινή περίοδο. Ενώ η ισότητα υπήρξε «η ιδέα-μητέρα» της Επανάστασης (για να επαναλάβουμε την περίφημη διατύπωση του Νεκέρ), η ανάπτυξη των ανισοτήτων είναι σήμερα η δύναμη που κινεί τον κόσμο. […]
• Ανησυχείτε για μια ορισμένη συλλογική συγκατάθεση στην ανισότητα. Προτείνετε να ονομάσουμε «παράδοξο του Μποσιέ» αυτή την κατάσταση όπου οι άνθρωποι αποκηρύσσουν γενικά αυτό στο οποίο συγκατατίθενται ειδικά. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;
Ολες οι έρευνες καταδεικνύουν πως το συναίσθημα ότι ζούμε σε μια άδικη κοινωνία είναι πλειοψηφικό. Αλλά οι παράγοντες που παράγουν αυτές τις ανισότητες –μια ορισμένη στρεβλή φιλοσοφία της ισότητας των ευκαιριών, η εξύμνηση της αξιοκρατίας ή οι μηχανισμοί του ανταγωνισμού– γίνονται ταυτόχρονα ευρέως αποδεκτοί. Το διαδεδομένο συναίσθημα ότι οι ανισότητες είναι «υπερβολικά μεγάλες» και «σκανδαλώδεις» γειτνιάζει με μια σιωπηλή αποδοχή των πολλαπλών ειδικών τους εκφράσεων, καθώς και με μια κρυφή αντίσταση στην πρακτική τους διόρθωση. Από δω πηγάζει το γεγονός ότι μια πλειοψηφική κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να συνδέεται με μια αδρανή παθητικότητα απέναντι στο γενικό σύστημα των ανισοτήτων. Στιγματίζουν έτσι δημοσίως τις ανισότητες γενικά, ενώ αναγνωρίζουν έμμεσα ως θεμιτά τα ειδικά κίνητρα που τις καθορίζουν. Αποκάλεσα αυτό το φαινόμενο «παράδοξο του Μποσιέ», αναφερόμενος στην περίφημη παρατήρηση του Μποσιέ: «Ο Θεός γελά με τους ανθρώπους που παραπονιούνται για τις συνέπειες, ενώ αγαπούν τις αιτίες».
• Το συναίσθημα της αδικίας και της εξέγερσης ενάντια στην άνοδο των ανισοτήτων εμπνέει ωστόσο τα ευρωπαϊκά κινήματα των «αγανακτισμένων»…
Το ενδιαφέρον σε αυτά τα κινήματα είναι ότι δεν αρκούνται στο να καταγγέλλουν τις οικονομικές ανισότητες. Πηγαίνουν πιο μακριά και επισημαίνουν ότι η συνέπεια αυτού που πρέπει να αποκαλούμε «η απόσχιση των πλουσίων» είναι η διάλυση της ένταξης σε έναν κοινό κόσμο. Εξεγείρονται δικαιολογημένα ενάντια στην κατάστασή τους των λησμονημένων, των ατόμων που δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως όμοια, που έχουν υποβιβαστεί σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Εχουν το συναίσθημα ότι έχουν εγκαταλειφθεί από τη δημοκρατία και από την οικονομία, ότι δεν τους λογαριάζουν καθόλου. Αλλά δεν έχουν πάντοτε την επιστήμη της δυστυχίας τους. Εγραψα την «Κοινωνία των ίσων» και για να εξοπλίσω αυτά τα κινήματα, για να σκιαγραφήσω ταυτόχρονα ένα πλαίσιο ερμηνείας και μια προοπτική στη δράση τους και στη θεμιτή ανυπομονησία τους.
• Σχετικά με αυτήν την κρίση της ισότητας, γράφετε ότι «η Αριστερά έχασε εκείνο που της χάριζε ιστορικά τη δύναμή της και θεμελίωνε ταυτόχρονα τη νομιμότητά της».
Αν θα έπρεπε να συνοψίσω με μια λέξη αυτό που όρισε ιστορικά την Αριστερά, θα έλεγα ότι αυτή υπήρξε το κόμμα της ισότητας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή δεν είναι πλέον αυτό το κόμμα, παρά μόνον πολύ τμηματικά. Το όραμά της έχει περιοριστεί σε μια κουλτούρα της αναδιανομής (είναι το κόμμα της δημόσιας δαπάνης και της φορολογίας) και σε μια υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα στο πεδίο της πάλης κατά των διακρίσεων. Στην εποχή όμως της κρίσης του κράτους πρόνοιας, της απονομιμοποίησης της φορολογίας και της κριτικής του ατομικισμού, αυτά δεν αρκούν.
Η Αριστερά βρίσκεται στην άμυνα ή σε μια μειοψηφική θέση. Δεν είναι πλέον πολιτισμικά ηγεμονική. Δεν αρκεί να καταγγέλλει τις ανισότητες. Η Αριστερά οφείλει να εξοπλιστεί με μια νέα σφαιρική κοινωνική φιλοσοφία. Νομίζω ότι με αφετηρία την ιδέα της «κοινωνίας των ίσων» αυτή μπορεί να ξαναγίνει μια δύναμη που γίνεται αντιληπτή ως φορέας ενός οικουμενικού και αξιόπιστου προγράμματος χειραφέτησης. […]