Σε ηλικία 90 ετών έφυγε εχθές, Τρίτη 5 Ιανουαρίου, ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης, αρχιμουσικός, θεωρητικός της μουσικής και παιδαγωγός Pierre Boulez.
Γεννημένος στη Γαλλία στις 26 Μαρτίου του 1925, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους της εποχής μας.
Γιος βιομηχάνου, αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1941 και άρχισε να παρακολουθεί ανώτερα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Λιόν, σπουδάζοντας παράλληλα πιάνο. Το 1942 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα αρμονίας με τον συνθέτη Ολιβιέ Μεσιάν στο Ωδείο του Παρισιού (1944-46) και κατάφερε να κερδίσει το πρώτο βραβείο αρμονίας.
Σπούδασε κατόπιν με τον Ρενέ Λάιμποβιτς και κατόρθωσε να γίνει απόλυτος κάτοχος της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, την οποία οδήγησε στα ακρότατα όριά της, ενώνοντας την εμπειρία του Σένμπεργκ, τη ρυθμική ασυμμετρία του Στραβίνσκι και την ηχοχρωματική λεπτότητα του Βέμπερν.
Το 1948 συνεργάστηκε με τον θίασο Μαρινιί ως συνθέτης και μουσικός διευθυντής, εξελίσσοντας τη συνεργασία αυτή στο σχήμα Domaine Musical, θεσμό για την ανάπτυξη και τη διάδοση της σύγχρονης μουσικής. Το 1952 ίδρυσε το ηλεκτρονικό εργαστήριο μουσικής του Μπάντεν-Μπάντεν. Την περίοδο 1955-66 δίδαξε στο ετήσιο θερινό σεμινάριο του Ντάρμστατ, έχοντας την ευκαιρία να επηρεάσει αποφασιστικά, μαζί με τον Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν, τη μεταπολεμική μουσική πρωτοπορία. Το 1959 εγκαταστάθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας και από τη δεκαετία του 1960 αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας στη διεύθυνση ορχήστρας, ενώ οι ερμηνείες του έργων κάθε είδους και κάθε εποχής σημείωσαν θριαμβευτική επιτυχία και διακρίθηκαν για την ακρίβεια και την ευαισθησία του ύφους τους (Βότσεκ του Άλμπαν Μπεργκ, Όπερα του Παρισιού, 1963· Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν του Ρίχαρντ Βάγκνερ, φεστιβάλ Μπαϊρόιτ, 1976 κ.ά.)
Διετέλεσε επισκέπτης διευθυντής της ορχήστρας του Κλίβελαντ των ΗΠΑ, πρώτος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC (1971-75), μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης (1971-77). Το 1975 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση (έως το 1991) του φημισμένου Ινστιτούτου Μουσικής Έρευνας και Συνεργασίας (IRCAM) στο Παρίσι, ενός από τα πιο πρωτοποριακά ηλεκτρονικά στούντιο στον κόσμο, και τον επόμενο χρόνο εξελέγη καθηγητής του Collège de France.Κατάφερε να δώσει ένα νέο πρόσωπο στην κλασσική μουσική, είτε όταν πρόκειται για τους ρομαντικούς (Βάγκνερ, Μάλερ), τους κλασσικούς του 20ου αιώνα (Ντεμπισί, Στραβίνσκι), ή τους σύγχρονους. Το 1988, στην Αβινιόν, ο Boulez δίνει για πρώτη φορά μαθήματα «ανοιχτά» για όλους. Το 1995 προσελήφθη ως επισκέπτης αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου και το 1999 ως μόνιμος συνθέτης του Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης
Η τεχνική του στην καθοδήγηση της ορχήστρας, η σκέψη του πάνω στον τρόπο της ερμηνείας, το ταλέντο του στην ακρόαση και οι ανθρώπινες σχέσεις που διατηρούσε με τους μουσικούς του, είναι κάποιες από τις όψεις αυτής της τόσο σπουδαίας μουσικής προσωπικότητας. Σκοπός του ήταν πάντα ο αποτελεσματικός έλεγχος όλων των εν δυνάμει ιδιοτήτων του ήχου : τονικό ύψος, χρώμα, πυκνότητα, κατεύθυνση, μάζα. Δεν ασχολήθηκε παρά ελάχιστα με τις δυνατότητες της ηλεκτρονικής μουσικής. Συνήθιζε να αναθεωρεί τακτικά τα έργα του ακόμα και μετά από πολλές εκτελέσεις τους, γιατί έψαχνε να βρει την καλύτερη και εκφραστικότερη τοποθέτηση της μουσικής του πορείας.
Η έφεσή του προς τα μαθηματικά χάρισε στις συνθέσεις του μια βαθιά αυστηρότητα, τυπική ακόμη και στη φανερή «τρέλα του παραλόγου», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τη μουσική του. Η πλούσια δημιουργία του, με την εντελώς ελεύθερη αναζήτηση καινούργιων εκφραστικών μέσων (η οποία τον οδήγησε από το δωδεκάφθογγο σύστημα στην καθολική αποδοχή και χρήση του σειραϊσμού), τον καταξίωσε ως έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συνθέτες της εποχής του. Παράλληλα θεωρείται και σημαντικότατος παιδαγωγός.
Από τις γνωστότερες συνθέσεις του είναι το Νυφικό πρόσωπο (Le Visage Nuptial, 1947-50) για σόλο, χορωδία και ορχήστρα, στην οποία προσφεύγει στα τέταρτα του τόνου, και κυρίως το Σφυρί χωρίς αφέντη (Le Marteau sans Maître, 1953-54) για κοντράλτο και οργανικό συγκρότημα και το Πτυχή προς πτυχή, πορτρέτο του Μαλαρμέ (Pli selon Pli, Portrait de Mallarmé, 1957-62) για σοπράνο και οργανικό συγκρότημα, έργα που θεωρούνται από τα τολμηρότερα και πιο αντιπροσωπευτικά της μουσικής πρωτοπορίας του 20ού αι. Ο Boulez έγραψε επίσης πολυάριθμα και εξαιρετικά μαχητικά άρθρα, κάποια από τα οποία δημοσιεύτηκαν στον διεθνή Τύπο και εκδόθηκαν ως συλλογή με τον τίτλο Απολογισμός ενός μαθητευόμενου (Relevés d’Apprenti, 1966), το βιβλίο Η μουσική, όπως τη σκέφτεται κανείς σήμερα (Penser La Musique Aujourd’hui, 1963) και τη συλλογή συζητήσεων Par Volonté et par Hasard (1975).