Τους 54 αγωνιστές, που χιτλερικοί δήμιοι κρέμασαν στα πευκόδεντρα στο 19ο χιλιόμετρο προς τη Ραφήνα στις 21 του Ιούλη 1944 θυμόμαστε και τιμάμε σήμερα. Ζούσαμε τους στερνούς μήνες της χιτλεροφασιστικής σκλαβιάς. Και τα ολοκαυτώματα, με εκατοντάδες νεκρούς, σημάδευαν απ’ άκρη σε άκρη την Ελλάδα. Ο Κόκκινος Στρατός σε μια θυελλώδικη «έφοδο» έμπαινε στα Βαλκάνια. Και της τελικής συντριβής του χιτλερικού στρατού η μέρα πλησίαζε. Με κάθε τρόπο οι φασίστες εισβολείς του 1941 ζητούσαν να εξασφαλίσουν ανενόχλητη διαφυγή. Και μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια αναζητούσαν διόδους, έχοντας τη βοήθεια των Αγγλων και των ταγμάτων ασφαλείας. Στόχος τους ήταν η εξαπόλυση άγριας τρομοκρατίας προκειμένου να μπορέσουν ν’ απαγκιστρωθούν και να αποφύγουν του ΕΛΑΣ τα χτυπήματα στην οπισθοχώρησή τους.
Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, που το Νοέμβρη του 1944 υπηρετούσε τότε στην Αθήνα, έδωσε πολλές πληροφορίες και στοιχεία για τους 54 κρεμασμένους από τους χιτλερικούς κατακτητές την 21η Ιούλη 1944 στο 19ο χλμ. προς τη Ραφήνα (δύο χιλιόμετρα πριν από το Πικέρμι).
Έδωσε επίσης και άλλες λεπτομέρειες για την εκταφή των κρεμασμένων, που έγινε μετά την απελευθέρωση. «Το Βήμα», 4/3/1978, τότε ακριβώς με επιμονή και άλλες πληροφορίες ανθρώπων, που βρέθηκαν στις αγγαρείες και το άνοιγμα του τάφου, αναφέρθηκε πως οι κρεμασμένοι ήταν 54 κι όχι 50 όπως ειπώθηκε και γράφτηκε τότε.
Πως και γιατί μπήκαν στους κρεμασμένους οι παραπανίσιοι 4; Ποιοι ήταν; Ολα αυτά τα ερωτηματικά καθιστούσαν την εκταφή αγωνιώδη για πολλές οικογένειες που αναζητούσαν τους δικούς των, που είχαν τότε εξαφανιστεί. Και εύλογο ήταν να τους αναζητούνε ολούθε.
«… Πήγαμε γράφει ο Π. Δελαπόρτας, ένα συγνεφιασμένο πρωί του Νοέμβρη 1944 στο Χαρβάτι. Το συνεργείο (του Δήμου Αθηναίων), που είχε πολλούς εργάτες, γρήγορα άνοιξε όλους τους τάφους που ήσαν ατομικοί για κάθε θύμα και ξέθαψε όλους τους κρεμασμένους. Θρήνος κι οδυρμός αντιλαλούσε στα γύρω. Μάνες, πατέρες, αδερφές, γυναίκες, κρατώντας τις φωτογραφίες εκείνων που έχασαν κι έκλαιγαν. Εκείνη η τραγική μάνα, που είχε μονάκριβο το παιδί που έχασε, έσχιζε καρδιές με το σιγανό της κλάμα και με μια στερεότυπη φράση, που έλεγε αδιάκοπα καθώς καθόταν σε μια πέτρα και κοίταζε τη φωτογραφία του γιου της: “Ακριβό μου και μοναδικό μου”! Αυτές τις πέντε λέξεις μοναχά έλεγε στο θρήνο της…».
Πράγματι ήταν 54 και όχι 50. Ελάχιστες σάρκες απόμεναν άλιωτες και περισσότερο σκελετοί ντυμένοι γιατί ολουνών τα ρούχα ήταν άθικτα και συγκρατούσαν τα κουφάρια. Απ’ αυτά τα ρούχα αναγνωρίστηκαν οι περισσότεροι από τους συγγενείς τους.
Τους είχαν κρεμάσει με χοντρά μαύρα ηλεκτρικά καλώδια. Με το σφίξιμο του βρόχου στους λαιμούς τους από το βάρος τους κατά το κρέμασμα και τη νεκρική ακαμψία, που επήλθε ύστερα, τα καλώδια είχαν ενωθεί αδιάσπαστα σ’ ένα σώμα με τους λαιμούς των κρεμασμένων.
Οι περισσότεροι συγγενείς είχαν μαζί τους φωτογραφίες. Ολοι λεβέντες, όλοι νιάτα, όλοι μια χαρά. Στους κρεμασμένους ο γιατρός Φίνος, ο πρόεδρος της Κοινότητας (τότε) Χαλανδρίου Μάρκου και άλλοι.
Η εκταφή τελικά βεβαίωσε πως οι κρεμασμένοι ήταν 54. Κι όχι 50, όπως αρχικά ειπώθηκε. Οι 4 παραπάνω ήταν φυματικοί από το σανατόριο Νταού Πεντέλης, που έκαναν αεροθεραπεία σ’ ένα ύψωμα. Μόλις είδαν τους Γερμανούς να κρεμούν στα πεύκα τους πατριώτες άρχιζαν να τους αποδοκιμάζουν. Τότε οι Γερμανοί άρχισαν να τους κυνηγούν. Επιασαν 4 αυτούς που δεν μπορούσαν να τρέξουν και να ξεφύγουν. Και τους πρόσθεσαν στους 50 που είχαν φέρει από το Χαϊδάρι.
Οι περισσότεροι Πειραιώτες, κρατούμενοι στο Χαϊδάρι. Ομηροι, χωρίς καμιά κατηγορία, χωρίς καμιά απόφαση. Συνεργάτες των Γερμανών στο αποτρόπαιο έγκλημα τα Τάγματα Ασφαλείας.
Η Αδελφότητα των οικογενειών των 54 αγωνιστών, οι αντιστασιακές οργανώσεις, όλοι παρόντες στον τόπο του μαρτυρίου (19ο χιλιόμετρο στο δρόμο προς τη Ραφήνα). Τίμησαν τους 54 κρεμασμένους πατριώτες. Ακούστηκαν στις καρδιές τα αθάνατα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης. Τα ελληνικά νιάτα έσκυψαν να μάθουν την αλήθεια της Ιστορίας μας. Τον τιμημένο και πολύδακρυ αγώνα μας.
Νίκος Καραντηνός