Του Brancaleone
Δεν υπήρχε κανένας λόγος αυτοί οι άνθρωποι να ξαναπαίξουν ποτέ μαζί. Roger Waters, David Gilmour, Nick Mason, Rick Wright, τα ονόματα των τεσσάρων μουσικών που συνέχισαν τον μύθο των Pink Floyd μετά την αποχώρηση του δημιουργού τους , Syd Barret, το 1968. Είχαν να βρεθούν μαζί στην σκηνή από το μακρινό 1981, και κανείς δεν πίστευε ότι αυτό μπορεί να γίνει ξανά.
O Waters και o Gilmour, οι δύο βόκαλιστ της μπάντας, δεν έχαναν ευκαιρία να διαλαλούν τo πόσο αντιπαθούν ο ένας τον άλλον για περίπου 25 χρόνια. Ο καθένας αισθανόταν ότι ο άλλος προσπαθούσε να απαξιώσει τη δουλειά του και να υπονομεύσει το μέλλον του. Αφότου άρχισε την σόλο καριέρα το 1984, o Waters επιδόθηκε στο να δυσφημεί συνεχώς τους πρώην bandmates του με ατάκες όπως: “δεν έχει καμιά νέα ιδέα” (για τον Gilmour), ενώ για τον Wright είχε δηλώσει πως δε ξέρει να παίζει.
Αλλά και ο Gilmour, όταν πλέον έγινε Band Leader, δεν το άφησε να πέσει κάτω. Για να τον πικάρει σκέφτηκε να κολλήσει ψεύτικα αρχ@@ια στο γιγαντιαίο Ρoζ φουσκωτό γουρούνι (παλαιότερη έμπνευση του Waters) που αιωρούνταν πάνω από το κοινό στις συναυλίες, και αποτελούσε σήμα κατατεθέν της μπάντας. O Waters δεν εκτίμησε το αστειάκι και συνόψισε την αντίδραση του σε 2 λέξεις. “Fuck Them”.
Η διάλυση του συγκροτήματος και ο τρόπος που επήλθε αποτελεί μια από τις πιο άσχημες στιγμές της ροκ μουσικής. Αυτός ήταν ένας και ένας από τους λόγους που εκείνο το ζεστό Λονδρέζικο βράδυ στις αρχές του Ιουλίου του 2005, όπου το συγκρότημα ξανάσμιξε στο Hyde Park για το Live 8 , έμελλε να αποτελέσει μια ιδιαίτερα ιστορική στιγμή.
Οι τέσσερις άντρες, άφησαν για λίγο στην άκρη τα περασμένα και τραγούδησαν για τον φιλανθρωπικό σκοπό της συναυλίας. Εν μέρη…
Υπήρχε και ένας άλλος λόγος για εκείνο το ιστορικό συναπάντημα. Ένα χρέος που δεν μπορούσε να ξεπληρωθεί. Ένα χρέος που κρατούσε από το 1965. To χρέος απέναντι στον Syd Barret. Τον χαρισματικό ιδρυτή των Pink Floyd, τον άνθρωπο που διαμόρφωσε το στιλ της μπάντας, έγραψε τα τραγούδια της και την έκανε διάσημη στη βρετανική σκηνή. To 1968, όταν το τρελό διαμάντι θα σταματήσει να ακτινοβολεί – “Shine on You crazy Diamond” – λόγω των γνωστών ψυχικών διαταραχών του, οι Waters και Gilmour θα τον διώξουν από το συγκρότημα.
Όμως ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή.
Τα πρώτα χρόνια
Λονδίνο 1962. Ένας νεαρός με ανακατεμένα μαλλιά και λίγο χαμένο βλέμμα καταφθάνει από το Κέιμπριτζ για να σπουδάσει καλές τέχνες. Το όνομα αυτού; Roger Keith Barrett, ή αλλιώς Syd Barret. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια είχε δείξει ιδιαίτερη έφεση στη μουσική, τη ζωγραφική και γενικά τις τέχνες.
Στο Λονδίνο ήδη βρισκόταν ο παιδικός του φίλος, Roger Waters, που σπούδαζε αρχιτεκτονική. Αυτός μαζί με τους Nick Mason και Richard Wright έπαιζαν σε μια μπάντα με το όνομα Sigma 6. Βέβαια δεν ήταν πολύ αποφασιστικοί με την ονομασία τους, και λίγο αργότερα θα το κάνουν “Meggadeaths“, μετά “Abdabs“, μετά “screaming Abdabs“, πριν καταλήξουν στο “Tea Set”. Το 1965 όταν ο Barrett θα ενωνόταν μαζί τους, θα κατέληγαν στο Pink Floyd.
To πως επέλεξαν αυτό το όνομα, και προκειμένου να κερδίσουμε κανένα click παραπάνω, καλέ μας αναγνώστη, μπορείς να το διαβάσεις εδώ.
Ο τελικός σχηματισμός των Floyd εκείνης της εποχής ήταν ο Syd Barret στην κιθάρα και τα φωνητικά, ο Roger Waters στο μπάσο, ο Nick Mason στα τύμπανα και ο Richard Wright στα πλήκτρα. Με αυτό το σχήμα ξεκίνησαν να παίζουν σε διάφορα μαγαζιά και να γίνονται γνωστοί. Το ρεπερτόριο τους τότε ήταν κυρίως Rhythm & Blues, αλλά με τον Barret στην σύνθεση τους άρχισε η εξερεύνιση των πειραματικών και ψυχεδελικών μουσικών μονοπατιών που θα σημάδευε λίγο αργότερα τον ήχο της μπάντας για πάντα.
Στο Λονδίνο της εποχής, η κοινωνική κουλτούρα της νεολαίας έμελλε να οδηγήσει στο λεγόμενο ρεύμα του London Underground. και οι Floyd ήταν στο επίκεντρο αυτού του κινήματος. Όντας στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, όντας κομμάτι αυτής της ανύσηχης ναιολαίας, αλλά και προσφέροντας κάτι το διαφορετικό, η απήχηση τους άρχισε να καλπάζει με φρενήρη ρυθμό. Όπως είχε δηλώσει και ο Duggie Fields – στενός φίλος του Barret: ” Ξαφνικά άρχισαν να έχουν ένα τεράστιο ρεύμα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μικρότερο και από το διάστημα που πήρε στους Rolling Stones να το καταφέρουν κάτι αντίστοιχο ”
Το συμβόλαιο με την EMI και το δισκογραφικό ντεμπούτο.
Είμαστε πλέον στο 1967. Οι Floyd αρχίζουν να αποκτούν αναγνωρισιμότητα. Βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με αρκετές φίρμες όμως τελικά θα καταλήξουν στην αγκαλιά της EMI, λαμβάνοντας ως προκαταβολή 5 χιλιάδες λίρες (περιπού 85 χιλιάδες λίρες με τα σημερινά δεδομένα). Η συμφωνία που έχουν κάνει τους δίνει την δυνατότητα για απεριόριστες ηχογραφήσεις στα διάσημα στούντιο της Abbey Road και έτσι γρήγορα βγαίνουν τα πρώτα σινγλάκι. Παράλληλα, η EMI αναθέτει στον Norman Smith – πρώην Sound engineer των Beatles – να βοηθήσει την μπάντα στον πρώτο τους δίσκο. Εκείνος, δεν έχει σε καμία εκτίμηση τους Floyd και ειδικά τους πειραματισμούς του Barret, μάλιστα είχε δηλώσει “με δυσκολία μπορώ να αποκαλέσω μουσική αυτό που παίζουν”.
Παρ’ όλα αυτά τον Αύγουστο του 1967 το ντεμπούτο θα γίνει με τον δίσκο “The Piper at the Gates of Dawn”. Αυτός ο δίσκος ήταν και το διαβατήριο προς στην κορυφή της Βρετανικής ροκ σκηνής. Είχε ιδιαίτερη επιτυχία καθώς έφτασε στο νο.6 και παρέμεινε στα βρετανικά Charts για 14 βδομάδες. Φυσικά στο επίκεντρο όλου αυτού ήταν ο Barret. Μελοποίησε κομμάτια από το έργο του Lewis Carrol το συνδύασε με αισθαντικές ψυχεδελικές μελωδίες και έφτιαξε ένα δίσκο που μίλαγε για τη φαντασία, τη παιδική ηλικία, και τον τρόμο. Ένας δημοσιογράφος που ασχολούνταν με την Βρετανική μουσική σκηνή είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “…Όταν έπαιζαν (οι Floyd) ήταν σαν υπερφυσικά αγάλματα που δημιουργούσαν μια διαστημική μουσική, και τα ίδια χρώματα που έσκαγαν πάνω από τα κεφάλια τους, έσκαγαν και πάνω από τα δικά μας, κάτω από τη σκηνή. Σε παρέσερνε ολοκληρωτικά, μυαλό, σώμα και ψυχή”.
The Piper at the gates of Dawn – Το κάβερ του πρώτου δίσκου των Pink Floyd
Όμως, η ψυχικές διαταραχές του Barret είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα. Όλοι πίστευαν, ή μάλλον ήθελαν να πιστεύουν πως αυτό θα ήταν μια απλή παροδική φάση. Μάταια. Η κατάσταση του σταδιακά χειροτέρευε. Ο Syd δεν ανταποκρινόταν γενικά σε τίποτα και έμενε ώρες να κοιτά το κενό. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν αυτό που συνέβη πριν από ένα Live, ο Peter Jenner-μάνατζερ της μπάντας- είχε πει : ” τον βρήκα να κάθεται στα καμαρίνια και έδειχνε τόσο χαμένος…τον πήραμε μαζί με τον Waters στην σκηνή. Όταν η μπάντα άρχισε να παίζει, ο Syd απλά στεκόταν εκεί σιωπηλός χωρίς να κάνει τίποτα, με την κιθάρα περασμένη στο λαιμό και τα χέρια πεσμένα στο πλάι”
Πρώτη Δημοσίευση: Brancaleone
Πηγές