Την περίοδο της κρίσης έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλές υπερβολές…
Ψεκασμένοι, δωσίλογοι, αγράμματοι, φασίστες και διάφορα τέτοια βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Θεμιτό δεν θα το χαρακτήριζα, αφού η υπερβολή είναι πάντοτε υπερβολή, αλλά θα το χαρακτήριζα λογικό. Όταν καταστρέφονται ζωές, περιουσίες, όταν πολλοί βλέπουν τα όσα έχτισαν να μετατρέπονται σε σωρούς ερειπίων, λογικό είναι να αντιδρούν υπερβολικά.
Του Νίκου Αραπάκη
Μια απ’ αυτές τις υπερβολές, η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο, είναι η προσπάθεια πολλών να ταυτίσουν αυτό που γίνεται σήμερα στην Ευρώπη με τη Χιλή του Πινοσέτ. Εκ πρώτης όψεως, όντως μοιάζει υπερβολή. Κρίνοντας ψυχρά τα ιστορικά γεγονότα, και γνωρίζοντας πως στη Χιλή επιβλήθηκε μια στυγνή δικτατορία η οποία δημιούργησε εκατόμβες νεκρών και βύθισε στο χάος τη χώρα, δεν μπορεί να βρει κάποιος πολλά κοινά στοιχεία.
Με βασικότερο όλων τη δημοκρατία. Διότι μπορεί στην Ευρώπη των μνημονίων και της λιτότητας να υπήρξε καταστολή, επιβολή, φτωχοποίηση, αλλά, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, η δημοκρατία βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο. Οι όποιες πολιτικές επιλογές είχαν πάντοτε το άλλοθι της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Κοινώς, τα κοινοβούλια ψήφιζαν τα όσα επιβάλλονταν από το ιερατείο των Βρυξελλών και τους Γερμανούς.
Τώρα, βέβαια, σηκώνει μεγάλη συζήτηση το αν αυτό που επιβλήθηκε στα χρεοκοπημένα –και όχι μόνο– κράτη είχε σχέση με τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Όλοι γνωρίζουμε πως ανατράπηκε ο ΓΑΠ, πως «καθάρισαν» τον Μπερλουσκόνι και διάφορα τέτοια «δημοκρατικά». Όμως, ακόμη κι έτσι υπήρχε πάντοτε το πρόσχημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Οι αντικαταστάτες των μη αρεστών στους Γερμανούς είχαν πάντοτε μια –έστω οριακή– πλειοψηφία στα κοινοβούλιά τους.
Με αυτό τον τρόπο, οι θιασώτες της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού κατάφεραν να επιβληθούν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Κραδαίνοντας το μαστίγιο της χρεοκοπίας, και σε αγαστή συνεργασία με τις ντόπιες ελίτ και τους υποτακτικούς τους, που είχαν επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο να πείσουν τις μάζες ότι όλα όσα γίνονται, κι ας μην το καταλαβαίνουν, είναι για το καλό τους, κατάφεραν να αλώσουν τη Γηραιά Ήπειρο. Όποιος εναντιωνόταν γινόταν, αυτομάτως, γραφικός, λαϊκιστής, επικίνδυνος. Προσπάθησαν, λυσσωδώς, να πείσουν ότι η θατσερικής έμπνευσης Τ.Ι.Ν.Α είναι η μόνη μας επιλογή.
Το σχέδιό τους, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, έδειξε να δουλεύει καλά, να αποδίδει. Όλη η Ευρώπη υιοθέτησε, θέλοντας και μη, τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Όλα τα κράτη επιδόθηκαν σε έναν αγώνα περικοπών δημοσίων δαπανών. Τα αποτελέσματα γνωστά: εκτίναξη της ανεργίας, του δημόσιου χρέους, της φτωχοποίησης. Το νεοφιλελεύθερο ιερατείο, που προφανώς γνώριζε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της πολιτικής του, κατάφερε, με μεγάλη μαεστρία ομολογουμένως, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες προτάσσοντας ένα λόγο σχεδόν θρησκευτικού προσανατολισμού, σύμφωνα με τον οποίον όλοι όσοι δεν αντιδρούσαν θα ερχόταν η ώρα που θα απολάμβαναν όλα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ.
Μέχρι που κάποια στιγμή η εξαθλίωση, η συνεχής επιδείνωση της ζωής των πολιτών αλλά και των αριθμών, που τόσο πολύ αγαπούν οι νεοφιλελεύθεροι, ώθησαν μεγάλο μέρος των Ευρωπαίων πολιτών να αμφισβητήσουν το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Στις διάφορες εκλογές πλήθος Ευρωπαίων πολιτών άρχισε να στρέφεται είτε δεξιά είτε αριστερά, γυρνώντας την πλάτη στα παραδοσιακά κόμματα των σοσιαλδημοκρατών και των φιλελεύθερων. Κάπως έτσι, είδαμε τη Λεπέν να απογειώνει τα ποσοστά της και να θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για την προεδρία της Γαλλίας, τον Φάρατζ να αποκτά δύναμη που λίγα χρόνια πριν δεν θα μπορούσε ούτε να διανοηθεί, τους Podemos να γίνονται –βάσει των δημοσκοπήσεων– η πρώτη δύναμη στην Ισπανία. Τέλος, είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει την εξουσία.
Κάπου εδώ, και με αφορμή την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να πέφτουν οι δημοκρατικές μάσκες. Ο εκνευρισμός των διαφόρων γραφειοκρατών τύπου Ντάισεμπλουμ, των Γερμανών και των παρατρεχάμενών τους χτύπησε κόκκινο. Η αυθάδεια των Ελλήνων τους χτύπησε στο μαλακό υπογάστριο. Μολονότι ως ενδεχόμενο το είχαν σίγουρα στο μυαλό τους, το να καταστραφεί μια τόσο μεγάλη δουλειά από ένα τόσο μικρό λαό είναι κάτι που δεν αντέχεται εύκολα. Κι όταν λέω να καταστραφεί, δεν εννοώ το οικονομικό σκέλος της υπόθεσης. Αυτό, παρά τα δεδομένα προβλήματα που θα δημιουργήσει μια ενδεχόμενη χρεοκοπία των Ελλήνων, η Ευρώπη θα το αντέξει.
Αυτό, όμως, που φοβούνται οι Γερμανοί είναι το «ξήλωμα του πουλόβερ». Όταν ξηλωθεί το πρώτο νήμα κανείς δεν γνωρίζει αν θα μπορέσουν να το μπαλώσουν ξανά ή το πουλόβερ θα μετατραπεί σε κουβάρια νήματος.
Πριν λίγες ημέρες, ο Σόιμπλε, σε ομιλία του στην Ουάσιγκτον, καταφέρθηκε εναντίον της Γαλλίας. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είπε ότι η Γαλλία αδυνατεί να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (τι μου θυμίζει…), αλλά δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα γι’ αυτό, μιας και η δημοκρατία δεν το επιτρέπει. Αυτή η σοκαριστική, κατά την εκτίμησή μου, δήλωση δεν είδα να λαμβάνει διαστάσεις. Και, ομολογουμένως, εξεπλάγην δυσάρεστα. Μιλάμε για την πλέον απροκάλυπτη δήλωση εναντίον της δημοκρατίας. Και μάλιστα όχι από κάποιον γραφικό ακροδεξιό ή οπαδό της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά από το Νο2 της γερμανικής κυβέρνησης.
Προ ημερών, η Σώτη Τριανταφύλλου, ένας από τους σκληρότερους και ωμότερους εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας, σε άρθρο της έγραφε: «Για να προχωρήσουν οι κοινωνίες, οι ηγεσίες τους πρέπει να βρίσκονται σε κάποιο είδος πρωτοπορία: να έχουν, λόγου χάρη, οράματα και προγράμματα που δεν μπορούν, εκ των πραγμάτων, να έχουν οι μάζες». Αν «μεταφράσει» κάποιος το παραπάνω απόσπασμα δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι νεοφιλελεύθεροι σιχαίνονται τη δημοκρατία.
Τη θεωρούν μπανάλ και κατάλοιπο άλλων, σκοτεινών εποχών. Πιστεύουν ότι η πρόοδος δεν επιτυγχάνεται με τις συλλογικές αποφάσεις αλλά από πεφωτισμένες ηγεσίες. Η πλέμπα (η Σώτη χρησιμοποιεί τον –πιο πολιτικά ορθό– όρο μάζες) δεν μπορεί, λόγω αγραμματοσύνης, να ερμηνεύσει την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, άρα δεν πρέπει να είναι αυτή που παίρνει τις αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται από τις εγγράμματες ελίτ σε αγαστή συνεργασία με κάποιους σοφούς ηγέτες.
Πλέον έχουμε φθάσει στο σημείο βρασμού. Μισόλογα, ναι μεν αλλά, ίσως, δεν ξέρω, θα δούμε κλπ δεν έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο. Πρέπει να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, όσο σκληρή κι αν είναι, όσο κι αν ακούγεται σαν υπερβολή. Και η αλήθεια είναι ότι οι νεοφιλελεύθεροι είναι αλλεργικοί στη δημοκρατία. Την ανέχονται αλλά, εφόσον τους δημιουργεί προβλήματα, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να την ξαποστείλουν και να την αντικαταστήσουν με κάποιον Πινοσέτ.
Κι όταν η πλέμπα καταλάβει ότι δεν μπορεί να έχει διαφορετική άποψη από αυτή του Σόιμπλε και της «εγγράμματης» Σώτης, τότε μπορεί να μας κάνουν τη χάρη και να μας επιτρέψουν να έχουμε κι εμείς άποψη για τα δημόσια πράγματα.