Του Περικλή Κοροβέση
«Η καταστροφή δεν ζυγώνει ποτέ με το όπλο στο χέρι. Ερχεται ύπουλα, στις μύτες των ποδιών. Σε κάνει να βλέπεις το κακό στην καλοσύνη και το καλό στην κακία». Αυτά λέει ο Κρίσνα, στο Μαχαμπαράτα, συμβουλεύοντας τον υποψήφιο σοφό και δίκαιο βασιλιά, Γιουντίστιρα.
Ο μεγάλoς επαναστάτης του θεάτρου, Πίτερ Μπρουκ, επανέρχεται για δεύτερη φορά στο σημαντικό αυτό ινδικό έπος και δημιουργεί ένα δεύτερο θεατρικό έργο, μινιατούρα του πρώτου, με τέσσερα πρόσωπα και έναν μουσικό που παίζει ένα παραδοσιακό ιαπωνικό τύμπανο. Το έργο λέγεται «Battlefield», που ο Μπρουκ το ήθελε αμετάφραστο και σημαίνει «πεδίο μάχης».
Παίχτηκε στην Αθήνα στις αρχές αυτής της εβδομάδας, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν αμέσως. Και κατά την άποψή μου, ήταν το μεγαλύτερο θεατρικό γεγονός της χρονιάς. Να σημειώσουμε πως το έργο και η σκηνοθεσία είναι μαζί με τη μόνιμη συνεργάτιδά του, Μαρί-Ελέν Εστιέν.
Το έργο παίζεται σε όλο τον κόσμο και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Στην Ελλάδα ήρθε από την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία, που έχει ήδη είκοσι χρόνια παρουσίας, μας συνδέει με ό,τι πιο πρωτοποριακό υπάρχει σήμερα στον κόσμο και συμμετέχει σε διεθνείς παραγωγές. Και γι’ αυτό μάς δημιουργεί αισθήματα ευγνωμοσύνης που μας βγάζει από τη μιζέρια του θεατρικού γίγνεσθαι της Ελλάδας.
Γιατί ο Μπρουκ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου και πιθανότατα ο ιδρυτής ενός άλλου θεάτρου ή τουλάχιστον ο πιο βασικός του εκπρόσωπος; Εδώ ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία. Το 1970, από μια συγκυρία έτυχε να βρεθώ στο Στράτφορντ ον Αϊβον.
Η Royal Shakespeare Company παρουσίαζε το «Ονειρο θερινής νυκτός» σε σκηνοθεσία Μπρουκ. Η παράσταση είχε ξεπεράσει τα όρια της τελειότητας και της φαντασίας. Και έκανα μια βέβηλη σκέψη. Εδώ τελειώνει το θέατρο.
Δεν μπορεί να πάει παραπάνω. Οι υπόλοιποι δημιουργοί είχαν μπροστά τους ένα αξεπέραστο εμπόδιο. Και αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι να μιμείσαι αυτό το τέλειο με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα κάνεις την υπέρβαση. Για να γίνει κατανοητό αυτό, θα αναφερθώ στα καθ’ ημάς. Ο Ροντήρης και ο Κουν δημιούργησαν δύο διαφορετικές θεατρικές σχολές. Ας το πούμε συμβολικά.
Ο πρώτος, κλασικό θέατρο. Ο δεύτερος, σύγχρονο θέατρο. Ακόμα αυτά ανακυκλώνονται με πετυχημένες ή λιγότερο πετυχημένες παραστάσεις. Αλλά έτσι, τίποτα δεν ανανεώνεται και τίποτα δεν προχωράει. Ισως ο Τερζόπουλος να έφερε κάτι άλλο και βρήκε διεθνή αναγνώριση. Και πιθανότατα να υπάρχουν διάφορες ομάδες που να δημιουργούν, όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε όλους τους χώρους, για τις οποίες δυστυχώς δεν είμαστε ενήμεροι.
Ο Μπρουκ από τα είκοσι ένα του χρόνια καθιερώνεται ως σκηνοθέτης. Ακολουθεί μια διεθνής καριέρα και διαπρέπει σε όλους τους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε: θέατρο, όπερα, κινηματογράφος, συγγραφή. Τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου ήταν ανοιχτά.
Και ηθοποιοί-θρύλοι, όπως ο Λόρενς Ολίβιε και ο Τζον Γκίλγουντ, έπαιξαν κάτω από την μπαγκέτα του. Και όμως, τα παρατάει όλα αυτά και ιδρύει μαζί με τη Μισελίν Ροζάν το Διεθνές Κέντρο για τη Θεατρική Ερευνα. Και για τέσσερα χρόνια χάνεται. Από πού θα μάθαινε κάτι παραπάνω για το θέατρο, με την εμπειρία που είχε από την ένδοξη διεθνή καριέρα του; Από τις πρωταρχικές μορφές θεάτρου που είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας.
Μαζί με το επιτελείο του αλώνισαν τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και θήτευσαν στη λαϊκή δημιουργία. Το 1974 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο θέατρο του 19ου αιώνα, Bouffes du Nord, σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Παρισιού. Ολα τα αριστουργήματα που έχουμε δει έκτοτε δημιουργήθηκαν σε αυτό το θέατρο.
Ο Μπρουκ από τη μεγάλη του εμπειρία από τις πανάκριβες παραγωγές και τις χλιδάτες αίθουσες κατέληξε στο απλό συμπέρασμα: Ενας άδειος χώρος, ένας ηθοποιός και ένας θεατής αρκούν για να γίνει θέατρο.
Στο «Battlefield» ο Μπρουκ κάνει έναν καινούργιο πειραματισμό. Περνάμε από την αφήγηση στο θεατρικό δρώμενο που πιθανότατα -κατά την άποψή μου- είναι η απαρχή του θεάτρου. Η μεγάλη δύναμη του Μπρουκ έγκειται στη βαθιά κατανόηση ενός κειμένου και στην ικανότητά του να το μετατρέπει σε προφορικό λόγο με εργαλείο τον ηθοποιό.
Και αυτό σημαίνει πως ξέρει να διαβάζει την πραγματικότητα, εντοπίζει τα προβλήματα και επεμβαίνει θεατρικά. Από αυτή την άποψη το θέατρό του είναι εξόχως πολιτικό. Και αυτό που τον απασχολεί είναι η καταστροφή της ανθρωπότητας. Ο νικητής Βασιλιάς Γιουντίστιρα αναρωτιέται πώς θα μπορέσει ο κόσμος να γίνει δίκαιος ύστερα από τη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων; Θα μπορέσει αυτός ο κόσμος να αποφύγει μια μελλοντική καταστροφή;
Ενα ερώτημα που πλανάται εδώ και 2.500 χρόνια και ακόμα δεν έχει απαντηθεί. Αντίθετα η Ιστορία μάς έχει δείξει πως, με μικρά διαλείμματα, είναι μια αλληλουχία καταστροφών. Για τον Μπρουκ θα επανέλθουμε.