Terra incognita η ευρωπαϊκή και η ελληνική οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου – Προειδοποιήσεις Λαγκάρντ για κρίση διαρκείας.
- του Στάθη Σχινά για την έντυπη έκδοση της Αυγής
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού, που «έσκασε μύτη» όλως απροόπτως και απειλεί να επαναφέρει την οικονομία της Δύσης σε εποχές που οι περισσότεροι είτε δεν έζησαν είτε έχουν ξεχάσει. Και το χειρότερο; Οι επιπτώσεις του οικονομικού πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ρωσίας και Δύσης μετά την εισβολή της πρώτης στην Ουκρανία, πέρα από την έντασή τους, δεν θα είναι καθόλου «στιγμιαίες».
Και το τοπίο στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου, φαντάζει terra incognita (άγνωστη γη), καθώς φαίνεται να αλλάζει ριζικά το ενεργειακό μείγμα αλλά και ο χάρτης των αγορών πρώτων υλών. Κάτι που από πλευράς κόστους θα πλήξει άμεσα -με δύσκολα υπολογίσιμες συνέπειες- τη βιομηχανική παραγωγή, την αγροτική οικονομία, τις μεταφορές και κατ’ επέκταση το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Ήδη ο πληθωρισμός χονδρικής, που μετράει τη μεταβολή των τιμών στις οποίες πωλούν τα προϊόντα τους οι βιομηχανίες κάθε είδους, έτρεχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον περασμένο Φεβρουάριο με 32% και στην Ελλάδα με 34%.
Στασιμοπληθωρισμός (stagflation) έχει ονομαστεί από τους οικονομολόγους η ταυτόχρονη ύπαρξη στην οικονομία πληθωρισμού και στασιμότητας του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ή /και ύφεσης. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ακραία αντιφατική η συνύπαρξη πληθωρισμού και ύφεσης. Γιατί ύφεση σημαίνει μείωση της ζήτησης, άρα και μείωση των τιμών λογικά. Εκτός εάν -όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και τώρα- ο πληθωρισμός (δηλαδή η συνεχής ανοδική μεταβολή των τιμών, που μετριέται ως ποσοστό μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) προέρχεται από τη μεταβολή της τιμής προϊόντων που έχουν σχεδόν ανελαστική ζήτηση, δηλαδή είναι σούπερ αναγκαία η κατανάλωσή τους. Και τέτοια προϊόντα είναι οι υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και τα βασικά τρόφιμα (κυρίως τα σιτηρά).
Το παρελθόν στην Ελλάδα
Για ασθενείς σχετικά οικονομίες, όπως η ελληνική, η υπέρβαση στασιμοπληθωριστικών καταστάσεων, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Το φαινόμενο είχε εμφανιστεί με ένταση τη δεκαετία του 1970 λόγω της τεράστιας εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου, ουσιαστικά διήρκεσε μέχρι το 1988 και είχε προκαλέσει τεράστιο αρνητικό σοκ στην οικονομία των χωρών της Δύσης
Το κύριο πλήγμα δέχτηκε τότε η ελληνική βιομηχανία.
Η κλωστοϋφαντουργία (με γίγαντες όπως η Πειραϊκή – Πατραϊκή, με πάνω από 15.000 εργαζόμενους) που αντιπροσώπευε το 28% της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής αποσαθρώθηκε, ενώ τεράστιο πλήγμα δέχθηκαν και τα ακμάζοντα μέχρι τότε ελληνικά ναυπηγεία.
Την περίοδο 1977-1990, τεράστιος αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων χρεοκόπησε και πολλές κρατικοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου. Η Ολυμπιακή και τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (πάνω από 10.000 εργαζόμενοι), Ελευσίνας και Σύρου, αλλά και τα ορυχεία Σκαλιστήρη, η ΑΓΕΤ -Ηρακλής, μεγάλες χαρτοποιίες, ταπητουργίες και βιομηχανίες ξύλου και, φυσικά, οι κλωστοϋφαντουργίες (Πειραϊκή – Πατραϊκή με 14 εργοστάσια, εκ των οποίων το ένα στη Γερμανία, Αιγαίον κ.ά.). Όλες αυτές συντηρήθηκαν με τεράστιες ενέσεις κεφαλαίων από τον κρατικό προϋπολογισμό, κάτι που συγκράτησε μεν την ανεργία (διατήρησε περί τις 500.000 θέσεις εργασίας) αλλά οδήγησε το δημόσιο χρέος από το 20% στο 80% του ΑΕΠ. Η κρίση επίσης κονιορτοποίησε την επίσης ακμάζουσα βιομηχανία λευκών οικιακών συσκευών (Ιζόλα, Εσκιμό, Πίτσος), ενώ και για άλλους λόγους διέλυσε δύο ιστορικούς ομίλους (Μποδοσάκη και Ανδρεάδη).
Σε επίπεδο παραγωγικής βάσης, οι επιπτώσεις ήταν χειρότερες και από αυτές της μνημονιακής περιόδου. Ουσιαστικά, ήταν μια κρίση που ταλαιπώρησε την Ελλάδα για μια δεκαπενταετία τουλάχιστον. Ο πληθωρισμός ήταν διψήφιος (πάνω από 20% ). Ήταν ουσιαστικά πληθωρισμός κόστους. Οφειλόταν δηλαδή στην αύξηση του πετρελαίου, που με τη σειρά του οφειλόταν σε γεωπολιτικές συγκρούσεις. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 80% το 1973 (1η πετρελαϊκή κρίση) και κατά 70% το 1979 (2η πετρελαϊκή κρίση) είχε ως αποτέλεσμα το κόστος εισαγωγής για την κάλυψη των εγχωρίων αναγκών πετρελαίου στην Ελλάδα από το 1,4% του ΑΕΠ το 1973 να εκτιναχθεί στο 4,5 με 5% του ΑΕΠ το1979-80. Οι παραγγελίες πετρελαίου μειώθηκαν τρομακτικά παγκοσμίως και η εμπορική ναυτιλία εισήλθε σε τεράστια κρίση, καθώς χιλιάδες πλοία μετατράπηκαν σε «σκραπ» (όλα τα ελληνικά ναυπηγεία είχαν μετατραπεί σε διαλυτήρια πλοίων). Ήταν, στην κυριολεξία, η τέλεια καταιγίδα.
Εν αρχή ην η πανδημία
Η εμφάνιση της πανδημίας είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ή να μεγιστοποιηθούν τεράστια προγράμματα αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας. Κοινώς «κόπηκε» πολύ νέο χρήμα. Για την αντιμετώπιση υφεσιακών τάσεων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακολουθώντας την αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED), προχώρησε στην πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης», από την οποία εξαιρέθηκε εξαρχής η Ελλάδα γιατί οι γνωστοί οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, S&P κ.λπ.) δεν την είχαν κατατάξει σε «επενδυτική βαθμίδα» λόγω του υπέρογκου χρέους της. Η κατάσταση άλλαξε άρδην με την εκδήλωση της πανδημίας. Η ΕΚΤ περιέλαβε την Ελλάδα σε ειδικό πρόγραμμα, το οποίο ουσιαστικά οδήγησε τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου κάτω του 1% και επέτρεψε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να δανείζεται πολύ φτηνά μέχρι τις αρχές του 2022.
Σε ΗΠΑ και Ευρώπη, πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ ενίσχυσαν την αγοραστική δύναμη, κάτι που συνέβη αρχικά σε συνθήκες αποπληθωρισμού (αρνητικού πληθωρισμού). Ο φόβος της ύφεσης οδήγησε μάλιστα στην ένταση αυτής της πολιτικής και ετέθη στόχος επίτευξης πληθωρισμού στην περιοχή του 2%. Και τότε, μεσούσης της πανδημίας, ξεκίνησε η άνοδος των τιμών, καθώς οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες άρχισαν να «μανιπουλάρουν» τις τιμές του πετρελαίου, που πήραν την ανηφόρα και ενισχύθηκαν επιπλέον από την ισχυρή ανάπτυξη στην Κίνα μετά τον έλεγχο της πανδημίας στη χώρα.
Με τεράστιες ποσότητες χρήματος να κυκλοφορούν στην παγκόσμια αγορά και με εκτιμήσεις για ιλιγγιώδη ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης, μετά το δύσκολο λόγω πανδημίας 2020, η ζήτηση στις ανεπτυγμένες χώρες παρέμεινε ισχυρή. Όμως από τον Σεπτέμβριο του 2021 οι πληθωριστικές πιέσεις, αρχικά στις ΗΠΑ και μετά στη Γερμανία και την Ε.Ε., εκδηλώθηκαν έντονες και «φούντωσαν» στο πρώτο τρίμηνο του 2022. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός ήταν εισαγόμενος και ήταν βασικά πληθωρισμός κόστους, η πλημμυρίδα χρήματος που υπήρχε λειτούργησε ως καταλύτης για την περαιτέρω άνοδό του.
Ο πόλεμος
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εκδηλώθηκε σε μια στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες είχαν αποφασίσει να «σφίξουν τα λουριά», περιορίζοντας τη ρευστότητα, καθώς η ανάπτυξη ήταν ισχυρή το 2021 και η ύφεση της πανδημίας διαγραφόταν ως το επικρατέστερο σενάριο. Η περαιτέρω εκτίναξη των τιμών φυσικού αερίου και πετρελαίου συν τα μέτρα κατά της Ρωσίας δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο μείγμα. Οι τιμές ενέργειας ανέβηκαν ταχύτερα. Τμήμα αυτής της ανόδου δεν έχει ακόμη μετακυλιστεί σε πολλά τελικά προϊόντα, κάτι που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη άνοδο των τιμών στο άμεσο μέλλον, καθώς στην ενεργειακή αβεβαιότητα προστέθηκε και η επισιτιστική.
Πλέον οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη σε όλον τον κόσμο «μινιμάρονται» και ο κίνδυνος να μηδενιστούν ή να περάσουμε ακόμη και σε αρνητικό έδαφος είναι ορατός, ειδικά αν ο πόλεμος συνεχιστεί. Βρισκόμαστε στην αρχή εκδήλωσης του φαινομένου «στασιμοπληθωρισμός». Τα πάντα εξαρτώνται από το τέλος του πολέμου και από το πώς θα είναι ο κόσμος την επόμενη ημέρα.
Η «Επιτροπή Σοφών» στη Γερμανία, δηλαδή η ομάδα οικονομολόγων που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση, προειδοποίησε για «ουσιαστικό» κίνδυνο ύφεσης εάν διακοπούν οι εισαγωγές ρωσικού αερίου. Οι ίδιοι έχουν μειώσει δύο φορές τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη στη Γερμανία, με τελευταία πρόβλεψη τη συρρίκνωσή της από το 4,6% στο 1,8%.Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός στη Γερμανία αυξήθηκε στο 7,6%, το υψηλότερο ποσοστό από το 1990.
«Τα κακά νέα είναι ότι αυτό δεν θα είναι το τέλος της επιτάχυνσης του πληθωρισμού… οι διψήφιοι αριθμοί δεν μπορούν πλέον να αποκλειστούν», δήλωσε ο Carsten Brzeski, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας του ολλανδικού ασφαλιστικο-τραπεζικού κολοσσού ING
Έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη έδειξε ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην Ε.Ε. έχουν γίνει πολύ πιο απαισιόδοξοι μετά τη ρωσική εισβολή, τον περασμένο μήνα.
Οι επενδυτικοί οίκοι «στοιχηματίζουν» ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια πολλές φορές και θα τα μηδενίσει μέχρι το τέλος του έτους (σήμερα είναι αρνητικά). Την περασμένη Τετάρτη, αυτές οι εκτιμήσεις και οι αντίστοιχες κινήσεις στις αγορές παραγώγων οδήγησαν την απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου στο 0,7%, υψηλό τεσσάρων ετών. Και την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου κοντά στην περιοχή του 3%, κάτι που κάνει ιδιαίτερα προβληματικό τον δανεισμό της Ελλάδας που είναι παγωμένος από την αρχή του χρόνου) από τις διεθνείς αγορές.
Τι θα γίνει στην Ελλάδα;
Η προηγούμενη κρίση στασιμοπληθωρισμού ταλαιπώρησε την Ελλάδα περισσότερο από 12 χρόνια. Ουσιαστικά, βγήκε από αυτήν όταν έγινε ορατή η σύνδεσή της με τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. και το ευρώ, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Εν σχέσει με την περίοδο 1979-1987, οπότε και εκδηλώθηκαν οι βασικές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης που οδήγησε στον στασιμοπληθωρισμό, υπάρχει ένα τεράστιο μειονέκτημα και ένα ίσως πλεονέκτημα.
Το μειονέκτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Τότε η εργασία προστατεύτηκε και η ανεργία παρέμεινε γύρω στην περιοχή του 7%. Οι μισθοί με την ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή = ετήσιες αυξήσεις ίσες με τον πληθωρισμό) «κράτησαν» την αγοραστική τους δύναμη. Όλα αυτά όμως σε βάρος του δημοσίου χρέους, που τετραπλασιάστηκε και από 20% το 1981 έφτασε το 80% το 1988 (μόλις στο 1/3 περίπου του σημερινού). Αυτό ήταν το τίμημα της προστασίας της κοινωνικής συνοχής.
Τώρα που το χρέος είναι στα ύψη, ο δανεισμός είναι ακριβή και μάλλον μη επιθυμητή επιλογή. Κάτι που δημιουργεί προϋποθέσεις εκτίναξης της ανεργίας αλλά και μεγάλης μείωσης των πραγματικών μισθών (μείωση αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού)
Το πιθανό πλεονέκτημα είναι το «ευρώ», κάτι που μειώνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο για ευρωπαϊκής προέλευσης επενδύσεις (αν υπάρξουν).Το κυριότερο όμως πιθανό πλεονέκτημα είναι τα μέτρα κοινής αντιμετώπισης της κρίσης από την Ε.Ε. (αν και αυτά υπάρξουν). Ίσως και κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που μάλλον θα είναι μεταξύ των μεγάλων θυμάτων της «τέλειας καταιγίδας».