Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Έχοντας, πια, ολοκληρώσει την αστική της διαδρομή, η έκθεση «Πόλις, Ροές, εντάσεις, Ώσμωση», ανταποκρίθηκε πρωτίστως στην ανάγκη που την γέννησε. 30 σύγχρονοι δημιουργοί κατέθεσαν στην Πειραιώς 206, τα έργα τους (ζωγραφική, φωτογραφία, video art, εγκαταστάσεις), προσεγγίζοντας και οπτικοποιώντας ερωτήματα και προβληματισμούς, που αφορούν την ιδέα του σύγχρονου άστεως και όσων διαμένουν σε αυτό. Ζητήματα καίρια και ερωτήματα, που τέθηκαν και αποφλοιώθηκαν στα πλαίσια του πρώτου άξονα του προγράμματος «Αρχαίο Δράμα και Σπουδές Αστικού χώρου / Urbanism», που υλοποιείται φέτος από το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, στο πλαίσιο της Πράξης «Καθιέρωση και Προβολή Διεθνών Θεσμών Σύγχρονου Πολιτισμού στην Αττική». Και όλα αυτά, σε μία ανάδρομη συνομιλία, με την κοιτίδα που γονιμοποίησε τον αρχικό, πολιτικό προβληματισμό: «Αρχαίο δράμα: διεπιστημονικές και δια-καλλιτεχνικές προσεγγίσεις». Με μία, όμως, σημαντική διαφοροποίηση.
Στη συγκεκριμένη, συλλογική δοκιμή, το αρχαίο δράμα οριοθετήθηκε εξ αρχής, όχι ως το μείζον ζητούμενο – το κεντρικό θέμα, που θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων δημιουργών – αλλά πρωτίστως, ως το αρχετυπικό υπόβαθρο της έκθεσης. Η ιστορική, με άλλα λόγια, αφετηρία και συνάμα η πολιτισμική δεξαμενή, η οποία πυροδότησε και τον οικουμενικό στοχασμό, σχετικά με την έννοια του Άστεως, και του ρόλου, που ο Πολίτης καλείται να εκπληρώσει, σαν κινητήριος μοχλός αυτού του πολύπλοκου εργοστασίου. Μέσα απ’ αυτό το ιδεολογικό, αισθητικό πρίσμα, οι συμμετέχοντες δημιουργοί διερεύνησαν τις δυναμικές σχέσεις – θετικές ή αρνητικές αλληλεπιδράσεις – οι οποίες αναπτύσσονται εντός του Αστικού κελύφους: «προσέγγισαν και ανέδειξαν στιγμές, παραμυθίες, σχέσεις, συγκρούσεις και ωσμώσεις, μεταξύ πληθυσμών, πολιτισμών, πολιτείας και πολίτη, ομάδων και ατόμων, ανθρώπου και φύσης». Διαφορετικά, οι δημιουργοί της έκθεσης επαναπροσδιόρισαν στις ισχύουσες συνθήκες, την έννοια, και το περιεχόμενο που μπορεί ν’ αποκτήσει η Πόλις, ως ιδανικό κύτταρο και κοιτίδα, εντός της οποίας γονιμοποιούνται οι σύγχρονοι, Αστικοί προσανατολισμοί. Στον πυρήνα της, επομένως, η έκθεση εξέφρασε και επαναπροσδιόρισε εκείνες τις σύνθετες, πολιτικοκοινωνικές έννοιες, που παραμένουν δικαιωμένες ή αδικαίωτες στον Αστικό «κόσμο», καλώντας τελικά, όλους εμάς, τους επιγόνους των παλιών συγγενών, να βρούμε τη θέση και το ρόλο, που μας αρμόζει στους κόλπους ετούτης της Πολιτείας. Αυτής, που είτε μετεωρίζεται στο παρόν, αβέβαιη και φοβική, είτε επιλέγει ν’ αυτό-εγκλωβίζεται, καρκινοβατώντας στη δίνη μίας απρόβλεπτης και σχεδόν ανυπέρβλητης τρικυμίας.
Το πρόταγμα της έκθεσης, κορυφαίο, και η πρόκληση για ανακαθορισμό των αμφίσημων δυναμικών που αναπτύσσονται στον αστικό χώρο, επιτακτική, όσο ποτέ: «Η ανθρώπινη υπόσταση και ο ρόλος του πολίτη, εν μέσω μίας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης… Επηρέασε με την εισβολή της, και σε ποιο βαθμό την πληθυσμιακή σύσταση της κοινωνίας; Ποιοι θεωρούνται οι σύγχρονοι ικέτες, και από ποιους ζητούν ικεσία; Ποια είναι η αμφίσημη σχέση που προκύπτει μεταξύ του πόλου της Πόλης και νέων κατοίκων; Εν τέλει, ποιες ωσμώσεις συντελούνται και ποιοι οι καταλύτες τους;» Σχηματικά, λοιπόν, η έκθεση επιχείρησε να ιχνηλατήσει, εντός των αστικών τειχών. την αλληλεπίδραση, και τη δυναμική σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα σε όσους δικαιούνται και ταυτόχρονα οφείλουν να επανακαθορίσουν τη σχέση τους, ως προς τους άλλους, την Πόλη και τον εαυτό τους. Σε καιρούς, όπου τα αστικά «τείχη» ορθώνονται ανεπαισθήτως, περιχαρακώνοντας, και συχνά ακυρώνοντας, συνειδήσεις, δικαιώματα, προσδοκίες και οράματα.
Πάνω σε αυτά τα επίμαχα ερωτήματα, αλλά και όσα, ακόμη υφέρπουν αναπάντητα, κάτω από τον αστικό ιστό, αποπειράθηκαν να προσεγγίσουν και να συνομιλήσουν οι 30 δημιουργοί της έκθεσης. Ο καθείς με το ιδιαίτερο γνωσιακό, ηθικό και αισθητικό του αποτύπωμα. Όλοι τους, όμως, αναμετρήθηκαν με τα διαφαινόμενα ερωτήματα, και αποπειράθηκαν να δώσουν, μέσα από την ξεχωριστή τους οπτική, τις δικές τους «τίμιες απαντήσεις», όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Καθαρές απαντήσεις, για όσα θέματα μάς ενώνουν, ή εύκολα μάς διχάζουν:
– Ο προβληματισμός, ίσως και η «τραγωδία, για όσους αντίκρισαν κλειστές πόρτες, οι οποίες οριοθέτησαν εκ νέου, «τον ιδεατό χώρο, που θέλαμε να φτάσουμε εξ αρχής». – Η αναγκαιότητα διεύρυνσης των «αισθήσεων», ως το μοναδικό εχέγγυο διαύγειας, προκειμένου «να δούμε και ν’ αντιληφθούμε αυτά τα μικρά αδιόρατα σημεία και στιγμιότυπα, που θα μας επέτρεπαν σαν συνάνθρωποι ν’ ανακαλύψουμε αξίες, που ενδεχομένως μοιραζόμαστε». – Η έλευση των ικετών, με μοναδικές αποσκευές τους, «τα όνειρά τους, το χαμόγελο, την αγάπη τους για την οικογένεια και τη Ζωή – τη δύναμή τους». Και παράλληλα, η αναβίωση του αντιπολεμικού αριστουργήματος «Τρωάδες», όπως αυτό αναβιώνει «στη σύγχρονη προσωπογραφία της Συρίας, που επέζησε και θρηνεί για το χαμό των δικών της». – Η έννοια του «ανήκειν», και συνακόλουθα, η έννοια της ταυτότητας, που απορρέει, «μέσα από μία θεώρηση του χρόνου, του χώρου, της πνευματικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, αλλά και της πολιτικής, συνταγματικής δημοκρατίας». – Η αλληλεγγύη, που μετουσιώθηκε σε «γκράφιτι του αστικού τοπίου», υπογραμμίζοντας έτσι πως «η πιο ανεκτική πόλη της αρχαιότητας, σήμερα επιλέγει τη σιωπή». – Ένας πολιτισμός σε παρακμή, «που προσπαθεί να διατηρηθεί σ’ ένα δυστοπικό και αφιλόξενο περιβάλλον», σαν μία κινούμενη άμμος, που συμπαρασύρει ανθρώπους και προσδοκίες. Ειδάλλως, «το οικείο και το ανοίκειο», ένα «παλίμψηστο προσωπικών ιστοριών», όπως αυτές καθόρισαν «την άστατη ρυθμολογία ενός αστικού τοπίου». Εν κατακλείδι, η έκθεση αναμετρήθηκε με τη διαμόρφωση ενός αστικού χώρου, μη φιλικού και ανθρώπινου, που ταυτίζεται, ως προς τη σύνθεση και λειτουργία του, με την «έννοια του εκτοπισμού»: της αλλοτρίωσης, δηλαδή, από την «Ιστορία, την Ιστορική μνήμη, όπως και κάθε άλλη συστηματική προσπάθεια να σβηστούν ή, έστω, να εξομαλυνθούν τα ίχνη συγκεκριμένων πτυχών του παρελθόντος…»
Έχοντας διανύσει επιτυχώς τον κύκλο της, η έκθεση «Πόλις – Ροές – εντάσεις – Ώσμωση», αποπειράθηκε με τη συνισταμένη της να «αγγίξει τα σημάδια των καρφιών», υποκειμένων και συλλογικοτήτων, σε μία κρίσιμη Ιστορική συγκυρία. Με την προσωπική τους μαρτυρία, οι 30 συμμετέχοντες καλλιτέχνες κατέθεσαν τον ελάχιστο οβολό τους, σε μία μακρά συζήτηση επαναπροσδιορισμού των επίδικων εννοιών, με γνώμονα πάντα, το Δίκαιο, το Ανθρώπινο, το Αληθές. Μένει, τώρα, στο χρόνο και τη φύση των ανθρώπων ν’ αναστοχαστούμε πάνω στις φυγόκεντρες δυνάμεις, που εγκλωβίζουν στο βίο μας – συλλογικό και ατομικό – εκείνες τις ζείδωρες Ροές της αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας και της Αυτοπραγμάτωσης. Από τον διάλογο που θα προκύψει εντός των αστικών «τειχών», θα κριθεί κι αν τελικά η ελπίδα θα ευδοκιμήσει ξανά, στους κήπους, τους δρόμους και τα μπαλκόνια των πόλεών μας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 14.10.2017