Του Άρη Χατζηστεφάνου
«Nομίζετε ότι ο κόσμος είναι σκληρός και άδικος μαζί σας; Συγχωρέστε μας. Δεν ζούμε στο αμφιθέατρο της Σχολής Καλών Τεχνών κάποιου φιλελεύθερου Πανεπιστημίου. […] Αντε γα*****ε – είστε όλοι μα****ς».
Η σειρά κινουμένων σχεδίων «South Park» δεν φημιζόταν ποτέ για την ευγένεια των χαρακτήρων της.
Στον 19ο κύκλο της όμως, που προβλήθηκε το 2015, βρέθηκε σε ανειρήνευτο πόλεμο με τον πολιτικά ορθό λόγο.
Το παραπάνω λογύδριο τόλμησε να εκστομίσει ένας ήρωας που ονομαζόταν Reality (πραγματικότητα) και το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού οι (πολιτικά ορθοί) κάτοικοι του South Park τον εκτέλεσαν στην κεντρική πλατεία.
H πόλη είχε καταληφθεί από καλογυμνασμένους τραμπούκους, οι οποίοι έκαναν μπούλινγκ σε όποιον δεν χρησιμοποιούσε πολιτικά ορθό λόγο και προσέβαλλε εθνικές, φυλετικές και σεξουαλικές μειονότητες.
Αρχηγός τους ήταν ο διευθυντής του σχολείου, ο οποίος στο πέμπτο επεισόδιο γρονθοκοπεί σχεδόν μέχρι θανάτου έναν μαθητή φωνάζοντας:
«Τολμάς ρε να χρησιμοποιείς λέξεις που αποξενώνουν κοινωνικά υποσύνολα νέων, τα οποία υπόκεινται σε καθημερινή φραστική βία;».
Οι δημιουργοί του «South Park», με το αναρχικό τους χιούμορ, έχουν κερδίσει μια θέση στην καρδιά των πιο προοδευτικών στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας.
Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα επεισόδια για την πολιτική ορθότητα θα ενθουσίαζαν και την αμερικανική αλλά και την ευρωπαϊκή Ακρα Δεξιά -από τους σκληροπυρηνικούς Ρεπουμπλικάνους και τους φασίστες του «Alt – Right» μέχρι τον Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία ή τον αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Αδωνι Γεωργιάδη.
Η πολιτική ορθότητα είναι συνηθισμένη να δέχεται χτυπήματα από αριστερά και δεξιά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν συνυφασμένη με την πίστη στη γραμμή των κομμουνιστικών καθεστώτων της Κίνας και της πρώην ΕΣΣΔ.
Στη σημερινή της μορφή τη συναντάμε από τη δεκαετία του ’70 στα κείμενα της Νέας Αριστεράς.
Σύντομα όμως αποκτά ειρωνική σημασία όταν το φεμινιστικό κίνημα τη χρησιμοποιεί για να σαρκάσει τη δική του υπερ-ορθοδοξία και τις ακρότητες ορισμένων μελών του.
Από τη δεκαετία του ’90 συντροφεύει τον (νεο)φιλελεύθερο συντηρητισμό, που κυριαρχεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια, και συνεπώς δέχεται τα βέλη της Αριστεράς.
Σήμερα όμως μπαίνει και πάλι στο στόχαστρο της Ακρας Δεξιάς, η οποία την παρουσιάζει σαν μια μορφή λογοκρισίας που επιβάλλουν οι ελίτ στα καταρρακωμένα μεσαία και κατώτερα στρώματα του λευκού πληθυσμού.
Ως αντίδραση σ’ αυτήν την αλλαγή ορισμένοι επιχειρούν να πλασάρουν και πάλι τον πολιτικά ορθό λόγο σαν ένα χαρακτηριστικό των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων –ένα εργαλείο με το οποίο μάχονται τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον σεξισμό και την ομοφωνία. Για ποια Αριστερά μιλάμε όμως;
Τα τελευταία χρόνια τα αμερικανικά πανεπιστήμια άρχισαν να αντιμετωπίζουν τους φοιτητές σαν εν δυνάμει θύματα κάποιου είδους μετατραυματικού σοκ –όπως αυτά που παρατηρούνται σε θύματα βιασμού ή σε στρατιώτες που επιστρέφουν από τον πόλεμο.
Η πολιτική ορθότητα άρχισε να συνοδεύεται από όρους, όπως microaggression (η ασυνείδητη χρήση υποτιμητικών λέξεων εναντίον φυλετικών ή σεξουαλικών μειονοτήτων), trigger warning (προειδοποίηση των καθηγητών ότι στο επόμενο μάθημα θα υπάρχουν πληροφορίες που μπορεί να σοκάρουν τους φοιτητές) και safe places (χώροι όπου οι φοιτητές θα ηρεμούν χωρίς άγχος ότι κάποιος θα προσβάλει τις φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές και πολιτισμικές καταβολές ή προτιμήσεις τους).
Το αποτέλεσμα θα έκανε και τον Κάφκα να παγώσει από τρόμο.
Καθηγητές απολύονταν για μια λάθος λέξη που χρησιμοποίησαν στο μάθημα, ομιλίες ακυρώνονταν γιατί θα μπορούσαν να προσβάλουν κάποιον φοιτητή ενώ ένα πολιτικό σύνθημα σε έναν τοίχο αντιμετωπιζόταν σαν ωρολογιακή βόμβα.
Κανείς φυσικά δεν ενδιαφερόταν αν τα πανεπιστήμια έκλειναν τις πόρτες τους στους φτωχούς φοιτητές, αν υπήρχαν ελάχιστοι μαύροι ή ισπανόφωνοι σε θέση να πληρώσουν τα δίδακτρα ή εάν η ποιότητα των μαθημάτων υποβαθμιζόταν από τις νέες σχέσεις εργασίας των καθηγητών ή την πρόσδεση με εταιρείες που παρενέβαιναν ανοιχτά στη διδασκαλία.
Ολοι έτρεμαν μήπως κάποιος μαύρος, Εβραίος, gay, χοντρός ή βουδιστής φοιτητής έβλεπε ή άκουγε μια λέξη που θα διέλυε τον ψυχικό του κόσμο.
Οι διοικήσεις του Πανεπιστημίου-επιχείρηση έβρισκαν στον πολιτικά ορθό λόγο ένα μέσο για να ικανοποιούν, χωρίς κόστος, τις απαιτήσεις των φοιτητών-πελατών τους.
Παράλληλα η αμερικανική Δεξιά και τα media γελοιοποιούσαν τα σχετικά αιτήματα παρουσιάζοντας όλους τους φοιτητές σαν κακομαθημένα πλουσιόπαιδα.
Στην πραγματικότητα και οι δύο πλευρές έπαιζαν σε μια παράσταση με προκαθορισμένους ρόλους.
Οταν το 2015 έκανε την εμφάνισή του ένα ριζοσπαστικό ρεύμα φοιτητών που ζητούσε μείωση των διδάκτρων, αυξήσεις στους μισθούς των διδασκόντων, αποδέσμευση της έρευνας από την πολεμική βιομηχανία και ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών, τα αιτήματα αποσιωπήθηκαν.
Κάθε ανέξοδο, νεοφιλελεύθερο αίτημα που έθετε την ατομική συμπεριφορά ως μοναδικό φορέα κοινωνικής αλλαγής αποθεωνόταν από τους φιλελεύθερους.
Κάθε πρόταση για την προστασία των μειονοτήτων γελοιοποιούνταν από τους ακροδεξιούς.
Στόχος και των δύο ήταν να μην ακουστούν ποτέ οι λέξεις ταξικό και συλλογικό.
Τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν έτσι σε έναν καθρέφτη της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον, η οποία αδιαφορούσε για τη φτωχοποίηση τεράστιων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας (με πρώτους τους μαύρους και ισπανόφωνους) και δήλωνε έτοιμη να πεθάνει για να μην ακουστεί η λέξη «νέγρος» ή «αδερφή» σε κάποια συζήτηση.
Το αποτέλεσμα γνωστό. Ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος συγκεντρώνοντας υψηλά ποσοστά ακόμη και στον μαύρο πληθυσμό.
Μια λεπτομέρεια που ακόμη και το «South Park» δεν μπορούσε να προβλέψει.