Αλέξανδρος Νταφλός
Σε μια σχεδόν καθιερωμένη διαδικτυακή περαντζάδα, βλέπεις παντού ως πρώτο θέμα την υπόθεση αποφυλάκισης Λιγνάδη. Όπως εύστοχα ανέφερε ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, το συγκεκριμένο θέμα δημιουργεί την γόνιμη συνθήκη ενός πολιτισμικού (ιδεολογικού) πολέμου. Δύο απόψεις αντιπαραβάλλονται · Είναι παράλογο ένας καταδικασμένος (πρωτόδικα) για δύο βιασμούς ανηλίκων, να κυκλοφορεί ελεύθερος. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας των υψηλών του διασυνδέσεων που του εξασφαλίζουν ειδική μεταχείριση απ’ την Δικαιοσύνη. Απ’ την άλλη, οι αντιλαϊκιστές (sic) αντιτείνουν πως ο απλός κόσμος δεν μπορεί να έχει γνώμη για νομικές υποθέσεις, γι’ αυτό καλύτερα ο όχλος να σωπάσει και να ακούσει τι λένε οι ειδικοί για το θέμα δικηγόροι.
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε αυτό το ιδιότυπο ντιμπεϊτ, και να δούμε νηφάλια προς ποιά πλευρά κλίνουμε, έχει σημασία να δούμε αν τελικά το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό ή νομικό. Καταρχάς, το γεγονός πως η δικαιοσύνη είναι ( ; ) ανεξάρτητη δεν σημαίνει πως απαγορεύεται να έχουμε και άποψη για τα πεπραγμένα της, είτε ειδικώς, είτε γενικώς. Νομικά είναι -το λιγότερο- περίεργο πως ένας κατηγορούμενος που πριν την δίκη προφυλακίστηκε ως ύποπτος φυγής απ’ την χώρα και επικίνδυνος τέλεσης νέων αντίστοιχων αδικημάτων, αποφυλακίζεται μετά την πρωτόδικη ετυμηγορία ότι τελικά τέλεσε βιασμούς δύο ανηλίκων.
Ωστόσο, ακόμα πιο έγκυρο και επίκαιρο είναι το πολιτικό επιχείρημα. Έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις που κατηγορούμενοι με διαφορετικό κοινωνικό, πολιτικό προφίλ γνώρισαν αυστηρότατη, και σε ορισμένες περιπτώσεις εκδικητική μεταχείριση απ’ την Δικαιοσύνη. Αναρχικοί, ακροαριστεροί, και αδύναμοι οικονομικά πολίτες έχουν συχνότατα δει το αυστηρό ή και παράλογο πρόσωπο των δικαστών και εισαγγελέων. Επιπλέον, όπως φαίνεται και απ’ τις συχνά διαφορετικές απόψεις (και ψήφους) μεταξύ των δικαστών, η ετυμηγορία τις περισσότερες φορές δεν είναι αδιαμφισβήτητη. Με λίγα λόγια, είναι σαφές πως δεν μιλάμε για μια «σκληρή» επιστήμη με αδιαφιλονίκητα πορίσματα, αλλά στην «ενεργό» Νομική ο ανθρώπινος παράγοντας (με ότι αυτό συνεπάγεται) παίζει καθοριστικό ρόλο στην πλειοψηφία των δικών.
Και εδώ, εκ των πραγμάτων, υπεισέρχεται η κοινωνιολογική-πολιτική διάσταση για το εν λόγω ζήτημα. Σε μια ελληνική κοινωνία των συνεχών αυξανόμενων κοινωνικό-οικονομικών αντιθέσεων, αλλά και της διαρκούς υπονόμευσης της πολυφωνίας και δημοκρατίας, είναι δυνατόν οι θεσμοί να λειτουργούν δίκαια, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών; ‘Όταν εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία τα κυρίαρχα (και πλειοψηφούντα πληθυσμιακά, απ’ την Μεταπολίτευση και έπειτα) μεσό-στρώματα δέχονται ανηλεή επίθεση (οικονομική και ιδεολογική) απ’ τις ελίτ, είναι δυνατόν οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί θεσμοί να μείνουν ανέγγιχτοι ; Με λίγα λόγια, όταν οι πολλαπλοί ελεγκτικοί μηχανισμοί μιας υγιούς δημοκρατίας ασθενούν βαριά, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι τυφλή · αντίθετα θα αλληθωρίζει σταθερά προς το κυρίαρχο, μειοψηφικό, οικονομικό-πολιτικό μπλοκ διογκώνοντας συνεχώς ένα αίσθημα ματαίωσης και οργής, απέναντι τελικά στους ίδιους τους φιλελεύθερους θεσμούς.
Επιστρέφοντας στην αρχή του κειμένου, και παρατηρώντας τον διαδικτυακό- ιδεολογικό πόλεμο για το ζήτημα, πέραν της παράλογης (ή και εξοργιστικής) αποφυλάκισης του εν λόγω σκηνοθέτη, φωνάζει η ανάγκη για κατανόηση της βαθιά πολιτικής διάστασης του θέματος. Η ουσιώδης επερώτηση για το πού οδηγείται η φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ελλάδα και τί χρειάζεται για να στρίψει το καράβι προς μια συνθήκη στην οποία όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες θα έχουν ίση μεταχείριση απέναντι στους δημόσιους θεσμούς. Τέλος, για τους θετικιστές φίλους και φίλες που θεωρούν λαϊκισμό τον σχολιασμό νομικών υποθέσεων καλώντας μας να αφήνουμε μόνο τους ειδικούς να έχουν γνώμη για τέτοια θέματα, ο Γκράμσι τους έχει απαντήσει προ πολλού, γράφοντας με παιγνιώδη τρόπο στα Τετράδια της Φυλακής πως η μόνη «επιστημονική» πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι ο αγώνας είναι αναγκαίος.