Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου
Η δεκαετία του ‘50 βρίσκει την Αμερική να παράγει προϊόντα και τέχνες με μεγάλο ρυθμό. Από τη μία υπάρχει το κίνημα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού με τα τεράστια μονοχρωματικά έργα κι από την άλλη η Pop Art, που έρχεται να απαντήσει στο πρώτο κίνημα. Ο κορεσμός του χρώματος και της έλλειψης συναισθήματος οδήγησε καλλιτέχνες όπως τον Andy Warhol και ton Roy Lichtenstein να επιστρέψουν στον ρεαλισμό.
Η μεγάλη παραγωγή αγαθών, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι αφίσες, οι δημοφιλείς (pop) αστέρες του κινηματογράφου, τα κουτάκια της coca cola, τα περιοδικά, η μόδα και γενικά ό,τι περιέβαλε την καθημερινότητα της Αμερικής έγιναν τα αντικείμενα τέχνης. Ό,τι μπορούσε να εισβάλει μέσω των διαφημίσεων σ’ένα σπίτι σατιριζόταν από την Pop Art.
Η Pop Art ‘’γεννήθηκε δύο φορές, μία φορά στην Αγγλία και μία φορά στην Αμερική’’. Οι κριτικοί τέχνης διχάστηκαν. Από τη μία πλευρά υπήρχαν αυτοί που πίστευαν πως αυτό το κίνημα σατιρίζει και υποτιμά τον ‘’άνθρωπο-υπερκαταναλωτή’’ κι από την άλλη αυτοί που υποστήριζαν πως αυτή η ομάδα καλλιτεχνών υποστηρίζει με υπέρμετρο ενθουσιασμό την εμπορευματοποίηση του ανθρώπου και τον καπιταλισμό.
Από το 1955 έως το 1970 η Αμερική και η Αγγλία περνούν στην εποχή των αντιφάσεων. Μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την ανηθικότητα, τη σπατάλη και την παράνοια. Μια εποχή που η Μέριλιν Μονρόε κι ο Έλβις Πρίσλεϊ ποζάρουν σε γιγαντοαφίσες στον δρόμο και η coca cola γίνεται πιο δημοφιλής από το νερό. Ο άνθρωπος γίνεται ένα εφήμερο καταναλωτικό προϊόν και χάνει την υπόστασή του. Η κατανάλωση και η υποκουλτούρα θέτουν τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του σε δεύτερη μοίρα και η μόδα στρέφεται στην κριτική της τέχνης κι όχι στην γόνιμη παραγωγή της. Σε μια τέτοια εποχή έρχεται η Pop Art με τα φανταχτερά χρώματα, τις εντυπωσιακές απομιμήσεις, τα φωτομοντάζ, τα κολάζ και τις εντυπωσιακές αντιθέσεις.
Πολλοί την χαρακτήρισαν ως “Νεο-Ντάντα” θεωρώντας πως σατιρίζει τη νέα αποχή στην Αμερική και στόχο της έχει να διασκεδάζει το θεατή και να του περάσει ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Η Pop Art απέρριπτε καθετί το παραδοσιακό υποστηρίζοντας πως η τέχνη δεν είναι για μια κοινωνική ελίτ αλλά απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Ακόμη κι αν ήταν σάτιρα, ακόμη κι αν ασκούσε μια μορφή κριτικής στον καταναλωτισμό και ανηθικότητα του ανθρώπου, δεν έπαυε να γίνεται ένα μέσο διαφήμισης, που ο άνθρωπος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα έτρεχε να μιμηθεί.
Το κίνημα της Pop Art αντικατόπτριζε την πραγματικότητα με την προσοχή των καταναλωτών να στρέφονται στο εντυπωσιακό περιτύλιγμα και τη φανταχτερή βιτρίνα κι όχι στην ουσία του ανθρώπου και στο περιεχόμενο της ζωής. Τα εύπεπτα θέματα προβολής και η μαζική τους παραγωγή οδήγησαν τον άνθρωπο να ενεργοποιεί μόνο την οπτική του εμπειρία αφήνοντας πίσω το υποσυνείδητό του και τη λογική του σκέψη. Αν τουλάχιστον, σαν κίνημα, προσπάθησε να μας δείξει τον άνθρωπο του ‘50 και την υποκουλτούρα του, το κατάφερε κι έμεινε να θαυμάζεται ακόμη και σήμερα.