Από την Σοφία Ζήση
“Ο Μένγκελε δεν ερμηνεύεται”, λέει ο Θανάσης Τριαρίδης κατά τη διάρκεια της συνέντευξη τύπου που έδωσε, παρουσία του σκηνοθέτη και των ηθοποιών, για το ανέβασμα του έργου του Μένγκελε στην Θεσσαλονίκη το 2014.
Συνεχίζει λέγοντας ότι η προσωπικότητα, τα κίνητρα και οι πράξεις του Άντολφ Άιχμαν, του κύριου σχεδιαστή του Ολοκαυτώματος, μπορούν να εξηγηθούν με βάση τη θεωρία της Χάννα Άρεντ περί της κοινοτοπίας του κακού, ενώ η αντίστοιχη περίπτωση του Γιόζεφ Μένγκελε (γιατρός που στο Ναζιστικό καθεστώς οργάνωνε πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους στο στρατόπεδο του Άουσβιτς) δεν μπορεί να ερμηνευτεί με αυτή ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία, γιατί αποτελεί έκφραση του απόλυτου κακού που δεν επιδέχεται λογικής εξήγησης.
Τι μας λέει η Άρεντ σχετικά με τον Άιχμαν; Έχοντας παρακολουθήσει την δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker, καταγράφει τα συμπεράσματά της στο κείμενο (και αργότερα βιβλίο) Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (Eichmann in Jerusalem – 1963) και καταλήγει πως ο ενορχηστρωτής του Ολοκαυτώματος δεν ήταν ούτε ένα διαβολικό τέρας ούτε ένας διεστραμμένος ψυχοπαθής, αλλά ένας κανονικός άνθρωπος όπως όλοι. Η Άρεντ συνοψίζει τα κίνητρα του Άιχμαν στα εξής: έκανε το καθήκον του, όχι απλώς ακολουθώντας εντολές αλλά υπακούοντας στον νόμο· ήταν ανίκανος να αναπτύξει αυτόνομη σκέψη και τα κίνητρά του ήταν επαγγελματικά παρά ιδεολογικά· καθόριζε τον εαυτό του όντας διαρκώς ενταγμένος σε οργανώσεις και ομάδες (“he was a joiner”). Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, ο Άιχμαν διαπνεόταν από το λεγόμενο κοινότοπο κακό (banal evil), αυτό που υπάρχει παντού γύρω μας και διαπράττεται ασυνείδητα και από συνήθεια.
H θέση της Άρεντ έχει από τότε ασταμάτητα συζητηθεί, αμφισβητηθεί, εγκωμιαστεί και πολεμηθεί με πάθος από πολλούς μελετητές και σχολιαστές, με πιο συνηθισμένη ένσταση πως η ίδια έχει ήδη χρησιμοποιήσει την έννοια του ριζικού κακού στο βιβλίο της Οι Πηγές του Ολοκληρωτισμού (The Origins of Totalitarianism – 1951) για να εξηγήσει τις πράξεις μαζικής εξόντωσης των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. To ριζικό κακό (radical evil) είναι ο αντίποδας του κοινότοπου κακού (banal evil), με το πρώτο να γίνεται συνειδητά και γι’ αυτό να θεωρείται από πολλούς ακατανόητο και τερατώδες, και το δεύτερο να εξηγείται ασυνείδητα, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Παρόλα αυτά, σε ότι αφορά το ριζικό κακό η στάση της Άρεντ είναι ξεκάθαρη: στο Οι Πηγές του Ολοκληρωτισμού (πχ σελ. 473) “συζητά με λεπτομέρεια πως ο ιδεολογικός τρόπος σκέψης λειτουργεί με όλη την δύναμη της λογικής αφαίρεσης για να συντρίψει τον διανοητικό αυθορμητισμό, την δράση και την ελευθερία” (Formosa, 728), ανάγοντας έτσι την ιδεολογία σε βασική κινητήρια δύναμη δημιουργίας του ριζικού κακού. Η Άρεντ κοιτά κατά πρόσωπο το απόλυτο κακό, και τολμά να μην καταφεύγει σε μεταφυσικού τύπου ερμηνείες ή να σηκώνει τα χέρια ψηλά καταλήγοντας πως υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δεχτούμε ως έχουν γιατί δεν υπάρχει ερμηνεία γι’ αυτά.
Για να επιστρέψουμε στην δήλωση που έδωσε το έναυσμα για αυτό το κείμενο, η λύση που προτείνεται από τον συγγραφέα του θεατρικού έργου Μένγκελε είναι η αποδοχή του απόλυτου κακού ως απλησίαστου στην ανθρώπινη λογική. Ο Τριαρίδης αρνείται να δει το απόλυτο κακό ως ιδεολογικό προϊόν, προσπαθεί να το προσεγγίσει αποκλειστικά ψυχαναλυτικά και δια της τέχνης, και τελικά το αποδέχεται σαν μυστηριακό συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Πιθανότατα οι ιδεολογικές συνάφειες του συγγραφέα (υπέρ ενός ακραιφνούς φιλελευθερισμού όπως αναφέρει η σελίδα του στην Wikipedia) εμποδίζουν την πολιτική προσέγγιση του θέματος. Κι όμως ο Γιόζεφ Μένγκελε είναι δυνατό να ερμηνευτεί, όπως και καθένας σαν κι αυτόν (λ.χ. ο Ουκρανός γιατρός Αλεξάντρ Τσερνόφ που πρόσφατα ομολόγησε πως σκότωνε τραυματίες πολιτοφύλακες του Ντονμπάς στο χειρουργείο), ως η έκφραση του ριζικού κακού που προκαλείται από την διανοητική ταύτιση του ατόμου με ιδεολογικά σχήματα τα οποία ανάγει σε απόλυτες αξίες της ύπαρξης. Τα ιδεολογήματα του φυλετισμού (racialism), του κοινωνικού δαρβινισμού, και της ευγονικής που τροφοδότησαν τον ναζισμό, πρέπει να ειδωθούν ξεκάθαρα ως κομμάτι της κληρονομιάς της Δυτικής σκέψης, και κυρίως του Διαφωτισμού, που τοποθέτησε τον επιστημονισμό πάνω κι από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Αυτή η ερμηνεία φυσικά δεν είναι καινούρια, καθώς έχει λεπτομερώς αναπτυχθεί από τον Zygmunt Bauman στο βιβλίο του Modernity and the Holocaust (1989), όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει πως η λογική που διαπνέει το Ολοκαύτωμα βρίσκεται σε συνάφεια με τις βασικές αρχές του Μοντερνισμού: “τον εργαλειακό ορθολογισμό, την συστηματοποίηση και κατηγοριοποίηση όλης της κοινωνικής ζωής, και τον σύνθετο καταμερισμό της εργασίας”. Τα παραπάνω βέβαια είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά από υποστηρικτές ιδεολογιών οι οποίες βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με τον εργαλειακό προοδευτισμό, όπως ο Φιλελευθερισμός, καθώς και τις περισσότερες ιδεολογίες που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός. Η φιλελεύθερη σκέψη, εν προκειμένω, επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να δεχτεί πως τα ιδεολογήματα του εξελικτισμού και της προόδου μπορούν να οδηγήσουν σε ολοκληρωτικές πρακτικές που χρησιμοποιούν το ζωντανό ανθρώπινο σώμα ως αντικείμενο πειραματισμού για χάρη της εξέλιξης της επιστημονικής μεθόδου. Ο Μέγκελε, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ήταν πάνω απ’ όλα επιστήμονας.
Εν κατακλείδι, οι πολιτικές αδυναμίες του συγγραφέα του Μένγκελε αποτρέπουν την σε βάθος ερμηνεία της ιδεολογικής προέλευσης του απόλυτου κακού, και μας στερούν μια θεατρική εμπειρία που θα μπορούσε να καταστεί σύμβολο κριτικής της Δυτικής σκέψης. Η παράσταση παρόλα αυτά παραμένει ενδιαφέρουσα εν μέρει λόγω της διαρκούς επικαιρότητας του θέματος, και οπωσδήποτε χάρη στις αξιοσημείωτες ερμηνείες των ηθοποιών, με μοναδική την ικανότητα του Λάζαρου Γεωργακόπουλου να μεταμορφώνει και να ξεπερνά την δυναμική των χαρακτήρων με τους οποίους καταπιάνεται, αναδεικνύοντας έτσι τις αφηγηματικές αρετές του κειμένου και τις ψυχολογικής φύσης εντάσεις που αυτό δημιουργεί.