Το φαινόμενο είναι καθημερινό. Καθημερινή και η ντροπή που νιώθουμε οι περισσότεροι αντικρίζοντας το θέαμα δεκάδων άψυχων κορμιών να ξεβράζονται στις ακτές των ελληνικών νησιών.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (IOM), πάνω από 300 πρόσφυγες έχουν χάσει την ζωή τους στα νερά του Αιγαίου μέσα στο 2015. Πρόκειται για έναν σχετικά μικρό αριθμό, αν συγκριθεί με τα μεγάλα ναυάγια που καταγράφονται στο άλλο μεγάλο «πέρασμα» της Μεσογείου, αυτό μεταξύ της Λιβύης και της Ιταλίας. Ο λόγος είναι, ότι στο σύντομο ταξίδι από τα τουρκικά παράλια μέχρι τις ελληνικές ακτές χρησιμοποιούνται από τους διακινητές μικρά πλοιάρια στα οποία επιβιβάζονται 30-50 άνθρωποι.
Εντούτοις, αν αναλογιστούμε ότι τα νούμερα αυτά αφορούν κυρίως τις ροές που είχαμε στην διάρκεια του καλοκαιριού, όταν υπήρξε και η κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν θα είναι ευνοϊκές.
Η διαμορφωμένη αυτή κατάσταση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την έως τώρα στάση της Ευρώπης απέναντι στο ζήτημα.
Τα κράτη-μέλη, προτάσσοντας τα εθνικά τους συμφέροντα, δεν φαίνονται πρόθυμα να προχωρήσουν αποφασιστικά σε υιοθέτηση πολιτικών που θα διευκολύνουν την ασφαλή διέλευση, ταυτοποίηση και εγκατάσταση των προσφύγων. Αντίθετα, επιμένουν να διαχειρίζονται το μεταναστευτικό/προσφυγικό με όρους ασφάλειας. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις παραδοσιακές παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αργές διαδικασίες στην λήψη αποφάσεων, γραφειοκρατία, δυσκολία στην συνεννόηση), τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό.
Γιατί όμως οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης επιμένουν σε αυτή τη στρατηγική;
Όλη η συζήτηση γύρω από το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα στην Ευρώπη ξεκινάει από μια παραδοχή: Οι μετανάστες αποτελούν υπαρξιακή απειλή για τις κοινωνίες.
Κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, και θεσμοί της ΕΕ έχτισαν πάνω σε αυτά τα θεμέλια την «Ευρώπη-Φρούριο», την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική δηλαδή, που ακολουθείται πιστά τα τελευταία χρόνια, η οποία επιτάσσει το σφράγισμα των συνόρων, και την απέλαση όλων αυτών των εξαθλιωμένων συνανθρώπων μας που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, πολλές φορές με ευθύνη της Δύσης.
Στα μάτια πολλών ευρωπαίων ηγετών οι ροές μεταναστών αποτελούν απειλή για την κυριαρχία των κρατών. Οι μετανάστες είναι οι σύγχρονοι «εισβολείς», που απειλούν τα σύνορα -όπως κάποτε τα απειλούσαν οι στρατοί ξένων χωρών- θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και επιβαρύνουν τις εθνικές οικονομίες και τα συστήματα πρόνοιας. Αυτή η ρητορική νομιμοποιεί σκληρές πολιτικές ασφάλειας, που οδηγούν αναπόφευκτα σε τραγικά περιστατικά, όπως αυτά που βιώνουμε μήνες τώρα στα ελληνικά νησιά.
Παράλληλα, η προβολή των μεταναστών ως απειλή για τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι απολύτως σύμφωνη και με έναν από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 2 της συνθήκης της ΕΕ, που είναι να: «διατηρεί και να αναπτύσσει την Ένωση ως έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στον οποίο η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων διασφαλίζεται σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα αναφορικά με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, την μετανάστευση και την καταπολέμηση του εγκλήματος». Η ελευθερία των ευρωπαίων πολιτών δηλαδή, συναρτάται άμεσα από τους ελέγχους στα σύνορα και γι’ αυτό απαιτείται ο περιορισμός της παράνομης μετανάστευσης.
Έτσι, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση εντελώς προβλέψιμη, κατά την οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες συναντώνται κάθε λίγο και λιγάκι στις Βρυξέλλες, συζητούν για το ζήτημα, αλλά στο τέλος καμία σοβαρή λύση δεν προτείνεται, καθώς μια τέτοια θα προϋπέθετε το γκρέμισμα αυτής της άθλιας πολιτικής ασφαλειοποίησης της μετανάστευσης , την οποία οι ίδιοι εμπνεύστηκαν και εφαρμόζουν πιστά.
Όσο λοιπόν, το μεταναστευτικό αντιμετωπίζεται με όρους ασφάλειας, και όσο ορθώνονται φράχτες ανάμεσα στους λαούς, οι εικόνες με τα πνιγμένα παιδιά στις ευρωπαϊκές ακτές δεν θα εκλείψουν. Θα είναι εκεί να μας θυμίζουν τις εγκληματικές ευθύνες της «πολιτισμένης» Δύσης, απέναντι στους «ξένους».