Πριν εξηγήσω τι εννοώ με τον όρο συμπεριληπτική ρητορική, θα αναφερθώ λίγο στην όλη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας γενικότερα και του Κυριάκου Μητσοτάκη ειδικότερα. Η Ν.Δ. αποτελεί ένα κόμμα της λαϊκιστικής νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, πράγμα που ήταν ολοφάνερο πριν το κόμμα του Κ. Μητσοτάκη έρθει στην εξουσία, ήδη από τις προεκλογικές του εξαγγελίες. Βασική του υπόσχεση ήταν η λαϊκιστική και φυσικά ψευδής δέσμευση για την κατάργηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κανείς στη Ν.Δ. ούτε φυσικά ο αρχηγός της δεν πίστευε ότι υπάρχει περίπτωση να καταργηθεί μια συμφωνία που έχει επιβληθεί στις χώρες που την υπέγραψαν από τα συμφέροντα της Αμερικής πρωτίστως αλλά και της Ε.Ε. Οι επικοινωνιολόγοι όμως έκαναν τη δουλειά τους και ο πάντα ώριμος και με πολιτικό αισθητήριο ελληνικός λαός τσίμπησε το τυράκι και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα έδωσε μεγάλα ποσοστά στη Ν.Δ.
- Γιώργος Σκολαρίκης (αναπληρωτής δάσκαλος, υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας)
Όσον αφορά τη νεοφιλελεύθερη οπτική ήταν και αυτή ξεκάθαρη, καθώς στις εξαγγελίες της η Ν.Δ. δήλωνε ότι θέλει ένα κράτος από τη μια μικρότερο και πιο ευέλικτο που θα ευνοεί τις ιδιωτικές επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα και από την άλλη λιγότερο σπάταλο. Τι σημαίνει αυτό με άλλα λόγια; Σημαίνει εκμηδένιση της όποιας κοινωνικής – προνοιακής πολιτικής και ιδιωτικοποίηση των πάντων. Βέβαια δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που άκουγαν την πιο «στρογγυλεμένη» εκδοχή μπορούσαν να αντιληφθούν τι αυτή συνεπάγεται. Αν κρίνω από τα αποτελέσματα των εκλογών μάλλον όχι πολλοί. Εγώ πάντως ομολογώ ότι από αυτές τις εξαγγελίες θεωρούσα ότι η Ν.Δ. του Μητσοτάκη αν μη τι άλλο δεν υποκρίνεται κάτι που δεν είναι, και ήμουν προετοιμασμένος εξ αρχής για τα χειρότερα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κούλης ήδη απ’ όταν κέρδισε την προεδρεία της Ν.Δ. έναντι στο φαινομενικά πιο κυνικό και άξεστο Μεϊμαράκη, δήλωσε ότι το κόμμα του είναι ένα κεντροδεξιό κόμμα. Από εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα, καθώς είναι παράδοξο να θες ένα πιο κεντρώο κόμμα και να κάνεις αντιπρόεδρο του τον Γεωργιάδη και να έχεις υπουργούς και βουλευτές όπως ο Βορίδης και ο Πλεύρης που προέρχονται από ένα ακροδεξιό κόμμα και είναι δεδηλωμένοι εθνικιστές, για να μην το εκφράσω αλλιώς…
Μετά από αυτή την εισαγωγή, θα αναφερθώ και θα σχολιάσω συγκεκριμένες εκφράσεις του πρωθυπουργού και κατόπιν με βάση αυτές θα εξηγήσω τι εννοώ όταν αναφέρομαι σε συμπεριληπτική ρητορεία. Θα ξεκινήσω με μια από τις πρώτες φράσεις του πρωθυπουργού που έκαναν αίσθηση, λίγο αφότου ανέλαβε τα ηνία της Ν.Δ.
“Τιμώ τους αγώνες της Αριστεράς κόντρα στον φασισμό και τη δικτατορία. Δεν ήσασταν οι μόνοι που πολεμήσατε. Εγώ ήμουνα κρατούμενος έξι μηνών από τη Χούντα”.
Καταρχάς η λέξη «κρατούμενος» δεν στέκει πουθενά, θα μπορούσε έστω να πει εξόριστος, που ούτε αυτό θα έστεκε, γιατί κανείς δεν είναι εξόριστος εξαιτίας της δικής του δράσης όταν είναι 6 μηνών. Το μόνο ίσως που θα έστεκε ήταν να πει ότι είναι παιδί πολιτικού αυτοεξόριστου εξαιτίας της Χούντας. Αυτό που φαίνεται λοιπόν από αυτή την παράδοξη ρητορεία είναι ότι ο Μητσοτάκης ήθελε εξ αρχής να εμφανίσει τον εαυτό του ως αντίπαλο της Χούντας, για να επιβεβαιώσει με αυτόν το λαϊκιστικό τρόπο το αφήγημα περί κεντροδεξιού κόμματος, αφού αυτό το «κέντρο» δεν προέκυπτε από πουθενά αλλού…
Πάμε στη δεύτερη φράση που αφορούσε την περασμένη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου:
“Στην Εθνική Αντίσταση πολέμησε όλος ο ελληνικός λαός και κάποια στιγμή αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί, δεν αποτελεί προνόμιο η Εθνική Αντίσταση της Αριστεράς και είναι προσβολή να το λέτε αυτό ακόμα και σήμερα μετά την Εθνική Συμφιλίωση, να επανέρχεστε σε στιγμές διχασμού! Γιατί, αυτή η παράταξη δεν είχε ανθρώπους που πολέμησαν, που θυσιάστηκαν στην Εθνική Αντίσταση; […] Είναι ντροπή να λέγονται αυτά τα πράγματα!”
Δεν θα διαφωνήσω με τίποτα από όσα λέει ο πρωθυπουργός παραπάνω, στην Εθνική Αντίσταση δεν υπήρχαν μόνο αριστεροί και αυτό όχι μόνο διότι υπήρχε ο ΕΔΕΣ, αλλά και διότι κατ’ εμέ είναι ακροβασία να υποστηρίξουμε ότι ακόμα και όλοι όσοι συμμετείχαν στον ΕΑΜ ήταν αριστεροί. Στον ΕΑΜ δεν συμμετείχαν μόνο αριστεροί, πολλώ δε μάλλον κομμουνιστές, αλλά πολύ μεγάλο τμήμα του λαού που απλώς βρήκε ένα καταφύγιο προστασίας και αντίστασης στη στυγνή γερμανική κατοχή. Στο ΕΑΜ συμμετείχαν ακόμη και παπάδες, αμούστακοι έφηβοι ή κοπέλες που δεν είχαν πλέον τίποτα να χάσουν και κατάλαβαν ότι το να πάρουν τα όπλα και να αντισταθούν είναι το καλύτερο που έχουν να κάνουν. Αυτό που σήμερα φαντάζει εξτρεμισμός με τη θετική του διάσταση εκείνη του ηρωισμού, για πολλούς τότε ήταν σχεδόν μονόδρομος.
Γιατί όμως σε αυτή τη χώρα τείνουμε να ταυτίζουμε την Εθνική Αντίσταση με την Αριστερά, όπου σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται και η μισητή για τους δεξιούς ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στη χώρα μας; Μήπως γιατί υπήρχαν πολλοί δεξιοί που όχι μόνο δεν ήταν αντιστασιακοί, αλλά ήταν δωσίλογοι, ταγματασφαλίτες, συνεργάτες των Ναζιστών; Ενώ όλοι όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και οι οργανώσεις τους ήταν Δεξιές και Ακροδεξιές, δεν υπήρχαν καθόλου αριστεροί που να τάχθηκαν στο πλευρό των καταχτητών. Λίγο παράδοξο δεν είναι αυτό; Εφόσον υποτίθεται ότι οι δεξιοί είναι οι πιο πατριώτες που θέλουν το καλό της πατρίδας πάνω από όλους, πώς έγινε και λοξοδρόμησαν τόσο, ώστε να συνεργάζονται με τους κατακτητές; Μήπως εξαιτίας αυτής της στάσης των δεξιών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, έχει επικρατήσει στη συνείδηση ή ακόμα για να το εκφράσω κατά τον Jung στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας ότι η Δεξιά πάνω από την ιδεολογία, την πατρίδα και όλα τα άλλα, βάζει το πώς δεν θα χάσει από τα χέρια της την «κουτάλα»;[1] Όλα αυτά μάλλον τα ξεχνάει ή βασικά θέλει εμείς να τα ξεχάσουμε ο πρωθυπουργός. Άλλωστε η Εθνική Συμφιλίωση και η αμνηστία που δόθηκε στους αριστερούς φυλακισθέντες και εξορισθέντες στη Μεταπολίτευση δεν σημαίνει αυτόχρημα και «εθνική αμνησία», ούτε παραγραφή του ιστορικού ρόλου και ευθύνης της Δεξιάς.
Ας αναφερθώ όμως στην τελευταία και πιο ενδεικτική φράση από όλες που αφορά την περασμένη επέτειο του Πολυτεχνείου:
“[…] Και στο Πολυτεχνείο υπήρχαν πολίτες όλων των πολιτικών παρατάξεων, απλά κάποιοι έχτισαν καριέρα πάνω στο Πολυτεχνείο και κάποιοι άλλοι με σεμνότητα κράτησαν την αντίσταση την οποία έκαναν για τον εαυτό τους! Πάλι θα μας πείτε ότι μόνο αριστεροί ήτανε στο Πολυτεχνείο! […] Να τελειώνουμε πια με τα ιδεολογικά άβατα!”
Το μόνο που μπορώ να νιώσω όταν βλέπω ακόμα αυτή τη δήλωση στο YouTube και από κάτω τους βουλευτές – φερέφωνα να χειροκροτάνε (κάποιοι διστακτικά είναι η αλήθεια συνειδητοποιώντας μάλλον το μέγεθος του ψεύδους) είναι αηδία! Θα πρέπει μάλλον να ενημερώσει κάποιος τον κύριο πρωθυπουργό ότι οι μόνοι δεξιοί που υπήρχαν στο Πολυτεχνείο ήταν οι στρατιώτες μέσα στο τανκς που έριξε την πύλη και οι ελεύθεροι σκοπευτές στις γύρω πολυκατοικίες που έριχναν στο ψαχνό. Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι οι νεκροί που έπεσαν από αδέσποτες σφαίρες ήταν όλοι τους αριστεροί, γιατί δυστυχώς υπήρχαν ακόμα και παιδάκια που δεν πλήρωσαν ούτε την ιδεολογία τους, ούτε την αντίστασή τους απέναντι στο καθεστώς. Έπεσαν θύματα της άλογης βίας που εξαπολύει η αυταρχικότητα και ο φασισμός, όταν συναντήσει απέναντι του το κίνημα των πολιτών που μάχεται για ελευθερία.
Ένα βασικό ερώτημα που μπορεί να προκύψει μέσα από αυτές τις εκφράσεις, αλλά και το αγαναχτισμένο ύφος του πρωθυπουργού όταν τις ξεστόμιζε είναι: για ποιο λόγο ο κ. Μητσοτάκης κόπτεται τόσο πολύ να φανεί τόσο ο ίδιος, όσο και η παράταξη του σαν τάχατες αγωνιστές και αντιστασιακοί; Η στάση αυτή που έχει υιοθετήσει ο πρωθυπουργός αποτελεί θεωρώ μια μετατόπιση της στάσης που είχαν μέχρι στιγμής οι δεξιές κυβερνήσεις επάνω σε αυτά τα ζητήματα, η οποία αν συνεχιστεί (όπως εκτιμώ ότι θα γίνει) θα αποτελέσει μια αλλαγή «παραδείγματος» της υποτιθέμενης κεντροδεξιάς απέναντι στο παρελθόν της χώρας μας.
Το παράδειγμα ειδικά του Πολυτεχνείου, ήταν το πιο ενδεικτικό. Μέχρι πρότινος (στον στρατό φυσικά ακόμα συμβαίνει αυτό) η τάση της Δεξιάς ήταν να υποβαθμίζει τη βιαιότητα του καθεστώτος και τη σημασία των γεγονότων, επιμένοντας ότι στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί. Πλέον προφανώς οι επικοινωνιολόγοι έχουν σφυγμομετρήσει αρκετά την κοινή γνώμη και έχουν καταλάβει ότι αυτή η τακτική δεν έχει τα επιθυμητά οφέλη. Οπότε ο νέος δεξιός πρωθυπουργός άλλαξε τακτική και έχει υιοθετήσει αυτό που αποκάλεσα συμπεριληπτική ρητορεία. Δηλαδή προσπαθεί αντί να μειώσει τη σημασία του αρνητικού ρόλου της (ακρο)δεξιάς, να συμπεριλάβει την παράταξη του και τον ρόλο της στους αγώνες ενάντια στον φασισμό και τη δικτατορία. Η στάση αυτή είναι ακόμη πιο υποκριτική και από την άρνηση των θυμάτων στο Πολυτεχνείο, γιατί ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια να συμπεριλάβει στα θύματα και τους θύτες! Πρόκειται λοιπόν για την απόπειρα δημιουργίας ενός νέου αφηγήματος και ενός νέου τρόπου καταγραφής της ιστορίας του λαού μας, έτσι ώστε να μοιάζει σε αυτόν προσφιλέστερη η δεξιά παράταξη.
Δυστυχώς, ανάμεσα στο σύνθημα του Ανδρέα «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» και τη φράση του μπαμπά Μητσοτάκη «Ο λαός ξεχνά…», η πλάστιγγα γέρνει προς τη δεύτερη. Είναι λοιπόν χρέος των ιστορικών αλλά και γενικότερα όλων όσων ασχολούνται με κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες να μην επιτρέψουν σε νέα ad hoc αφηγήματα να ξαναγράφουν την ιστορία υπό το συμφέρον της οιανδήποτε ιδεολογικής ή πολιτικής παράταξης.
[1] Η φράση αυτή είναι μία από τις αγαπημένες μου, που χρησιμοποιεί συχνά, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στον ρόλο της Δεξιάς στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο έργο του Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1993.