Με αφορμή το «1001 Γραμμάρια» του Μπεντ Χάμερ…
Του Old Boy
Βρισκόμαστε στη Νορβηγία και η Mάριε, γύρω στα 35 – 40, όμορφη αλλά σαν σβησμένη, βιώνει με αρκετή υποχωρητικότητα ένα διαζύγιο που θα πρέπει να ήταν αρκετά άσχημο. Αντί ο πρώην άντρας της -ένας πιλότος της πολιτικής αεροπορίας- να τελειώνει μια κι έξω με την μετακόμιση, σαδιστικά, μαζοχιστικά ή σαδομαζοχιστικά πηγαίνει και παίρνει τα πράγματα λίγα λίγα.
Και τυχαίνει και πηγαίνει να τα παίρνει την ώρα που εκείνη θα γυρνάει σπίτι απ’ τη δουλειά, ώστε να θυμώσει λίγο ακόμα μαζί της, να μαρσάρει με δύναμη την Μερσεντές του, ενώ εκείνη περιμένει μέσα στο μικρό της ηλεκτρικό αυτοκίνητο, να μην της πει κουβέντα, να θυμώσει με τον ίδιο κι εκείνη λίγο ακόμα, να την ματαιώσει και να ματαιωθεί λίγο ακόμα, να εκδικηθεί τον ίδιον κι εκείνη λίγο ακόμα.
Έχει σημασία πώς φέρεσαι όταν είσαι μαζί με κάποιον, έχει σημασία όμως και πώς φέρεσαι όταν χωρίζεις μαζί του, αλλά μάλλον αυτά δεν είναι δυο διαφορετικά πράγματα, μάλλον είναι συγκοινωνούντα δοχεία, μάλλον όπως είσαι μέσα στη σχέση έτσι και βγαίνεις από αυτήν. Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι η Μάριε δεν σβήστηκε απότομα με τον χωρισμό, αλλά ότι σβηνόταν σιγά σιγά και τα επώδυνα χρόνια που τον προετοίμαζαν.
Ποια είναι όμως η δουλειά από την οποία γυρνά κάθε απόγευμα στο σπίτι; Η Μάριε εργάζεται στο Εθνικό Γραφείο Μέτρων και Σταθμών, στο οποίο διευθυντής είναι ο πατέρας της. Νομίζουμε πως είναι τόσο σίγουρο πράγμα το πόσο ακριβώς ζυγίζει ένα κιλό; Όπως φαίνεται κακώς το νομίζουμε.
Σε κάθε χώρα διατηρείται το πρότυπο του κιλού. Το νορβηγικό αποτελείται από 90% πλατίνα και 10% ιρίδιο. Φυλάσσεται σε ειδικό χώρο, μέσα σε δοχεία, για να μην πάθει το παραμικρό και αλλοιωθεί έστω και ελάχιστα το βάρος του. Υπάρχει λέει η σχολή που είναι υπέρ του καθαρισμού του και η σχολή που είναι κατά του καθαρισμού του προτύπου, έχοντας και οι δυο στο νου την μη αλλοίωσή του.
Και κάθε τόσο διεξάγονται παγκόσμια συνέδρια, καθώς πηγαίνουν στο Παρίσι από όλες τις χώρες για να μετρήσουν τα κιλά τους, να τα συγκρίνουν, να βεβαιωθούν πως ένα κιλό είναι παντού ένα κιλό, να βεβαιωθούν πως η ανθρωπότητα μπορεί να διαφωνεί και να σκοτώνεται μεταξύ της για τα πάντα, αλλά τουλάχιστον σε κάποιες σταθερές μέτρησης του κόσμου μπορεί να συμφωνεί.
Ο πρώην άντρας της Μάριε δεν είναι ο μόνος που φεύγει από τη ζωή της. Ο πατέρας της αρρωσταίνει. Οπότε, όπως συμβαίνει πάντα στο σινεμά κι όπως δεν συμβαίνει πάντα στη ζωή, αφού φεύγουν δυο άντρες και δυο σταθερές -με βάση τις οποίες μαζί με τη σταθερά της δουλειάς της- μέτραγε τον κόσμο της, θα βρεθεί γρήγορα ένας τρίτος άντρας.
Γιατί φυσικά στο συνέδριο στο Παρίσι θα γνωρίσει κάποιον. Πρώην φυσικός που τα παράτησε για να γίνει κηπουρός και τώρα ηχογραφεί τις καρδερίνες έχοντας συλλάβει τη θεωρία πως όσο πλησιάζουν το Παρίσι κελαηδούν διαφορετικά. Ωραίες ιδέες είναι αυτές, γοητευτικές. Σε αντίστοιχα ωραίο σινεμά δεν καταλήγουν όμως.
Πάρα πολύ συχνά, βλέποντας μια ταινία θα ήθελες ταυτόχρονα να παρενέβαινες πάνω της, να τη διόρθωνες, να έδινες οδηγία στον σκηνοθέτη να κόψει λίγο νωρίτερα ένα αχρείαστο πλάνο, να αφαιρέσει μια μη πειστική ατάκα, να δώσει πιο πολύ ζουμί σε κάποιον ήρωα, περισσότερη έμφαση σε κάποια κατάσταση. Ο θεατής στις εξέδρες ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου, έχει την δυνατότητα να ωρύεται προς τους ποδοσφαιριστές σε κάθε φάση, να δώσουν την μπάλα προς την μία ή την άλλη πλευρά.
Δεν μπορούν να ακουστούν οι φωνές του, οι ποδοσφαιριστές θα κάνουν αυτό που νομίζουν, ο θεατής έχει όμως την ψευδαίσθηση της ενεργού συμμετοχής και την ψευδαίσθηση της βεβαιότητας πως εκείνος από ψηλά βλέπει όλο το γήπεδο και ξέρει τι πρέπει να γίνει τώρα για να δημιουργηθεί η καλύτερη δυνατή ευκαιρία.
Μέχρι μια μέρα, σε ταινία επιστημονικής φαντασίας ή και στην πραγματικότητα, να μπορεί ο θεατής να παρεμβαίνει όντως, το αποτέλεσμα στην οθόνη θα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, όσο κι αν ωρύεται ο θεατής από μέσα του για να μην ενοχλήσει τους θεατές (ή και από τη δύναμη της συνήθειας, αν είναι Μάης και η αίθουσα είναι άδεια από άλλους θεατές).
Υπάρχουν λοιπόν ταινίες όπως τα «1001 γραμμάρια», που σου δίνουν την αίσθηση ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε επιμέρους διορθώσεις, αλλά ότι το πρόβλημα είναι πως έχουν γυριστεί μόνο με βάση αυτό που θα έπρεπε κανονικά να είναι το πρώτο πρόχειρο σχέδιο του σεναρίου. Πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με επιμέρους παρατηρήσεις, το τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο εδώ ή εκεί, αλλά με ένα συνολικό λάθος, αφού μια γοητευτική αρχική ιδέα μένει πάρα πολύ αναξιοποίητη.
Πώς μετριούνται όλα στη ζωή μας, με βάση τι τα μετράμε και τα ζυγίζουμε, τι είναι αδιαπραγμάτευτα σταθερό και σημείο αναφοράς και τι όχι, αυτή η βασική μεταφορά είναι γεμάτη υποσχέσεις στο χαρτί και στην περίληψή της, αλλά σε απογοητεύει ως προς το τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Η ταινία είναι άδεια, στατική, κουρασμένη και ξεκούρδιστη. Οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται και είναι ακατέργαστοι.
Λίγες μεμονωμένες χαριτωμένες εικόνες υπάρχουν, αλλά ως εκεί. Ακόμη και στις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές, όπως σε αυτές του συνεδρίου που έχουν μια εκκεντρικότητα και μια ειρωνεία, υπάρχει ένα πρόβλημα στο ρυθμό τους και στο πώς δένουν οργανικά με το υπόλοιπο σύνολο. Υπάρχουν ταινίες που θα καταστρέφονταν αν γίνονταν ριμέικ. Συμπτωματικά το λέγαμε πρόσφατα για την έξοχη νορβηγική ταινία «Με σειρά εξαφάνισης». Αντίθετα, σκέφτομαι πως το «1001 γραμμάρια» είναι μια ταινία που ενδεχομένως θα μπορούσε να δώσει ένα πολύ πιο γόνιμο και άρτιο ριμέικ.
«Όποιος έχει ένα ρολόι ξέρει πάντα τι ώρα είναι. Όποιος έχει δύο είναι στην αμφιβολία και στη σύγχυση», θα πει κάποιος στο συνέδριο. Ίσως μια αντιστοιχία θα μπορούσε να είναι η εξής: όποιος δει μια ταινία και δεν ακούσει τη γνώμη κανενός άλλου μετά, είναι σίγουρος αν και πόσο του άρεσε. Με το που θα ακούσει ή θα διαβάσει τη δεύτερη γνώμη, ο τρόπος που την μέτραγε παύει να είναι τόσο σταθερός.