Σε προηγούμενο σημείωμα διαπιστώσαμε έστω εισαγωγικά λοιπόν όχι μόνον την πολυπλοκότητα του ζητήματος, αν συνυπολογιστεί το δυσήνιο ζήτημα της πρώην και νυν εκκλησιαστικής περιουσίας και της ελλιπούς εποπτείας που υφίσταται γι’ αυτήν, αλλά και την ασάφεια και προβληματική ενημερότητα του εκατέρωθεν εκπορευόμενου δημοσίου λόγου για το θέμα. Σε ένα τέτοιο εκατέρωθεν ασφυκτικό πλαίσιο, οφείλουμε αφ’ ότου εξετάσουμε λεπτομερώς το ζήτημα να καταθέσουμε κάποιες προτάσεις για το μέλλον της μισθοδοσίας του κλήρου.
Προσανατολιζόμαστε στην απαγκίστρωση της μισθοδοσίας του κλήρου ως απλώς μισθοδοσίας του δημοσίου, και στην συνάρτηση αυτής με τα εκκρεμή ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της αναποζημίωτης απαλλοτριώσεως αυτής. Δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το μέλλον στις σχέσεις εκκλησίας-κράτους, δηλαδή το εάν τα χιλιάδες εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα θα συνεχίσουν να είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) ή αν κάποτε, σε ενδεχόμενο «σκληρού» χωρισμού, θα μεταβληθούν σε ιδιωτικού, θα καταθέσουμε μια πρόταση και για τα δύο ενδεχόμενα.
Στην πρώτη περίπτωση, θα έχουμε έναν εξορθολογισμό της καταστάσεως, ενώ για την δεύτερη περίπτωση προτείνουμε ένα κονκορδάτο στο μοτίβο συμφωνιών ανάμεσα στην εκκλησία και στο κράτος που έχουν γίνει σε σειρά ευρωπαϊκών κρατών. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, παύει κάθε μισθοδοσία των κληρικών από το κράτος, αλλά παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτό δεσμεύεται το κράτος σε μια κατ’ έτος παροχής συγκεκριμένου ποσού στην εκκλησία κατ’ αναλογία απαλλοτριωθεισών αλλά μη αποζημιωθεισών εκτάσεων, ποσό το οποίο θα συναρτάται με τον κατ’ έτος πληθωρισμό και το οποίο θα μπορεί ακολούθως να μεταχειρίζεται η εκκλησία για τη μισθοδοσία του κλήρου.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στη Γερμανία με το κατ’ έτος ποσό το οποίο αναφέραμε προηγουμένως, και αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από λίγα χρόνια η ευαγγελική εκκλησία ζήτησε να μην της καταβάλλεται αυτό το ποσό από το κράτος, αφού πλέον θα μπορούσε μόνη της να χειριστεί τα του οίκου της, αλλά το κράτος αρνήθηκε[1]. Και αρνήθηκε στη λογική ότι αυτό το ποσό αντιστοιχεί ακριβώς σε απαλλοτριωθείσες από το κράτος εκτάσεις, και ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να διακόψει την κατ’ έτος παροχή του χωρίς να υποχρεούται σε ένα δυσβάστακτο εφ’ άπαξ ποσό, το οποίο δε μπορεί να παράσχει. Και ως εκ τούτου συνεχίζει εκουσίως την κατ’ έτος παροχή. Ας εξετάσουμε το ζήτημα με περισσότερες λεπτομέρειες:
Περιουσία – Μισθοδοσία
Τα αριθμητικά δεδομένα σήμερα (Οκτώβριος 2016) έχουν ως εξής: μισθοδοτούνται από το Δημόσιο 10.238 ορθόδοξοι ιερείς και 100 Αρχιερείς (επαρχιούχοι Μητροπολίτες, τιτουλάριοι και σχολάζοντες Μητροπολίτες, βοηθοί Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ιεροκήρυκες), που ανήκουν σε α. 82 Μητροπόλεις Εκκλησίας της Ελλάδος, β. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και 8 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης, γ. 5 Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου) και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι (υφίστανται 292 οργανικές θέσεις ιεροκηρύκων και περίπου 380 θέσεις λαϊκών υπαλλήλων Μητροπόλεων, που δεν είναι όλες καλυμμένες).
Όσον αφορά τη θρυλούμενη ικανότητα των φορέων της εν γένει «Εκκλησίας» (Ελλάδος, Κρήτης, Μητροπόλεων Δωδεκανήσου) να μισθοδοτήσουν αυτήν την στιγμή τους κληρικούς τους αφ’ εαυτών, το ετήσιο κόστος (μισθών – εισφορών) των (περίπου) 193.000.000 ευρώ (2016) αδυνατεί άμεσα και μεσοπρόθεσμα να το καλύψει η Εκκλησία της Ελλάδος (κεντρικός φορέας) και οι 82 Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και η Εκκλησία της Κρήτης και οι 5 Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Στο κόστος αυτό περιλαμβάνονται 100 Αρχιερείς και οι διάκονοι, εφημέριοι, ιεροκήρυκες και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι των τριών Εκκλησιών (Ελλάδος, Κρήτης, Δωδεκανήσου). Αυτό συναρτάται όχι μόνο με την περιορισμένη ρευστότητα στα εκκλησιαστικά ταμεία, αλλά και με το ίδιο το είδος της εκκλησιαστικής περιουσίας και τη δυνατότητα αυτής να αξιοποιηθεί.
Ως προς τη σύνθεση της ακίνητης περιουσίας ειδικά της Εκκλησίας της Ελλάδος (η «Εκκλησία της Ελλάδος» ως κεντρικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι Μητροπόλεις, Μονές, Ενορίες, Ιδρύματα κ.λπ.) υφίσταται βασικά:
Α. εμπράγματη ιδιοκτησία, μη νομικά καταγεγραμμένη ή μη εντοπισμένη τοπογραφικά, με μεγάλα τμήματα της καταπατημένα από μακρού χρόνου, και
Β. τραπεζικές μετοχές–εξανεμισμένης αξίας και απόδοσης πλέον, ήδη από το 2008 λόγω της νομοθετικής απαγόρευσης λήψης μερίσματος και μετά τις αραιώσεις των συμμετοχών λόγω διαδοχικών αυξήσεων κεφαλαίου και πλέον λόγω της αναγκαστικής ανταλλαγής μετοχών – ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών.
Διασπορά ακίνητης περιουσίας και αδυναμία ελέγχου – διαχείρισης: Το 1930 η περιουσία 152 Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος με μια σειρά προεδρικών διαταγμάτων της δεκαετίας του 1930 κατεγράφη σε πίνακες (με στοιχειώδη περιγραφή, θέση, εμβαδόν κ.λπ.) και χωρίσθηκε σε «διατηρούμενη» και «ρευστοποιητέα», που η διοίκησή της παραχωρήθηκε στον κρατικό Ο.Δ.Ε.Π. («Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας»)[2].
Κατά το διάστημα 1930 – 1988 το μοντέλο του κρατικού Ο.Δ.Ε.Π. για τη διοίκηση της περιουσίας των 152 Ιερών Μονών, που η ρευστοποιητέα περιουσία τους υπήχθη στον Ο.Δ.Ε.Π. μάλλον δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η διαχείριση γινόταν κεντρικά (Αθήνα) ή τοπικά, με Τοπικά Συμβούλια του Ο.Δ.Ε.Π., τα οποία επικουρούσαν τα τοπικά υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία ανέλαβε δυνάμει σύμβασης με τον Ο.Δ.Ε.Π. την καταγραφή, αποτίμηση και καταμέτρηση της ρευστοποιητέας μοναστηριακής περιουσίας[3]. Πολλές εκκλησιαστικές εκτάσεις του Ο.Δ.Ε.Π. αφέθηκαν εκτεθειμένες σε καταπατήσεις ή παραμένουν ως τώρα ανεντόπιστες[4].
Ο Ο.Δ.Ε.Π. στόχευε κατά τον νομοθετημένο του σκοπό στη ρευστοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και στην αγορά μετοχών της Εθνικής Τράπεζας κυρίως, καθώς και άλλων τραπεζών από το προϊόν των εκποιήσεων της μοναστηριακής περιουσίας. Αποτελούσε δηλαδή ένα χρηματοδοτικό εργαλείο του Κράτους προς όφελος της Εθνικής Τράπεζας, και έτσι προέκυψε μία αξιόλογη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος (η Εκκλησία της Ελλάδος το 1998 κατείχε το 1,75% και τις 30.9.2014 κατείχε το 0,3% μαζί με κληροδοτήματα, ιδρύματα, νοσοκομεία), η οποία πλέον απαξιώθηκε και απομειώθηκε.
Συναφείς αντικειμενικές αδυναμίες προέκυψαν μέχρι σήμερα και στο ισχύον (από το 1988) μοντέλο διαχείρισης της (δασικής, αγροτικής και αστικής) ακίνητης περιουσίας, η οποία απέμεινε στον Ο.Δ.Ε.Π., και η οποία, μετά την κατάργηση του Ο.Δ.Ε.Π., περιήλθε στην Εκκλησία της Ελλάδος (κεντρικό Ν.Π.Δ.Δ.), και διοικείται πλέον μέσω της Ε.Κ.Υ.Ο. («Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσίας Οικονομικών» της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Τουλάχιστον το ελληνικό Δημόσιο, που αντιμετωπίζει παραπλήσια προβλήματα διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας του, διατηρεί κατά τόπους στοιχειώδεις δομές εποπτείας (κτηματικές υπηρεσίες, δασαρχεία, λιμενικά ταμεία), τα οποία έχουν και τα απαραίτητα νομικά όπλα άμεσης αποβολής των καταπατητών (πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής κλπ.). Αντίθετα, η Εκκλησία της Ελλάδος στερούμενη ανάλογων «προνομίων», αν και νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, λειτουργεί σαν ιδιώτης σε περίπτωση καταπάτησης: οφείλει να ασκήσει αγωγή ή ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα και να ακολουθήσει την μακρά οδό της ελληνικής δικαιοσύνης.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, της Κρήτης και οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου μέχρι σήμερα δεν έχουν:
α) ολοκληρωμένο εκκλησιαστικό κτηματολόγιο. Ειδικά η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ψηφιοποιήσει το αρχείο της, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την καταγραφή – ανάλυση της νομικής πληροφορίας (έλεγχο ή δημιουργία τίτλων, όπου επιτρέπεται) και την τοπογράφηση των ακινήτων των 152 Ιερών Μονών, τα οποία παρέλαβε από τον Ο.Δ.Ε.Π.,
β) (ειδικά η Εκκλησία της Ελλάδος) αποτελεσματικό περιφερειακό σύστημα προστασίας από καταπατήσεις και διαχείρισης των ανά την επικράτεια ακινήτων τους[5],
γ) ανθρώπινο δυναμικό και οργανωτική λογική κατάλληλη για αποτελεσματική αξιοποίηση περιουσίας με κριτήρια ιδιωτικής οικονομίας.
Το μόνο νομοθετημένο προνόμιο της ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας, η απαγόρευση χρησικτησίας από τρίτους, στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε εφησυχασμό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία από μακρού χρόνου τετελεσμένων καταστάσεων χωρίς ρεαλιστική διέξοδο (π.χ. δύο και τρεις γενιές καταπατητών με οικοδομές σε εκκλησιαστικές εκτάσεις).
Βασικό έσοδο των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Κρήτης και της Δωδεκανήσου είναι τα μισθώματα από τη διαχείριση ακινήτων τους -που φυσικά εντάσσονται στη γενικά αρνητική εικόνα, που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια ο χώρος των ακινήτων
Περιγράψαμε προηγουμένως (και θα επανέλθουμε εν συνεχεία) τη χαώδη νομοθετική κατάσταση σχετικά με την μισθοδοσία των κληρικών, η οποία εν τέλει αποδεικνύεται πλημμελώς νομοθετημένη. Ως συνεισφορά στο κομμάτι αυτό της συζήτησης για τις σχέσεις (ή τον χωρισμό, ανάλογα με την οπτική κάθε πλευράς) Εκκλησίας – Κράτους, το οποίο αναφέρεται στο ζήτημα της μισθοδοσίας, θα προχωρήσουμε στο σχεδίασμα δύο προτάσεων -με την πρώτη να συνεπάγεται την (επιτέλους «νοικοκυρεμένη») μισθοδοσία του κλήρου από το Κράτος με οικονομική συμμετοχή της Εκκλησίας, και την δεύτερη να αίρει πλήρως την μισθοδοσία των κληρικών από το Κράτος, με παράλληλο «κονκορδάτο»[7] (συμφωνία αφηρημένης αποζημίωσης) σχετικά με την ήδη απαλλοτριωθείσα περιουσία.
Είναι προφανές ότι αυτές οι προτάσεις δε θα μπορούσαν να ληφθούν υπό τη μορφή του… salad bar, δηλαδή επιλέγοντας μόνον όσα κομμάτια τους αφαιρούν από την Εκκλησία και αγνοώντας τα κομμάτια που αποτελούν αντιστάθμισμα των αφαιρουμένων ή τούμπαλιν∙ νοούνται μόνον στην ολοκληρία τους.
Πρώτη πρόταση (συγκεκριμένη αποζημίωση – συμμετοχή της Εκκλησίας)
Η πρώτη πρόταση περιλαμβάνει τον νομικό, οικονομικό, αλλά και πρακτικό εξορθολογισμό του ζητήματος της μισθοδοσίας του κλήρου. Στόχος είναι:
(α) η νομοθετική δέσμευση του Δημοσίου για μισθοδοσία 10.500 οργανικών θέσεων κληρικών για την Εκκλησία της Ελλάδος, της Κρήτης και της Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, με τους πλέον του αριθμού αυτού κληρικούς να μισθοδοτούνται από την οικεία Ιερά Μητρόπολη, στην οποία ανήκουν ή/και από την Εκκλησία της Ελλάδος ή της Κρήτης ή το Οικ. Πατριαρχείο (για τη Δωδεκάνησο).
(β) η συμμετοχή της Εκκλησίας στη δαπάνη της μισθοδοσίας μέσα από ένα χρονοδιάγραμμα απόδοσης, αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και επίτευξης συγκεκριμένων οικονομικών στόχων. Ως προς το (α): Ούτως ή άλλως, αυτήν την περίοδο της δημοσιονομικής εποπτείας ο νόμος 3833/2010 έχει θεσπίσει αναλογία 1 προς 5 αποχωρήσεις/διορισμοί με έξοδα του Κράτους.
Στην πράξη έχουν περιορισθεί οι χειροτονίες κληρικών, λόγω του παραπάνω περιορισμού της ανάληψης της μισθοδοσίας από το Κράτος. Επιπλέον, όσοι νέοι κληρικοί χειροτονούνται, παραμένουν χωρίς μισθό από το Δημόσιο και, εάν έχουν, εξακολουθούν το επάγγελμα, που είχαν πριν την χειροτονία τους για να ζήσουν είτε λαμβάνουν κάποιο συμβολικό επίδομα από Ταμεία Αλληλοβοηθείας κληρικών, σε όσες Μητροπόλεις έχουν συσταθεί τέτοια ταμεία (σε 3-4 από τις 82 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Συνεπώς, η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση πρέπει να έχει δύο φάσεις, παρόν στάδιο και επόμενο, καθώς έχει νόημα και εφαρμογή μόνο μετά την λήξη του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και της άρσης του μνημονιακού περιορισμού διορισμών.
Α. Επαναλαμβάνουμε το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο: 1. μέχρι σήμερα ο νόμος 536/1945: 1) έκανε λόγο για ενίσχυση από το Κράτος της μισθοδοσίας του κλήρου από ειδικό λογαριασμό, 2) θέσπισε 6.000 οργανικές θέσεις κληρικών για όλη την Ελλάδα (αν και το 1945 υπηρετούσαν 7.151 κληρικοί), 3) προέβλεπε ότι η Εκκλησία συμβάλλει στην μισθοδοσία του κλήρου με «εισφορά» ποσοστού 25% και (από το 1968) ποσοστού 35% από τα έσοδα των Ναών και οι ορθόδοξες οικογένειες συμβάλλουν με ετήσια «ενοριακή εισφορά» στα δημόσια ταμεία (καταργήθηκε το 1962). 2. η «εισφορά» των Ναών ίσχυσε από την 1/10/1945 μέχρι την 28/1/2004.
Η Κυβέρνηση Σημίτη κατήργησε την «εισφορά» (νόμος 3220/2004). Συνεπώς, η μισθοδοσία του κλήρου άρχισε να επιβαρύνει αποκλειστικά το Κράτος (χωρίς συνεισφορά της Εκκλησίας) μετά την 28.1.2004. 3. ο νόμος 4111/2013 (επί υπουργίας Διαμαντοπούλου), χωρίς να λύσει το θέμα της διαφοράς μεταξύ των οργανικών θέσεων και των πράγματι υπηρετούντων και μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο κληρικών όρισε ότι όσοι κληρικοί πληρώνονταν μέχρι τότε εξακολουθούν να αμείβονται, όχι από «ειδικό λογαριασμό» εκτός προϋπολογισμού, αλλά από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Είναι μια καθαρά δημοσιονομική ρύθμιση για την ορθή απεικόνιση των κρατικών λογαριασμών.
Παρέλειψε συνειδητά να λύσει το θέμα σχετικά με τον αριθμό κληρικών, που δεσμεύεται να μισθοδοτεί και ασφαλίζει το Δημόσιο. Εξάλλου η εγγύηση της ύπαρξης πιστώσεων για καθορισμένο αριθμό κληρικών ήταν ανέφικτη, ενόσω ισχύουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας για τον δραστικό περιορισμό των διορισμών (άρθρα 10-11 νόμου 3833/2010).
Β. Περιεχόμενο πρότασης:
1. να τεθούν βασικές αρχές: α) το πόσες οργανικές θέσεις κληρικών επιθυμεί να έχει η Εκκλησία της Ελλάδος είναι εσωτερικό της ζήτημα, απόκειται στην θρησκευτική της ελευθερία και αυτονομία κατά τα άρθρα 13 του Συντάγματος, 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επομένως ο ορισμός 6.000 οργανικών θέσεων με κρατικό νόμο (αναγκαστικό νόμο 536/1945) απεικονίζει ένα ξεπερασμένο πολιτειοκρατικό πλαίσιο σχέσεων Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι δικαίωμα της Εκκλησίας να προσδιορίσει τις ανάγκες της σε οργανικές θέσεις κληρικών. 2. Το Δημόσιο όμως δεν δεσμεύεται ότι θα πληρώνει όσους κληρικούς χειροτονεί η Εκκλησία και θα τους τοποθετεί στις οργανικές θέσεις, που η ίδια συστήνει. Το πόσες από τις οργανικές θέσεις της Εκκλησίας θα μισθοδοτεί το Δημόσιο συναρτάται : i) με το μέγεθος της εκκλησιαστικής περιουσίας, που έλαβε το Δημόσιο λόγω δωρεάς/ή με απαλλοτριώσεις χωρίς αποζημίωση ή με αναγκαστικές εξαγορές (με μειωμένες αξίες) από την Εκκλησία (1833-1834, 1909, 1922, 1930, 1952 -προϋποτίθεται καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία είναι αναγκαία και μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει, βλ. κατωτέρω) και ii) τις δημοσιονομικές δυνατότητες του Κράτους. Κατά συνέπεια η κρατική μισθοδοσία συναρτάται με την εκκλησιαστική περιουσία, που κατέχει το Δημόσιο[8], και δεν επικαθορίζεται, ως συνέπεια, της συνταγματικής περιγραφής του Κράτους ως «θρησκευόμενου» ή ουδετερόθρησκου (κοσμικού ή λαϊκού). Ως προς το (β):
Πώς θα συνεισφέρει η Εκκλησία:
1. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να κληθεί να δεχθεί επαναφορά της ειδικής «εισφοράς» του 35% από τα έσοδα των Ναών(που ίσχυσε από 1945 μέχρι 2004)∙ ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο συζήτησης. 2. Μπορεί να ορισθεί ότι ο φόρος εισοδήματος (για τους φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος θεσπίσθηκε με τον νόμο 3842/2010) ή ο ΕΝΦΙΑ (όπως είπαμε, μόνο οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς την Κρήτη – Δωδεκάνησο, πληρώνουν συνολικά περίπου 10.000.000 ευρώ) θα διατίθενται για την κάλυψη της μισθοδοσίας.
3. Με την καταγραφή και εκκαθάριση εκκρεμοτήτων (Α), προστασία (Β) και αξιοποίηση – αύξηση αποδοτικότητας εκκλησιαστικής περιουσίας (Γ):
Α. Απαιτείται η καταγραφή της περιελθούσας στο Κράτος και της παραμένουσας στην Εκκλησία περιουσίας[9] και η εκκαθάριση περιουσιακών εκκρεμοτήτων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που αποτελεί προϋπόθεση για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και ενδεχομένως την ανάληψη της μισθοδοσίας μέρους ή όλων των κληρικών σε μελλοντικό χρονικό σημείο από την Εκκλησία. Επομένως, μια συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας μπορεί να έχει επιφύλαξη/όρο αναθεώρησής της, όταν προκύψει ένα συμφωνημένο σύνολο πορισμάτων για την καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας, που δόθηκε στο Κράτος και της εναπομένουσας περιουσίας της Εκκλησίας, καθώς και των εκκρεμοτήτων, που αφορούν την εκκαθάριση των μέχρι σήμερα συμβάσεων Εκκλησίας και Πολιτείας ή δημεύσεων ή απαλλοτριώσεων εκκλησιαστικής περιουσίας. Πρόκειται για έργο σύνθετο, πλην όμως εφικτό, αν και ενίοτε όχι με απόλυτη ακρίβεια σε τοπογραφικό επίπεδο, λόγω των εκτεταμένων καταπατήσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας, όπως και της δημόσιας περιουσίας, καθώς προϋποθέτει τόσο την συγκέντρωση της νομικής πληροφορίας (εξακρίβωση τίτλων και συμβάσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας), όσο και την κτηματογράφηση των ακινήτων (τοπογράφηση).
Στο πλαίσιο της καταγραφής οφείλει να εκδοθεί: 1) Ένα πόρισμα: ποια και πόσα είναι τα ακίνητα των εκατοντάδων Μονών, που διέλυσε το Κράτος (1833-1834) και δήμευσε τις περιουσίες τους και μια συμφωνία για την αποτίμηση της αξίας τους, εφόσον τα παρακρατεί το Δημόσιο. Ο νόμος 4301/2014 όρισε ότι οι περιουσίες αυτών των διαλελυμένων Μονών ανήκουν πλέον στις Ιερές Μητροπόλεις. Αυτό βεβαίως είναι μια εντελώς θεωρητική πρόβλεψη. Στην πράξη δεν υπάρχει καταγραφή και τοπογράφηση αυτών των ακινήτων.
Επίσης, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχει καν δυνατότητα πραγματικής ανάκτησής τους -π.χ. το μείζον μέρος της πόλης του Πειραιά, που καταλαμβάνει την πειραϊκή χερσόνησο, είναι κτισμένο πάνω σε μετόχι (μοναστηριακό ακίνητο) της διαλελυμένης Μονής Αγίου Σπυρίδωνος, το μισό Κολωνάκι μέχρι τον Λυκαβηττό είναι κτισμένο πάνω σε μετόχι της Μονής Ασωμάτων Πετράκη, όλη η περιοχή από το Νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ και κατά μήκος των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Μεσογείων έως και το Νοσοκομείο «Γεννηματάς» είναι μετόχι της Μονής Ασωμάτων Πετράκη, σημαντικό τμήμα του Υμηττού ανήκε σε τρία μετόχια, της Μονής Αγίου Ιωάννη Κυνηγού, Μονής Καισαριανής και της Μονής Αστερίου κ.λπ.).
Σε όσα από τα ακίνητα αυτά έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένες καταστάσεις, που αποκλείουν την ανάκτησή τους (π.χ. ρυμοτομία και ανέγερση οικισμών, πόλεων, χάραξη δρόμων κ.λπ.), να καθορισθεί η αξία τους και να συμφωνηθεί ότι παραμένουν ως «τράπεζα γης» στο Δημόσιο, για την αξία της οποίας και τα διαφυγόντα (για την Εκκλησία) έσοδα εκ της οποίας υποχρεούται στην κάλυψη της μισθοδοσίας του Κλήρου.
2) ένα πόρισμα: i) ποια είναι τα συγκεκριμένα εκκλησιαστικά κτήματα που απαλλοτριώθηκαν μετά το 1909 χωρίς καταβολή αποζημίωσης[10] είτε για λόγους αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων ή μικρών καλλιεργητών[11] είτε μετά το 1922 για λόγους αποκατάστασης των προσφύγων[12] (πρόκειται μάλλον για εκατοντάδες χιλιάδες ή και άνω του εκατομμυρίου στρέμματα)[13] ή εκμισθώνονταν αναγκαστικά με ελάχιστο μίσθωμα από το Κράτος χωρίς την συμφωνία των Μονών[14] και ii) πόσα κτήματα, αν και δημεύθηκαν, δεν διατέθηκαν στους ακτήμονες και πρόσφυγες, iii) όσα δεν διατέθηκαν για τον σκοπό, που τα παραχώρησε η Εκκλησία, μπορεί να συμφωνηθεί να επιστραφούν στην Εκκλησία, εφόσον είναι ώριμα προς αξιοποίηση ή αλλιώς εάν δεν είναι ώριμα προς αξιοποίηση (εάν π.χ. έχουν μεσολαβήσει δεσμεύσεις τους λόγω ρυμοτομίας ή προστατευόμενες περιοχές NATURA) να καθορισθεί η αξία τους και να συμφωνηθεί ότι παραμένουν ως «τράπεζα γης» στο Δημόσιο, για την αξία της οποίας και τα διαφυγόντα (για την Εκκλησία) έσοδα εκ της οποίας υποχρεούται στην κάλυψη της μισθοδοσίας του Κλήρου.
3) ένα πόρισμα: i) πόσα από τα 770.000 στρέμματα αγροτολιβαδικής γης των Μονών, που παραχωρήθηκαν από την Εκκλησία στο Κράτος (Σύμβαση 18/9/1952, ΦΕΚ Α΄ 289/1952) με υποχρεωτικά μειωμένη αποζημίωση στο 1/3 της αξίας τους (πράγμα, που επέβαλε το τότε Σύνταγμα του 1952) προς τον σκοπό αποκατάστασης ακτημόνων γεωργοκτηνοτρόφων μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, δόθηκαν τελικά στους ακτήμονες και πόσα και ποιά απέμειναν στο Κράτος. Εάν πρόκειται για ακίνητα, που δεν δόθηκαν από το Κράτος για τον σκοπό που αφαιρέθηκαν, αλλά παρακρατήθηκαν, τότε να αποδοθούν στην Εκκλησία, στο πλαίσιο απόδοσης περιουσιακών στοιχείων, προς τον σκοπό συμβολής της στην μισθοδοσία του Κλήρου. ii) πόσα από τα δημόσια αστικά ακίνητα, που η Σύμβαση της 18/9/1952 ανέφερε ότι παραδίδει το Κράτος στην Εκκλησία προς αποζημίωσή της, τελικά ήταν όντως δημόσια ακίνητα και αξιοποιήσιμα (προέκυψε εκ των υστέρων ότι η Σύμβαση προέβλεπε παράδοση δημοσίων ακινήτων, που τελικά δεν ανήκαν στο Κράτος ή δεν ήταν αστικά και αξιοποιήσιμα, λόγω δασικών χαρακτηρισμών ή ρυμοτομικών δεσμεύσεων).
Εάν το Κράτος δεν επιθυμεί την επιστροφή των αδιάθετων εκκλησιαστικών ακινήτων στην Εκκλησία, καθώς και για όσα συμβατικώς παραχωρηθέντα ακίνητά του αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δικά του ή αξιοποιήσιμα, να καθορισθεί η αξία τους και να συμφωνηθεί ότι παραμένουν ως «τράπεζα γης» στο Δημόσιο, για την αξία της οποίας και τα διαφυγόντα (για την Εκκλησία) έσοδα εκ της οποίας υποχρεούται στην κάλυψη της μισθοδοσίας του Κλήρου.
4) ένα πόρισμα για την Σύμβαση Εκκλησίας – Πολιτείας της 11/5/1988 (κυρώθηκε με τον νόμο 1811/1988, ΦΕΚ Α΄ 231/1988): ως προς ποια ακίνητα μπορεί να εφαρμοσθεί πλέον αυτή η Σύμβαση. Η Σύμβαση προέβλεπε εν ολίγοις ότι για, όσα ακίνητα, νέμονται οι Μονές, και εφ’ όσον ελλείπουν τίτλοι ιδιοκτησίας τους επ΄ ονόματι των Ιερών Μονών (τα λεγόμενα «διακατεχόμενα ακίνητα»), συμφωνείται ότι παραχωρούνται στο Κράτος και το Κράτος θα καταβάλει για την ενίσχυση των Μονών ποσοστό 1% επί του συνολικού κονδυλίου του τακτικού προϋπολογισμού, το οποίο διατίθεται, δια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, προς κάλυψη δαπανών για την Εκκλησία (μισθοδοσία αρχιερέων, ιεροκηρύκων, ιερέων, υπαλλήλων Μητροπόλεων, εκκλησιαστική εκπαίδευση κ.λπ.), δηλαδή ποσοστό 1% επιπλέον του εν λόγω κονδυλίου[15]. Προβλέπεται ότι το ως άνω ποσό θα κατανέμεται, με αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, στις Μονές.
Η Σύμβαση αυτή δεν έχει εκτελεσθεί μέχρι στιγμής. Πρόσφατα ο νομοθέτης (Ν. 4301/2014), αποδεχόμενος την νομολογία του Αρείου Πάγου, όρισε ότι τα προεδρικά διατάγματα της δεκαετίας του 1930, που αναγνώρισαν και διαίρεσαν την μοναστηριακή περιουσία «σε διατηρούμενη» και «ρευστοποιητέα», αποτελούν «τίτλους ιδιοκτησίας» των μοναστηριακών κτημάτων. Επομένως, η Σύμβαση μπορεί πλέον να εφαρμοσθεί μόνο για τα υπόλοιπα ακίνητα, τα οποία είναι εκτός πινάκων στα οικεία διατάγματα (οπότε κατέχονται από τις Μονές χωρίς «τίτλο ιδιοκτησίας»)[16]. Πρέπει: α) να προσδιορισθούν τα (υπό παραχώρηση στο Κράτος) διακατεχόμενα ακίνητα (τοπογράφηση, εκτίμηση αξίας), β) να αποφασισθεί -με νεώτερη συμφωνία- ή η τροποποίηση (συμπλήρωση) της Σύμβασης με συγκεκριμένους πίνακες ακινήτων και η αναθεώρηση των δεσμεύσεων του Κράτους με βάση νέα αποτίμηση της αξίας των διακατεχόμενων ακινήτων ή η (συμφωνημένη) καταγγελία της Σύμβασης.
Β. Προστασία εκκλησιαστικής περιουσίας.
Νομοθέτηση αυξημένων και δραστικών μέσων προστασίας της εκκλησιαστικής περιουσίας, όμοιων με αυτά που έχει, ως νομικές δυνατότητες, το Ελλ. Δημόσιο (πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής καταπατητών, δυνατότητα καταγραφής των εκκλησιαστικών ακινήτων σε δημόσια βιβλία των Μητροπόλεων, Μονών κλπ.).
Γ. Χρονοδιάγραμμα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Πρόβλεψη συγκεκριμένων βημάτων με χρονικά καθορισμένους οικονομικούς στόχους για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και ειδικότερη συμφωνία για την σταδιακή αύξηση της συμμετοχής της Εκκλησίας στην μισθοδοσία του Κλήρου ανάλογα με την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Φυσικά εδώ ανακύπτει ένα μείζον νομικό πρόβλημα, που προσπερνούσε μέχρι σήμερα ο νομοθέτης: όταν μιλούμε για επιστροφή ή αξιοποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας, μιλούμε για την περιουσία των Ιερών Μονών, αυτή είναι η «ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας». Οι Μονές όμως είναι αυτοδιοίκητα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (8 από αυτές προσέφυγαν άλλωστε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ασχέτως εάν η Ιερά Σύνοδος κάλεσε τις Μονές να υπογράψουν την Σύμβαση του 1988 -κάποιες δεν το έκαναν, αφού είναι αυτοδιοίκητες).
Θα δεχθούν οι ιδιοκτήτριες Μονές τα ακίνητά τους να αποτιμηθούν και να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο μίας συμφωνίας Κράτους και «Εκκλησίας» ως οικονομικό αντάλλαγμα για την μισθοδοσία του Κλήρου; Εδώ προκύπτει ένα εσωτερικό ζήτημα συνεννόησης των φορέων της Εκκλησίας (συμφωνίας Μονών με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή της Κρήτης), το αποτέλεσμα της οποίας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, καθώς οι Μονές επί διακόσια χρόνια έχουν γίνει αντικείμενα δημεύσεως και γενικότερων αδικιών σε βάρος των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων τους, πολλές φορές δεχόμενες να θέσουν την υπογραφή τους με την υπόδειξη της Ιεράς Συνόδου σε συμφωνίες με το Κράτος, που εν τέλει και δεν εφαρμόσθηκαν και δεν απέδωσαν τίποτα στις Μονές, πολλές από τις οποίες δεν έχουν σήμερα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης παρά την απόδοση σημαντικής ακίνητης ιδιοκτησίας τους στο Δημόσιο.
Σύμφωνα με την πρώτη πρότασή μας λοιπόν, το Δημόσιο θα μπορούσε να δεσμευθεί νομοθετικά για την μισθοδοσία που αναφέραμε, με την οικονομική συνδρομή της Εκκλησίας δια των τρόπων που αναφέραμε. Και, μόνον αφ’ ης στιγμής λάβει χώρα ο εξορθολογισμός σχετικά με την κατάσταση της εκκλησιαστικής περιουσίας και η επιστροφή όσων πρέπει να επιστραφούν, καθώς και η απελευθέρωση προς εκμετάλλευση όσων πρέπει να απελευθερωθούν, θα μπορούσε να ανοίξει μια συζήτηση για την συμμετοχή, αν όχι και πλήρη ανάληψη της μισθοδοσίας από μιαν Εκκλησία, που θα έχει πλέον την δυνατότητα να το πράξει -δυνατότητα την οποία σήμερα ουδόλως έχει. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι το συντριπτικό μέρος της αστικής ακίνητης περιουσίας, που διοικεί σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος και θα μπορούσε θεωρητικά να αξιοποιηθεί, είναι δεσμευμένο με πλειάδα ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και βαρών από τους Ο.Τ.Α., που ούτε έχουν χρήματα για να ολοκληρώσουν τις απαλλοτριώσεις, ενώ το Κράτος είτε δεν τις αίρει (συχνά παρά την ύπαρξη αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων) είτε τις επανεπιβάλλει, κατά την συνήθη διοικητική πρακτική, με αποτέλεσμα τα ακίνητα να μην αξιοποιούνται.
Δεύτερη πρόταση (αφηρημένη αποζημίωση με μορφή επιχορήγησης)
Η προηγούμενή μας πρόταση προσκρούει σε δύο ενδεχόμενα, στα οποία δεν θα ήταν επίκαιρη ή εφαρμόσιμη. Το πρώτο θα ήταν η ανάληψη νομοθετικών και μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους από μια κυβέρνηση, η οποία θα στόχευε σε έναν πλήρη χωρισμό, με απόλυτη στεγανοποίηση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτος. Σε αυτό το ενδεχόμενο η προηγούμενη πρότασή μας, η οποία καταφανώς περιλαμβάνει συνεργασία του Κράτους με την Εκκλησία και μερική μισθοδοσία του κλήρου, θα ήταν εκτός θέματος–πόσω δε μάλλον αφού το ζήτημα της μισθοδοσίας αναφέρεται συχνότατα ως πρώτο στις συζητήσεις σχετικά με τον ενδεχόμενο χωρισμό. Μια τέτοια κυβέρνηση θα επιθυμούσε πλήρη απαγκίστρωση από την μισθοδοσία του κλήρου, ενδεχομένως μετατροπή των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. σε Ν.Π.Ι.Δ.[17] κ.λπ. Το δεύτερο αφορά την ικανότητα του ελληνικού κράτους να διοικήσει τα του οίκου του. Η προηγούμενη πρόταση όμως προϋποθέτει την πλήρη καταμέτρηση, καταγραφή, επανεξέταση, εξορθολογισμό και απελευθέρωση από γραφειοκρατικά κωλύματα μιας εκπληκτικά δυσήνιας περιουσίας, απαλλοτριωθείσης και μη. Η εκπληκτική αδυναμία του ελληνικού κράτους, κυρίως υπό τις τελευταίες κυβερνήσεις, να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα σε απολύτως πρακτικά ζητήματα αποτελεί μια αρνητική ρήτρα εφαρμοσιμότητας της πρότασής μας. Οπότε θα είχαμε αφ’ ενός την απροθυμία του Κράτους για συνεργασία στο ζήτημα της μισθοδοσίας και αφ’ ετέρου την ανικανότητά του να εξετάσει και να χειριστεί το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, απαλλοτριωθείσης ή μη, με τον δέοντα τρόπο. Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε σε μια πρόταση και γι’ αυτά τα ενδεχόμενα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα στοιχεία που αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της μισθοδοσίας του κλήρου, αλλά και την πολυπλοκότητα των εκκρεμοτήτων στο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη πρόταση:
α) Το κράτος θα μπορούσε να παύσει κάθε μισθοδοσία του κλήρου. Τον κλήρο θα μισθοδοτούσε η Εκκλησία, περίπου με τον τρόπο και τις μεθόδους που ένας ιδιώτης εργοδότης αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των εργαζομένων του (θα μπορούσε εδώ να διατυπωθεί και μια πρόβλεψη για δημόσια ιατρική ασφάλιση άνευ ανταλλαγμάτων).
β) Το κράτος, αφού δεν μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη όσον αφορά στην εκκλησιαστική περιουσία και τις συνεχείς απαλλοτριώσεις ή de facto αδρανοποιήσεις αυτής, θα καταβάλει κατ’ έτος στην Εκκλησία π.χ. ποσό των 200.000.000 ευρώ ως αφηρημένως καθορισμένη αποζημίωση, συναρτώμενη με τον κατ’ έτος πληθωρισμό και τις αυξομειώσεις του ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι ένα τέτοιο ποσό σήμερα αποτελεί περίπου το 1% του ΑΕΠ. Το αν η Εκκλησία θα αξιοποιούσε αυτούς τους κατ’ έτος πόρους για τη μισθοδοσία του κλήρου (που σήμερα ανέρχεται περίπου στα 193.000.000 ευρώ) θα ήταν δικό της θέμα. Συναφώς πρέπει να υπολογισθεί και ένα ποσό επιχορήγησης για την λειτουργία των δομών εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, που θα βαρύνουν πλέον την Εκκλησία.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει σε πολλές χώρες, όπως επί παραδείγματι στη Γερμανία, η οποία ναι μεν δεν μισθοδοτεί απ’ ευθείας τους κληρικούς της, αλλά επιχορηγεί την ευαγγελική και ρωμαιοκαθολική εκκλησία με εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος εν είδει αποζημιώσεως για απαλλοτριώσεις περιουσιών. Έτσι, με μια τέτοια φόρμουλα, θα μπορούσε να «καταργηθεί η μισθοδοσία του κλήρου στην Ελλάδα», όπως μονότονα αναφέρεται στις συζητήσεις για τον χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους.
Εξυπακούεται ότι μια άρση της μισθοδοσίας του κλήρου στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι «δωρεάν», χωρίς καμμία πρόβλεψη σχετικά, αν μη τι άλλο, με το αμαρτωλό παρελθόν της υφαρπαγής εκκλησιαστικής περιουσίας από το Κράτος, ή της έντεχνης αδρανοποίησής της. Ο αντικληρικαλιστικός λόγος που θεωρεί πως η μισθοδοσία ήταν ένα δώρο του Κράτους στην Εκκλησία, που όπως δωρεάν δόθηκε δωρεάν και θα αρθεί, πρέπει να είναι έτοιμος για πρόσκρουση με την πραγματικότητα -ή, εν τέλει, τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν αντιμετωπίζουν το δικαίωμα των νομικών προσώπων στην περιουσία τους με την ίδια ευαρμοστία. Σε κάθε περίπτωση, μια λύση όπως η προτεινόμενη θα μπορούσε να θέσει την παύση της μισθοδοσίας του κλήρου «στο τραπέζι», αν για συμβολικούς λόγους αυτό το ζήτημα έχει την βαρύτητα που της αποδίδει η αντικληρικαλιστική πλευρά, διασφαλίζοντας παράλληλα τη στοιχειώδη δικαιοσύνη στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους.
Κοινή συνισταμένη και των δύο προτάσεων είναι ότι αποσυνδέουν το ζήτημα της μισθοδοσίας από την μορφή των θεσμικών σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους και το μετατρέπουν από πρόβλημα σχέσεων θεσμών σε ζήτημα περιουσιακών σχέσεων μεταξύ δότη περιουσίας (που δωρίζει ή υφίσταται δήμευση) και λήπτη περιουσίας. Το συναρτά δηλαδή με την εξιστόρηση του προβλήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, που (χωρίς αποζημίωση) αφαίρεσε το Κράτος από το 1833 και εφεξής, η εκκαθάριση του οποίου, με αφηρημένο ή συγκεκριμένο τρόπο, καμία σχέση δεν μπορεί να έχει π.χ. με το εάν οι εκκλησιαστικοί φορείς θα είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή εάν θα θεσπισθεί ο πολιτικός γάμος ως μόνος έγκυρος για την Πολιτεία.
Ωστόσο δεδομένης της έντασης της συζήτησης για τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους και του αιτήματος του χωρισμού από μερικούς πολιτικούς χώρους, καθώς και της επίμονης συνάρτησής του με την μισθοδοσία, θα ανέμενε ενδεχομένως κανείς ότι τεκμηριωμένες προτάσεις, όπως αυτές που καταθέσαμε εδώ, όσον αφορά στη μισθοδοσία, θα γίνονταν αντικείμενο συζήτησης και μελέτης ακριβώς από τους φορείς, που ασκούν πολιτική πίεση για τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Όμως, οι προτάσεις δεν κατατίθενται με αυτήν την αξίωση ή ελπίδα–θα ήταν αφέλεια, όπως αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε αξιολογεί το είδος της δημόσιας συζήτησης για τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, η οποία είναι πάντοτε και μόνον αρένα για πολέμους αξιών και συμβολισμών, για τις «συμβολικές μάχες» της μιας ή της άλλης παράταξης, όχι χώρος συζήτησης για το πρακτέο και το δέον γενέσθαι.