Η Cool Britannia πέθανε, ζήτω η Cool Britannia!
Η απομυθοποίηση της Britpop σκηνής και του αντίκτυπού της στην κοινωνία της Μεγάλης Βρετανίας οδήγησε αναπόφευκτα στην άνοδο της pop μουσικής, αποσπώντας το ενδιαφέρον του κοινού από τις μπάντες που εξέφρασαν την μάχη ενάντια στον Θατσερισμό. Η στήριξη τους στον Tony Blair ως εκφραστή της αλλαγής, αναπόφευκτα αποδόμησε την εικόνα τους ως “Lads” και μαζί τους η Britpop ως κοινωνικό φαινόμενο έκλεισε τον κύκλο της.
Το 1997 όμως, δύο πολύ σπουδαία albums ήρθαν να υπογράψουν την έναρξη μιας άλλης εποχής, της “Post Britpop Era” όπως την αποκαλούν στο νησί. Οι Radiohead με το “Ok Computer” και οι Verve με το “Urban Hymns” έθεσαν τις βάσεις για κάτι καινούριο, λιγότερο Βρετανοκεντρικό.
Το “Ok Computer” των Radiohead έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους όλων των εποχών, εκφράζοντας την ανάγκη της μπάντας για διαφοροποίηση, για πειραματισμό και εύρεση νέων δρόμων στην μουσική, μακριά από άτεχνα riffs και στίχους για την μίζερη ζωή στο νησί. Οι Radiohead ανάγκασαν όλο τον πλανήτη να ασχοληθεί μαζί τους και η Μεγάλη Βρετανία βρήκε τον δικό της μουσικό σημαιοφόρο για τη νέα εποχή που μόλις ξεκινούσε.
Το αλαζονικό βάδισμα του Richard Ashcroft στους δρόμους του Λονδίνου στα πλαίσια του video clip για το “Bittersweet Symphony” έγινε viral, όπως θα λέγαμε και σήμερα και οι Verve πήραν θέση πλάι στους Radiohead ως η έταιρη μεγάλη μουσική δύναμη της Γηραιάς Αλβιώνας. Το “Urban Hymns” αποτελεί την δεύτερη αναφορά της Post Britpop εποχής.
Την ίδια στιγμή, ο απόηχος της Britpop είχε δημιουργήσει δύο νέα μουσικά κινήματα, την “Cool Cymru” και την “Cool Caledonia”.
Η Ουαλία είναι μια χώρα με βαθιά παράδοση στην μουσική, παράγοντας σπουδαίους μουσικούς όπως ο John Cale (Velvet Underground), η Shirley Bassey και πολλοί ακόμα. Στην δεκαετία του ’90 εμφανίστηκαν δεκάδες μπάντες από την χώρα, επηρεασμένες από την δυναμική της Britpop. Μετά την εμφάνιση των σπουδαίων Catatonia και την χαλαρή εμπορικά επιτυχία τους, οι Stereophonics πήραν τα σκήπτρα και με δύο albums το 1997 (Word Gets Around) και 1999 (Performance & Cocktail) κατέκτησαν τα charts και γέμισαν στάδια.
Την ίδια στιγμή στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, μετά την αποτυχία των Super Furry Animals να σταθεροποιηθούν εμπορικά, μια νέα μπάντα, με κύριο εκφραστή τον χαρισματικό Fran Healy, κατακτά την βόρεια πλευρά του νησιού. Οι Travis, αρχικά με το “Good Feeling” (1997) και στη συνέχεια με το “The Man Who” (1999) δέχονται καθολικής αποδοχής από κριτικούς και κοινού και γίνονται οι ηγέτες του κινήματος “Cool Caledonia”. Η συνεργασία τους με τον Nigel Godrich, παραγωγό του OK Computer των Radiohead έφερε αποτέλεσμα…
Ο ήχος πλέον είχε αλλάξει. Οι Stereophonics και οι Travis είχαν πιο πολλά στοιχεία τους παραδοσιακού Βρετανικού ήχου, εντόπιζε κανείς επιρροές από την Αμερικάνικη σκηνή και πολλά ακόμα σχήματα της εποχής, όπως οι Embrace, οι Starsailor, οι Doves και ο Badly Drawn Boy είχαν επιλέξει μια πιο «ακουστική» προσέγγιση στις ενορχηστρώσεις τους.
Πριν το καλοκαίρι του 1999 μαζί με δύο τεύχη τους περιοδικού NME έφτασαν στο ταχυδρομείο μου και δύο cd με νέα σχήματα που πρότεινε το περιοδικό. Σχήματα που ηχογραφούσαν τους πρώτους τους δίσκους και έπαιζαν σε συναυλίες του BBC αναζητώντας την προβολή που θα τους άνοιγε τον δρόμο της επιτυχίας. Muse και Coldplay ανάμεσα στα σχήματα. Το παγκόσμιο μουσικό εκκρεμές ήταν σαφές πως στόχευε και πάλι την Μεγάλη Βρετανία.
Το 1999 και το 2001 οι Muse κυκλοφορούν τα πρώτα τους αριστουργηματικά albums “Showbiz” & “Origin of Symmetry”, ενώ οι Coldplay το 2000 μας είχαν συστηθεί με το “Parachutes”. Το 2002, όταν οι Coldplay μας παρουσίασαν το “A Rush of blood to the head”, τα δύο αυτά σχήματα είχαν ήδη βρεθεί στο επίκεντρο, αποκτώντας οπαδούς σε όλο τον πλανήτη και πραγματοποιώντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Όπως είναι φυσικό εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και πάλι η εμπορική άνθηση στην Μεγάλη Βρετανία, με το κοινό να επιστρέφει στην pop-rock και indie σκηνή. Σχήματα όπως οι Libertines, Coral, Idlewild, Snow Patrol κ.α. ήρθαν στο προσκήνιο και δεκάδες ακόμα συστήνονταν στο κοινό.
Κάπου εκεί, η εσωστρέφεια και ο αλληλοσπαραγμός στο νησί έκαναν πάλι την εμφάνιση τους. Το 2002 και το 2003 δύο σπουδαίες Αμερικάνικες μπάντες, οι Strokes και White Stripes κάνουν σπουδαία παγκόσμια επιτυχία, κυκλοφορώντας δύο albums που έχουν γράψει την δική τους ιστορία, τα “Is this it” και “Elephant” αντίστοιχα. Η υποδοχή τους από τα Βρετανικά media είναι αποθεωτική, χαρακτηρίζοντας τους ως του διασώστες του Rock ‘n’ Roll, μιας και οι Βρετανικές μπάντες της εποχής είχαν διαφορετικό προσανατολισμό, με πολύ μεγαλύτερο φάσμα ήχου, παντρεύοντας πολλούς ήχους, αφήνοντας στην άκρη όμως τον κλασικό rock ‘n’ roll ήχο.
Την στροφή του κοινού προς τον πιο σκληρό και πρωτογενές ήχο των Strokes και White Stripes, ήρθαν να διακόψουν οι Franz Ferdinand το 2004 με το πρώτο ομώνυμο τους albums και οι Libertines με το δεύτερο ομώνυμο δικό τους album. Το post-punk και post-garage κίνημα μόλις είχε εδραιωθεί.
Το 2005 ήταν η χρονιά που οι Kaiser Chiefs, Bloc Party και Arctic Monkeys έκαναν ντεμπούτο, αναγκάζοντας τον πλανήτη να ασχοληθεί και πάλι σοβαρά με την rock ‘n’ roll σκηνή του νησιού.
Μέσα στα επόμενα χρόνια η επιτυχία των Kasabian, Editors και πολλών ακόμα σχημάτων και η σταθεροποίηση στην κορυφή των Muse και Coldplay, αποτέλεσαν και την σταθερότερη βάση για να μπορέσει η Βρετανική μουσική σκηνή να συντηρήσει τον μύθο της “Post Britpop Era”. Δημιουργήθηκαν τα πρόσωπα-μύθοι, που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη οποιαδήποτε μουσική σκηνή για να βαδίσει μπροστά (Alex Turner, Matt Bellamy, Pete Doherty κ.α.). Ταυτόχρονα, το rock ‘n’ roll επέστρεψε στα clubs, στα malls και στις μεγάλες τηλεοπτικές παραγωγές…
Και όπως είπε και ο Alex Turner των Arctic Monkeys παραλαμβάνοντας το Brit Award του 2014, απευθυνόμενος στους κριτικούς: “Λέτε πως το rock ‘n’ roll δεν θα υπάρχει για πολύ. Μπορεί να πέφτει σε χειμερία νάρκη κατά περιόδους και να βυθίζεται και πάλι στο τέλμα. Νομίζω πως αυτή είναι η κυκλική φύση του σύμπαντος. Αλλά το rock ‘n’ roll πάντα περιμένει εκεί, στη γωνία. Έτοιμο να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, πιο δυνατό από ποτέ. Ναι, το rock ‘n’ roll, φαίνεται σαν να έσβησε μερικές φορές, αλλά ποτέ δεν θα πεθάνει. Και δεν υπάρχει τίποτα που μπορείτε να κάνετε γι’ αυτό.”